Το έτος 1925, όταν ή κ. Μαρία Κοντομηνά (το γένος Παναγ. Κακαρίκου) ήταν 15-16 ετών, αρρώστησε πολύ βαριά από τύφο. Ό τότε γιατρός Πίνδαρος Ξεκούκης αγωνίσθηκε πολύ να την θεραπεύσει, άλλα χωρίς αποτέλεσμα. Ένα από τα βραδιά εκείνα, ή γιαγιά της (μητέρα της μητέρας της) είδε στο όνειρο της την άρρωστη εγγονή της, να έχει κρεμασμένη στο λαιμό της την εικόνα των αγίων Μαρτύρων και να ανεβαίνει στο βουνό, προς τον άγιο Γεώργιο της Πάχης. Από αυτό παρακινήθηκαν και πήραν στο σπίτι της άρρωστης, την λειψανοθήκη με τα ιερά λείψανα των αγίων Μαρτύρων. Ξενυχτούσαν προσευχόμενοι, όταν άκουσαν ποδοβολητά αλόγων και είδαν το καπάκι της λειψανοθήκης να ανοίγει μόνο του, μερικά εκατοστά. Ήταν φανερή ή παρουσία των αγίων Μαρτύρων. Με χαρά και δέος γονάτισαν και ευχαρίστησαν, ενώ ή άρρωστη Μαρία, ή οποία μέχρις εκείνη τη στιγμή παρέμενε με κλειστά μάτια και χωρίς να μιλά, άνοιξε τα μάτια και ζήτησε νερό. Είχε θεραπευθεί από τους αγίους Μάρτυρας.