"Επίρριψον ρπί Κύριον τήν μέριμνά σου

και αυτός θα σε διαθρέψει..."

 

Γυρίζω με την σκέψη μου νοσταλγικά κάποια χρόνια πίσω, όταν υπηρετούσα την στρατιωτική μου θητεία στην μακρυνή Σύμη. Το θαυμαστό γεγονός που ακολουθεί, συνέβη το διάστημα που είχα τοποθετηθεί στο Στρατιωτικό Φυλάκιο της Μονής του Πανορμίτη και μου έδειξε ολοζώντανα, την μεγάλη παρρησία που έχει ο Αρχάγγελος της Σύμης στο Θρόνο του Θεού.

 

Για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα ακόλουθα, πρέπει να αναφέρω ότι εκείνον τον καιρό, η Μονή συνδεόταν με την πόλη της Σύμης μέσω του σημερινού δρόμου, ο οποίος τότε κατά το μεγαλύτερο τμήμα του ήταν ακόμα χωματόδρομος και μάλιστα εξαιτίας των χειμερινών βροχοπτώσεων, πολλές φορές γινόταν σχεδόν αδιάβατος. Τα μόνα οχήματα που προσέγγιζαν την περιοχή το χειμώνα, ήταν το αγροτικό που μετέφερε τους εργαζόμενους της Μονής και το στρατιωτικό τζιπ, που μας εφοδίαζε με τρόφιμα. Τα δύο Καταστήματα επίσης του Μοναστηριού που κάλυπταν το καλοκαίρι τις ανάγκες των προσκυνητών, κατά την διάρκεια του χειμώνα παρέμεναν κλειστά. Περιμέναμε μια φορά την εβδομάδα, την τροφοδοσία του Φυλακίου που έστελνε η Μονάδα μας, καθορισμένη ωστόσο σε ποσότητα και είδος.

 

Πλησίαζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και συγκεκριμένα κυλούσε η εβδομάδα της Τυρινής. Τις μέρες αυτές, θυμάμαι ότι με απασχολούσε έντονα το θέμα της νηστείας που θα άρχιζε σε λίγο. Το σιτηρέσιο δεν προέβλεπε θαλασσινά (χταπόδια, καλαμάρια, σουπιές κ.τ.λ) για την περίοδο της Σαρακοστής. Βεβαίως τις καθημερινές μέρες τα πράγματα σκεπτόμουν ότι θα ήταν πολύ πιο εύκολα, αφού οι προμήθειες του Φυλακίου σε ζυμαρικά και όσπρια ήταν πλούσιες... Για τα Σαββατοκύριακα όμως πού μπορούσα να φάω κάτι από τα παραπάνω ανύπαρκτα θαλασσινά εδέσματα που επιθυμούσα, δεν εύρισκα καμία λύση, αφού ούτε τρόπο είχα να ψωνίσω από την πόλη, ούτε και χρήματα. Έτσι το "πρόβλημά" μου αυτό, το ανέθεσα στον αρχάγγελο.

 

Προσωπικά, είχα την μεγάλη ευλογία, να μου επιτρέπει το ημερήσιο στρατιωτικό πρόγραμμα την επίσκεψη στο Μοναστήρι του Αρχαγγέλου και μάλιστα την συμμετοχή μου στις Ιερές Ακολουθίες, τις οποίες τελούσε τα αλησμόνητα εκείνα χρόνια με περισσή κατάνυξη, ο μακαριστός Γέροντας Γαβριήλ.

 

Ξημέρωνε τό Σάββατο της Τυρινής, κατέφθανε η Κυριακή και ακολουθούσε η Καθαρά Δευτέρα και μαζί της η Νηστεία. Το πρωί του Σαββάτου μόλις άκουσα την καμπάνα του Όρθρου, ξεκίνησα απ' το Φυλάκιο για την Μονή. Ενώ είχα φτάσει βαδίζοντας στη μικρή παραλία που βρίσκεται κάτω από το Εστιατόριο, αντιλήφθηκα κάτι που με καθήλωσε, αφήνοντας με άφωνο. Στο σημείο ακριβώς που έσκαζε το κύμα πάνω στην λεπτή άμμο, δύο μέτρα μόλις μακρυά μου, αντίκρυσα ένα τεράστιο χταπόδι βάρους άνω των δύο κιλών, που όμοιό του δεν ξανάδα από τότε, να παραπαίει εξουθενωμένο. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Διστακτικά έσκυψα και μάζεψα από κάτω το αναπάντεχο εύρημα, σίγουρος πια πως δεν ονειρευόμουν. Το απομάκρυνα απ' την θάλασσα και γεμάτος ευγνωμοσύνη, συνέχισα τον δρόμο μου προς την Μονή.

 

Μπήκα συγκινημένος στό Ναό και στάθηκα με δέος μπροστά στη Θαυματουργή Εικόνα του Ταξιάρχου. Τον ευχαρίστησα θερμά μέσα απ' την καρδιά μου, που εισάκουσε την προσευχή μου και μου έστειλε αυτό το ιδιαίτερο δώρημα. Μετά την απόλυση του Όρθρου, επέστρεψα βιαστικά ζητώντας μια σακούλα, για το πρακτικό μέρος του πράγματος. Στη συνέχεια πήρα το χταπόδι και το τεμάχισα σε πέντε μερίδια, τα οποία μαγείρεψα τις αντίστοιχες Κυριακές της μεγάλης Τεσσαρακοστής που ακολούθησε.

 

Αυτό το θαυμαστό γεγονός, εγκαινίασε την πνευματική μου σχέση με τόν Ταξιάρχη Μιχαήλ Πανορμίτη, ο οποίος κατέστη προστάτης και χειραγωγός της μετέπειτα ζωής μου. Ομολογουμένως τά δώρα που μου προσέφερε αργότερα, υπερέβαιναν κατά πολύ σε πνευματική αξία και ωφέλεια, τό θαλασσινό έδεσμα εκείνης της αξέχαστης Σαρακοστής...

ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ (ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΦΥΛΑΚΑ)