Λοιπόν, βάζω περιληπτικά μερικά αποσπάσματα και σχόλια από το βιβλίο του Νίκου Μπουντούκη "Οι μυστικές βραχογραφίες των ιερών σπηλαίων", για την σπηλιά του Νταβέλη. Ο συγγραφέας αναφέρει την άποψη του Κορρέ, ότι η προσόψια μορφή της σπηλιάς (δηλ η είσοδός της) είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα των αρχαίων λατομικών αναγκών και σχεδιασμών. "Πριν την δημιουργία του λατομείου η σπηλιά πρέπει να ήταν απρόσιτη από την επιφάνεια (...) έγινε προσιτή κατά την περίοδο της εξορύξεως." Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν το σπήλαιο υπήρχε, αλλά δεν ήταν προσβάσιμο (δεν υπήρχε είσοδος-τουλάχιστον η συγκεκριμένη είσοδος-) πριν από τον 5ο αιώνα περίπου. Ο συγγραφέας επισημαίνει και κάτι άλλο. Ότι παρά τα εμφανή ίχνη της λατομικής επέμβασης το αισθητικό αποτέλεσμα εντυπωσιάζει, που σημαίνει ότι οι αρχαίοι σεβάστηκαν το βραχώδες προσόψιο της σπηλιάς και εναρμόνισαν το άνοιγμα του σπηλαίου με αυτό. Ο σεβασμός των αρχαίων φαίνεται και από ένα άλλο γεγονός. Ότι ποτέ δεν άγγιξαν το μάρμαρο του νυμφαίου άντρου που βρίσκεται σε μικρή απόσταση, παρόλο που ήταν άριστης ποιότητας. Οι λατόμοι του '50 αφαίρεσαν την οροφή για να πάρουν αυτό το μάρμαρο. Επίσης απ ότι λέει οι αρχαίοι θα μπορούσαν να ενώσουν το λατομείο της σπηλιάς με το γειτονικό ταφροειδές λατομείο -εφ όσον η διαχωριστική βραχόμαζα ήταν σχετικά λεπτή- αλλά αυτό θα χαλούσε τελείως την αισθητική του σπηλαίου, οπότε όχι μόνο δεν το έκαναν αλλά αντιθέτως άφησαν αρκετό μάρμαρο σε συγκεκριμένες περιοχές της βραχόμαζας που λειτουργούσε ως στήριγμα. (και έμεινε ανέγγιχτο για 300 χρόνια, αφού το λατομείο λειτούργησε μέχρι τον 2ο αιώνα πΧ) Έχοντας όλα αυτά υπ όψιν λοιπόν, ο συγγραφέας βάζει το εξής ερώτημα: μήπως οι αρχαίοι λατόμοι ταυτόχρονα με την δουλειά τους (την εξόρυξη μαρμάρων) δημιούργησαν ένα άντρο για παράλληλη ή και μελλοντική λατρευτική χρήση; Ο Κορρές μας λέει ότι αυτή η γνώμη έχει αναφερθεί από τον Α. Ορλάνδο, στο Ευρετήριο των Μεσαιωνικών Μνημείων της Ελλάδας (1933) και από την Κ.Μ. Γιαννουλίδου στα Ιστορικά Σπήλαια της Αρχαιότητος (1970). Αλλά γενικά δεν είναι αποδεκτή, επειδή δεν έχουν βρεθεί στοιχεία να συνηγορούν προς αυτήν (όπως γράφει και ο J.M Wickens στο The Archaeology and History of Cave Use in Attika, 1986) Παρόλα αυτά, ο συγγραφέας λέει ότι αν όντως ήταν "τεχνητό" λατρευτικό άντρο, λόγω των διαστάσεων του είναι το μεγαλύτερο στην αττική γη. Και συνεχίζει, ότι οι επάλληλες επιστρώσεις της εισόδου που σταμάτησαν τον 2ο πΧ αιώνα, στην ουσία εξομάλυναν το απότομο βάθος του, υποβοηθώντας την πρόσβαση στο εσωτερικό. Οι δε λατομικές εργασίες που φαίνεται ότι έχουν γίνει σε κάποια τμήματα του εσωτερικού του, δεν μπορούν να συσχετιστούν με την εξόρυξη μαρμάρου. Ο Κορρές έγραφε το 1993 "Για την διάγνωση της εξελικτικής κατάστασης της μεγάλης αίθουσας, χρήσιμη είναι η διαπίστωση της σχεδόν πλήρους απουσίας σταλακτιτών στο εσωτερικό της (υπάρχουν κυρίως στη δεξιά πλευρά)... Οι επιφάνειες της οροφής είναι σχεδόν παντού σχετικά νέες, αν και τούτο μόνο σε μερικές θέσεις οφείλεται σε αρχαία εξόρυξη, όπως δηλώνουν κάποια ίχνη κατεργασίας". Το ερώτημα λοιπόν είναι για ποιό λόγο οι αρχαίοι λατόμοι έκοψαν σταλακτίτες από σημεία της οροφής; Το έκαναν όμως οι αρχαίοι λατόμοι ή μήπως συνέβει αργότερα, κατά τον χριστιανικό "αναβαπτισμό" της σπηλιάς, όπως συνέβει και σε άλλα λατρευτικά άντρα του κόσμου; Αν αυτή η υπόθεση ισχύει, λέει ο συγγραφέας, τότε αυτοί που κόπηκαν πρέπει να ήταν οι θεόμορφοι σταλακτίτες (που είχαν λαξευτεί έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση φυσικά δημιουργημένων λατρευτικών μορφών όταν τα κοιτούσες από συγκεκριμένη γωνία ή κάτω από συγκεκριμένο φως)και να άφησαν μόνο τους αυτούς που ήταν ή φαίνονταν άμορφοι στους χριστιανούς. Ο L. Ross το 1836 σημειώνει "Εις το τοίχωμα του βάθους όμως, επισκιαζόμενη αγρίων ακμών, ανοίγεται η είσοδος σε μέγα σπήλαιον σταλακτιτών, εις την διεύρυνσιν του οποίου πρέπει να συνέβαλεν ο άνθρωπος, δια της αποκοπής και κατακρημνίσεως λίθων εκ της οροφής. Επί ενός άλλου τοιχώματος είναι ορατόν, δια χειρός αρχαίου εργάτου χαραχθέν, ναού αδρόν σχεδίασμα και σε πλειότερες θέσεις αναγιγνώσκεται η λέξις "όρος" (σύνορο)" (Η λέξη όρος προσδιορίζει περιοχές ή τμήματα λατόμησης) Ο Γ.Α. Σωτήριου γράφει το 1927 ότι πιθανότατα εκεί, κατά τους προχριστιανικούς αιώνες, τιμούσαν τον Πάνα και ανάμεσα στα άλλα περιγράφει και τα εξής: "Εις πολλά δε μέρη του σπηλαίου υπάρχουν κοιλώματα με γραφικούς κυψελοειδείς σταλακτίτας... και εις το βάθος οπή οδηγούσα δια βαθμίδων -επί του βράχου λαξευμένων- εις υπόγειαν στοάν όπου υπάρχει εις φυσικόν κοίλωμα διαυγές ύδωρ" Επίσης ο συγγραφέας αναρωτιέται γιατί έγινε τόσο πρώιμη δημιουργία χριστιανικών ναϊδρίων, αν δεν επρόκειτο για χώρο προγενέστερης λατρείας. Για την υπόσκαφη εκκλησία, που βρίσκεται στο δεξιό μέρος του στομίου της σπηλιάς, ο Γ.Α. Σωτηρίου λέει ότι "δεν μπορούμε από το αρχιτεκτονικό σχέδιο να είμαστε σίγουροι για την χρονολόγηση της, αλλά ο τύπος είναι παλαιότατος και απαντάται από τους πρώτους ήδη αιώνες της χριστιανικής ανατολής." Το γεγονός ότι ο ναίσκος είναι του Αγίου Νικολάου, παρόλο που βρίσκεται τόσο μακριά από την θάλασσα, ίσως υπονοεί ότι εκεί λατρευόταν ο Ποσειδών με τις άλλες του ιδιότητες, ως κύριος του κάτω κόσμου και των γεωλογικών αναστατώσεων ή ως θεών των πηγών που αναβλύζουν από τα έγκατα της γης. (Οπως λέει ο Π. Καστριώτης στην μελέτη του το 1922) Η πεποίθηση του συγγραφέα είναι ότι η δημιουργία του ασκηταριού εκεί, στόχευε μάλλον στην αποκάθαρση, στον πνευματικό εξαγνισμό του σπηλαίου, με βάση την αντίληψη της νέας θρησκείας, παρά σε λόγους που άπτονται αποκλειστικά της ουσίας του αναχωρητισμού. Και θέτει μία ακόμα ερώτηση: "Γιατί οι πρώτοι χριστιανοί μπήκαν στον κόπο να προχωρήσουν σε εκβραχισμούς -κατά την δημιουργία του ασκηταριού- σε ένα περίκλειστο, προστατευμένο χώρο, όπου περισσεύουν οι πέτρες; Γιατί εκτός ίσως από τους "θεόμορφους" σταλακτίτες κατέστρεψαν και βραχώδεις επιφάνειες της σπηλιάς;" (Στην περίπτωση μας, ενώ η εκκλησία θα μπορούσε να ανήκει, όπως τόσες άλλες, στην κατηγορία των απλών σπηλαιωδών, εφ όσον υπήρχε και χώρος και υλικό για το χτίσιμο, είναι επίσης και υπόσκαφή, δηλαδή έχει μικτό τύπο διαμόρφωσης. ) Ο σπηλαιολόγος Θ. Σκούρας επισημαίνει: "Η μετατροπή των αρχαίων λατρευτικών άντρων σε χριστιανικούς τόπους λατρείας, κορυφώθηκε την εποχή του Ιουστινιανού. Αποδείξεις τέτοιων ενεργειών έχουμε σε πολλές εκκλησίες αυτών των τύπων, όπως κολώνες, ανάγλυφα κλπ από τα αρχαία λατρευτικά άντρα". Στον ανατολικό ασβεστολιθικό βράχο του ασκταριού του Αγίου Σπυρίδωνα υπάρχουν δύο ανάγλυφα που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Ν. Μουτσόπουλος (Ζυγός, 1960) λέει ότι "Μάλλον τυχαία ονομάζουν έτσι σήμερα αυτό το ασκηταριό. Από την τεχνοτροπία τους, τις μορφές και τις επιγραφές που τα συνοδεύουν, πρέπει να ανήκουν σε περίοδο αρχαιότερη του 8ου αιώνα. Τα γλυπτά αυτά είναι δύο άγγελοι, τρεις αετοί και μερικές επιγραφές. Το σημείο αυτό της σπηλιάς φαίνεται πως ήταν ο αρχικός πυρήνας του ασκηταριού. Αργότερα, τον 11ο αιώνα ίσως, χτίστηκε το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου". Ο δε Γ.Α. Σωτηρίου επισημαίνει: "Ο αριστερός άγγελος φέρει διάδημα προσομοιάζον προς τα διαδήματα των Τυχών, εις προσωποποιήσεις πόλεων (...) οι δύο άγγελοι είναι ειργασμένοι με ικανήν σχηματοποίησιν εις τεχνοτροπίαν παρακμής του 7ου πιθανώτατα αιώνος". Και ερχόμαστε στον Εβλιά Τσελεπή. Αν και το έχουμε το κείμενο, το ξαναβάζω όπως το αναφέρει ο συγγραφέας. Ο Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα, περιγράφει στα Αττικά του: "Σ' αυτό το μέρος υπάρχει μια μεγάλη βαθιά σπηλιά. Οι παπάδες άναψαν κεριά και όλοι μας ξεντυθήκαμε και, μόνο με ένα ζουπούνι, περάσαμε ανάμεσα από πολύ στενές τρύπες, κατεβήκαμε κάτω από τρύπα σε τρύπα και σε μία ώρα φθάσαμε στο βάθος της γης και είδαμε τους τόπους των διδασκάλων και των ασκητών. Όλοι αυτοί έφθειραν το σώμα τους σε αυτές τις σπηλιές και με άφωνα λόγια, ακατάληπτα, αποκτούσαν λένε φιλοσοφικές γνώσεις. Όλες αυτές οι σπηλιές είναι εκ θεού, δεν είναι ανθρώπινα έργα. Ανάμεσα στους βράχους υπάρχουν τα ονόματα εκατοντάδων χιλιάδων σοφών και λογής-λογής υποδειγματικά χαράγματα και γραφές συμβόλων σαν τα γράμματα των οβελίσκων που είναι στο Ατ Μεϊντάν (ιππόδρομος) της Κωνσταντινούπολης. Ο καθένας που μπήκε στην σπηλιά αυτή χάραξε επάνω στην πέτρα ότι είδε. Και φτάνοντας πιό κάτω στο Ναδίρ, βλέπει κανείς χιλιάδες παράδοξα έργα και χιλιάδες ανθρώπινα κόκκαλα. Βγήκαμε έξω με τους οδηγούς μας παπάδες σε τρεις ώρες..." O Ελβιά Τσελεπή, λέει ο συγγραφέας, ως γνωστό δεν ήταν απλός περιηγητής, αλλά στρατιωτικός σε διατεταγμένη αναγνωριστική υπηρεσία. Παρόλο που για πολλές αναφορές του έχει κατηγορηθεί ως ευφάνταστος, εδώ περιγράφει πράγματα που αναφέρει πως είχε ιδία αντίληψη. Αν δεχτούμε τα όσα λέει, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα χριστιανικά χαράγματα συνιστούν συνέχεια παλιότερης εγχάρακτης παράδοσης του σπηλαίου, επηρεασμένα μάλιστα, όπως αναφέρει ο Γ.Α. Σωτηρίου από την αρχαία θρησκεία. Ακόμα, ότι η σπηλιά δεν ήταν παρά ένα είδος "προθαλάμου", αφού αριθμός σπηλαιϊκών παρακλαδιών από πολύ στενές στοές οδηγούσε σε μεγάλα βάθη. Μία ώρα, σύμφωνα με τον Τσελεπή, χρειαζόταν κανείς για να τις κατέβει και τρεις ώρες, αν δεν εννοεί τη διάρκεια παραμονής, για να τις ανέβει και μάλιστα με την καθοδήγηση των μοναχών. Αυτοί οι υποχθόνιοι τόποι των δασκάλων και των ασκητών στους οποίους αναφέρεται μήπως ήταν οι αληθινοί τόποι χριστιανικής, πνευματικής άσκησης; Μήπως έτσι εξηγούνται και τα χιλιάδες ανθρώπινα κόκαλα που δεν ανήκαν παρά σε ασκητές που για δέκα περίπου αιώνες "έφθειραν" εκεί το σώμα τους; Αν είναι έτσι, το σπήλαιο των Αμώμων δεν ήταν παρά ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά κέντρα υποχθόνιας άσκησης. Το πολυδαίδαλο σύμπλεγμα των στενών στοών που συμπληρώνει το σπήλαιο συνταιριάζει απόλυτα με την εικόνα των λατρευτικών άντρων, όπως μας διασώζεται από την αρχαιότητα. Παρόμοιες, για παράδειγμα, στενές στοές περνούσαν οι πιστοί στο μαντείο του Τροφωνίου, αλλά και σε πολλά άλλα ιερά σπήλαια. Μήπως εκεί ήταν οι σημαντικότεροι λατρευτικοί χώροι της σπηλιάς της Πεντέλης; Τα άδυτα που ο υποχθόνιος μύστης μεταμορφώθηκε σε υποχθόνιο ασκητή; Τι απεικόνιζαν ακριβώς άραγε τα "υποδειγματικά χαράγματα" και ακόμα, τι είδους ήταν τα "χιλιάδες έργα" στα άδυτα μέρη της σπηλιάς, που ο Τσελεπή, αδύναμος προφανώς να τα κατανοήσει, περιορίζεται να τα χαρακτηρίσει ως "παράδοξα"; Στη σπηλιά της Πεντέλης, η διερεύνηση των μυστικών βραχογραφιών, παρά τα κάποια ίχνη, παρουσιάζει σημαντικότατες δυσκολίες λόγω των μεγάλων καταστροφών που έχει υποστεί και στην εποχή μας, όταν την δεκαετία του '70 επιχειρήθηκε η χρησιμοποίησή της για στρατιωτικούς σκοπούς. Στις εκτεταμένες αυτές καταστροφές ίσως οφείλεται η εξαφάνιση των στενών οπών που οδηγούσαν, σύμφωνα με τον Τσελεπή, στους "υποχθόνιους μυστικούς τόπους."