Ενώ ό εγωιστής καί σαρκικός πλανιέται εύκολα από τόν πονηρό διάβολο. Όταν ό διάβολος παρουσιάζεται σάν άγγελος φωτός, άν ό άνθρωπος βάλη έναν ταπεινό λογισμό, εξαφανίζεται. Ένα βράδυ, στήν Μονή Στομίου, μετά τό Απόδειπνο, έλεγα τήν ευχή στο κελλί καθισμένος σέ ένα σκαμνί. Γιά μιά στιγμή ακούω όργανα καί κλαρίνα σέ ένα οίκημα πού ήταν λίγο πιο πέρα γιά τούς ξένους. Παραξενεύτηκα!

«Τί όργανα είναι αυτά πού ακούγονται τόσο κοντά!», είπα. Τό πανηγύρι είχε περάσει. Σηκώνομαι από τό σκαμνί καί πηγαίνω στο παράθυρο νά δώ τί συμβαίνει έξω. Βλέπω ησυχία παντού. Τότε κατάλαβα ότι ήταν από τόν πειρασμό, γιά νά διακόψω τήν προσευχή.

Γύρισα καί συνέχισα τήν ευχή. Ξαφνικά ένα δυνατό φώς γέμισε τό κελλί. Ή οροφή εξαφανίστηκε, άνοιξε ή σκεπή καί φάνηκε μιά στήλη φωτός πού έφθανε μέχρι τόν ουρανό. Στήν κορυφή αυτής τής φωτεινής στήλης φαινόταν τό πρόσωπο ενός ξανθού νέου, μέ μακριά μαλλιά καί γένια, πού έμοιαζε μέ τόν Χριστό.

Επειδή έβλεπα τό μισό πρόσωπο του, σηκώθηκα άπό τό σκαμνί, γιά νά τό δώ ολόκληρο. Τότε άκουσα μέσα μου μιά φωνή: «Αξιώθηκες νά δής τόν Χριστό». «Καί ποιος είμαι εγώ ό ανάξιος, πού αξιώθηκα νά δώ τόν Χριστό;», είπα καί έκανα τόν σταυρό μου. Αμέσως τό φώς καί ό δήθεν Χριστός χάθηκαν καί είδα ότι ή οροφή βρισκόταν στήν θέση της.