Το έτος 1958 ασθενούσε βαρεία από διφθερίτιδα ή μικρή θυγατέρα του Γεωργίου και της Ευγενίας Μαργέτη από τα Μέγαρα. Οι γιατροί τους είχαν απελπίσει για την εξελίξει της ασθενείας. Γύρω στα μεσάνυχτα ή μητέρα του ασθενούς κοριτσιού αγρυπνούσε κοντά στο κρεβάτι του και παρακαλούσε τους αγίους Μάρτυρες να σώσουν το παιδί της. Ξαφνικά άκουσε καλπασμό αλόγων, χλιμίντρισμα και ρουθούνισμα στο παράθυρο του δωματίου, πού βρισκόταν το άρρωστο παιδί. Αγανακτισμένη ή μητέρα, σηκώθηκε να μαλώσει τους ανθρώπους πού είχαν τα άλογα, έτοιμη, να τους πει: «Μα δε μαζεύετε τέτοια ώρα τα άλογα σας απ' τα ξένα σπίτια;» Οι ιππείς όμως είχαν εξαφανισθεί. Αμέσως κατάλαβε την επίσκεψη των αγίων Μαρτύρων και από το γεγονός ότι το παιδί της από την ώρα εκείνη έγινε τελείως καλά, προς δόξα του Αγίου θεού και των αγίων ενδόξων Μαρτύρων Του.