Επίσης στα δύο νεκροταφεία της Τορώνης, που τώρα ξεπατώθηκαν από τους ντόπιους, το βυζαντινό και το αρχαίο του 5ου αιώνα υπήρξαν και ίσως ακόμη υπάρχουν πρόσγειοι. Αυτοί εκδηλώθηκαν στο μεν αρχαίο την ημέρα του μεγάλου σεισμού του 1978 στη Θεσσαλονίκη, που τράνταξε και τη Χαλκιδική, ενώ στο βυζαντινό το 1982 το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα παρουσιάστηκαν στο διάμεσο, που αμέσως μετά το σεισμό εγκατέλειψε τη σκηνή του, η οποία κατέπεσε λόγω των δονήσεων και βρήκε καταφύγιο στο δίχωρο παράπηγμα του γέρου που κατείχε το κτήμα αυτό.

 

Τότε, κατά τη διάρκεια της νύχτας άκουγε θορύβους και φωνές να της λένε επί λέξει: «Εδώ βρήκες να κοιμηθείς; Πάνω στα σώματα των προγόνων σου;» και τότε ο γέρος, που άκουγε κι αυτός τις φωνές και τη φασαρία, της είπε πως είχε κτίσει το παράπηγμα επάνω σε τάφους αρχαίων στρατιωτών (μάλλον Αθηναίων). Πράγματι, όταν ξημέρωσε, της έδειξε τα στόμια μερικών τάφων που έμοιαζαν με μικρούς φούρνους. Αυτοί εξείχαν από τα πλάγια, κάτω από το παράπηγμα φτιαγμένο από πισσόχαρτο και μέσα τους φαινόταν από τα στόμια και από ένας σκελετός!

 

Αυτοί, παρόλο που έριξε αγίασμα και θυμιάτισε, έρχονταν τα βράδια μιλούσαν και απειλούσαν εμφανιζόμενοι μέσα σε ένα καφεκόκκινο φως. Το αρχαίο νεκροταφείο βρισκόταν από τη δυτική μεριά, εκείνη της Θεσσαλονίκης κοντά στη θάλασσα, ενώ το βυζαντινό πιο επάνω και ανατολικά, εκεί που ο χωματόδρομος για το τωρινό χωριό κατέρχεται δίπλα σε ένα βύθισμα του εδάφους, όπου βρισκόταν σε ερείπιο το βυζαντινό πόλισμα και μια βυζαντινή εκκλησία μέχρι το 1977 περίπου.

 

Το 1982 το βυζαντινό νεκροταφείο είχε γίνει πια (καταντήσει) οικόπεδο και το διάμεσο έμεινε σε ένα μικρό σπιτάκι χωρίς φως και νερό. Υπήρχε μόνο ένα πηγάδι στην αυλή. Ένα βράδυ η κυρία Καρύδη βγήκε να πάρει λίγο σώμα για να στερεώσει δύο σπαρματσέτα, διότι δεν υπήρχε φως στο εσωτερικό του οικίσκου, όπου έμενε με τη μάνα της. Τότε της παρουσιάστηκε ένας υψηλός άνδρας σαν τον Μιχαήλ Ψελλό, ντυμένος με μαύρο μανδύα και της είπε: «Δεν ντρέπεσαι να χρησιμοποιείς το χώμα των προγόνων σου για να ανάβεις κεριά;» Κάθε βράδυ αυτός ερχόταν και θορυβούσε μαζί με άλλους και έλεγε σ’ αυτήν και τη μητέρα της να φύγουν από εκεί. Τελικώς δε, μάνα και κόρη το εγκατέλειψαν μετά 20 ημέρες. Καθ’ ομολογίαν των ιδιοκτητών, εκεί υπήρχαν πολλά ερείπια τα οποία κατέρρευσαν (και ξεπατώθηκαν).