Την 13 Ιουνίου του έτους 1853, η Βασίλω σύζυγος Ιωάννου Ανδρέου εκ Βούνου της Χειμάρας, μετέβη εις το ορός Λογαρά, δύο ημέρας μακράν από το χωρίο της, δια να συλλέξει ξύλο ειδικό για φωτισμό, χρησιμοποιούμενο υπό των ηπειρωτών ως δάδα. Εκ του όρους επέστρεψε την 16. Ως ήταν κατάκοπη και ιδρωμένη λούστηκε με ψυχρό νερό. Αμέσως όμως κατέστησαν άχρηστα το αριστερό χέρι και το πόδι της. Από της ημέρας εκείνης και επί δυο έτη υπεβλήθη σε κάθε δυνατή θεραπεία, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Η ασθένεια της είχε ως αποτέλεσμα και το διαζύγιο, το όποιον ζήτησε και έλαβε ο σύζυγος της. Αλλά και αυτοί οι στενοί συγγενείς της άρχισαν να δυσανασχετούν δια την ενόχληση την οποίαν τους έδιδε η ανάπηρος. Μόνη ελπίς της απέμεινε ο Θεός και οι Άγιοι Αυτού, και μετά συντριβής και μετανοίας προσεύχονταν και παρακαλούσε για την σωτηρία της. Τον Δεκέμβριο του έτους 1855 είδε στον ύπνο της ένα Κληρικό, ο όποιος της πάτησε το άχρηστο πόδι Κατάπληκτη τον ρώτησε· «Ποιός είσαι συ»; εκείνος δε της απάντησε «Ό Άγιος εγώ είμαι, τον οποίον τόσες φορές επεκαλέσθης». Ξύπνησε έντρομη η Βασίλω και διηγήθηκε το όνειρό στους συγγενείς της, αμέσως δε έλαβαν απόφαση να την μεταφέρουν στον Ναό του ιερού Σπυρίδωνος, στην Κέρκυρα. Ο τρόπος της μεταφοράς της ήταν εξαιρετικά δύσκολος και η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν προκαλούσε την φρίκη. Μεταφέρθηκε μέχρι της ιεράς Λάρνακας του αγίου Λειψάνου, οπού έμεινε επί τρεις νύκτας. Κατά την δεύτερη νύκτα και περί το μεσονύκτιο κάλεσε τον Εφημέριο του Ναού και με αγαλλίαση του ανάγγειλε ότι θεραπεύθηκε από του Αγίου, ότι θερμάνθηκαν τα ξηρά μέλη της και δεν μπορεί να κινηθεί. Ακολούθως εξομολογήθηκε και την επόμενη πρωία βάδισε μόνη της, τελείως υγιής, προς την Ωραία Πύλη και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.