Στις 9 Απριλίου του έτους 1965 έφευγα για πρώτη φορά στους Άγιους Τόπους. Στις 7 Απριλίου δηλ. δυο μέρες νωρίτερα επισκεπτόμουν έναν άλλο ιερό τόπο, την Αίγινα , για να γνωρίσω και πάρω την ευχή ενός αγίου Γέροντα για τον οποίο πολλά από καιρό είχα ακούσει. Είχα μέσα μου δυο δυνατές χαρές.

Αφού πέρασα και προσκύνησα τον τάφο του Αγίου Νεκταρίου κατόπιν έτρεξα για το Ησυχαστήριο του π. Ιερώνυμου.

Χτύπησα τη πόρτα, φάνηκε μια Γερόντισσα – Μοναχή. Με αγωνία την ρωτώ :

- Μέσα είναι ο Γέροντας

- Ναι μέσα είναι, μου απαντά

Αμέσως ανάπνευσα και την ξαναρωτώ : «Σας παρακαλώ πολύ πείτε του, μπορώ να τον δω»;

Πήγε, το είπε, έρχεται και μου απαντά:

- Ναι κόρη να περάσεις. Η Νίκη δεν είσαι από τη Λάρισα;

Έκπληκτη και σαστισμένη της απαντώ : «Ναι Γερόντισσα». Και συνεχίζει. :

- Σε γνωρίζει ο Γέροντας;

- Όχι Γερόντισσα, ούτε τον γνωρίζω ούτε με γνωρίζει!

Έκανε το σταυρό της. «Κόρη, έχει πολύ διορατικό και προορατικό χάρισμα. Εδώ η Αίγινα απορεί με πολλά τέτοια που διηγούνται». Και μου είπε να περάσω στο κελί του Γέροντος.

Αμέσως έκανα μετάνοια, ασπάσθηκα το χέρι του και ακούω τις πρώτες λέξεις :

- Σε περίμενα Νίκη να έρθεις.

Και αφού μου έριξε μια εξεταστική ματιά μου είπε να καθήσω. Αμέσως χωρίς να μιλήσω καθόλου, συνεχίζει με ένα ύφος σαν να με έβλεπε κάθε μέρα :

- Νίκη σε βλέπω πολύ χαρούμενη. Βλέπω τη ψυχή σου σαν να θέλει να πετάξει. Μεθαύριο πηγαίνεις στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσεις τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού μας, τον Γολγοθά, το Σπήλαιο.

Σκέφθηκα, ας του πω όχι, όπως είχα πει και σε άλλο πνευματικό για να δοκιμάσω το χάρισμά του, αν είναι δηλαδή αλήθεια τα όσα άκουγα. «Όχι Γέροντα, δεν πηγαίνω».

 

- Νίκη, μου λέει με κάποια λύπη, με πειράζεις. Πως σου αρέσει να δοκιμάζεις τους πνευματικούς. Το γνωρίζω πως το είπες έτσι για να με δοκιμάσεις.