ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (του Αναστασίου Α. Φιλιππίδη)
Ημερομηνία: 01/02/2005
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: http://www.vic.com/~tscon/parembasis/2001/01_10_06.htm
Ο Οκτώβριος είναι ταυτισμένος στη μνήμη του ελληνικού λαού με τη γιορτή του αγίου Δημητρίου. Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας από τούς πιό λαοφιλείς αγίους, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, όπως φανερώνει η συχνότητα του ονόματος Ντμίτρι, Ντουμίτρου κλπ. Φαίνεται πώς αυτή η δημοτικότητα δεν είναι άσχετη με την αίσθηση της συνεχούς παρουσίας του Αγίου ανά τους αιώνες, όπως πιστοποιείται από τις εμφανίσεις του και τα θαύματά του.
Όπως είναι γνωστό, κέντρο της λατρείας του Αγίου είναι η Θεσσαλονίκη, όπου μαρτύρησε και όπου έχει ανεγερθή από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν του. Η Θεσσαλονίκη έχει, ιστορικά, πολλούς λόγους να τιμά τον Άγιο Δημήτριο και από νωρίς άρχισαν να καταγράφονται εκεί τα επανειλημμένα θαύματά του. Η συγγραφή μιας πρώτης συλλογής θαυμάτων αποδίδεται στον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, λίγο μετά το 600 μ.Χ. και μια δεύτερη, ανώνυμη, γράφτηκε γύρω στο 680 μ.Χ. Οι ιστορικοί έχουν αντλήσει ποικίλες πληροφορίες από αυτά τα κείμενα. Πέρα από το θρησκευτικό τους ενδιαφέρον αποτελούν ανεκτίμητη πηγή, ιδιαίτερα για τις μετακινήσεις των Σλάβων τον 6ο-7ο αιώνα, και για τη ζωή στη Θεσσαλονίκη την ίδια εποχή, καθώς, όπως σημειώνει ο P. Lemetrle, όσα αναφέρουν είναι για μάς νέο υλικό που δεν είναι γνωστό από καμιά άλλη πηγή. Το 1979 ο Lemetrle προέβη σε νέα κριτική έκδοση και σχολιασμό του έργου και στη δεκαετία του 1990 είχαμε δύο εκδόσεις στην Ελλάδα με κείμενο και νεοελληνική μετάφραση. Η πρώτη από το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, σε επιμέλεια του αείμνηστου καθηγητή Π. Χρήστου, και η δεύτερη από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια του καθηγητή Χ.Μπακιρτζή, με εξαιρετική μετάφραση της Αλόης Σιδέρη. Η δεύτερη έκδοση εκτός από τα εκτενή σχόλια (περίπου 90 σελίδες) του επιμελητή, περιλαμβάνει σχεδιαγράμματα, 40 φωτογραφίες και τέσσερις μελέτες για τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» των Lemetrle, Speck, και Μπακιρτζή.
Ορισμένα θαύματα αναφέρονται σε θεραπεία σωματικών ασθενειών, άλλα στη φροντίδα του Αγίου για το ναό του στη Θεσσαλονίκη και άλλα στην προστασία της πόλης από εχθρικές επιδρομές. Τα κείμενα, η γραφή είναι τόσο υψηλού επιπέδου, με τέτοια καλλιέργεια του λόγου και τόση εκφραστική δύναμη, που αποτελούν απόδειξη της υψηλής πολιτιστικής στάθμης της πόλης κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Απευθύνονται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, σαν σε δημόσια ομιλία ή κήρυγμα, και σε πολλά από αυτά ο ομιλητής επικαλείται τη μαρτυρία των ίδιων των παρισταμένων για την επαλήθευση των λόγων του. Πρόκειται, δηλαδή, για γεγονότα που συνέβησαν στη διάρκεια της ζωής του συγγραφέα, τα οποία μπορούν να επιβεβαιώσουν οι ακροατές του.
Από τα είκοσι θαύματα που περιλαμβάνονται στις Συλλογές Α` και Β` (υπάρχει και τρίτη μεταγενέστερη Συλλογή), μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά το 14ο, που είναι από τα εντυπωσιακότερα. Βρισκόμαστε στο Σεπτέμβριο του 586μ.Χ. και ένα πλήθος Αβάρων και Σλάβων, ίσως εκατό χιλιάδες, επιτίθεται στη Θεσσαλονίκη. «Σαν θανατηφόρο στεφάνι περικύκλωσαν την πόλη και δεν φαινόταν ούτε ένα σημείο της γης, όπου να μην πατεί βάρβαρος. Άξιζε τότε να δεις αντί χώμα ή χλόη ή δέντρα τα κεφάλια των αντιπάλων το ένα πλάϊ στο άλλο και μάλιστα συνωστισμένα να επισείουν εναντίον μας για την επαύριον τον αναπόφευκτο θάνατο», γράφει ο συγγραφέας των «Θαυμάτων».
Η κατάσταση ήταν τραγική καθώς είχε προηγηθεί λιμός, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης και επιπλέον η ξαφνική εμφάνιση των εχθρών απέκλεισε εκτός των τειχών πολλούς άνδρες που βρίσκονταν στους αγρούς για τον τρύγο. Το χειρότερο, οι περισσότεροι από τούς επίλεκτους της φρουράς έτυχε να έχουν πάει μαζί με τον έπαρχο σε άλλα μέρη για δημόσιες υποθέσεις.
Οι εχθροί εγκατέστησαν τα πολιορκητικά μηχανήματα, σιδερένιους κριούς και τεράστια πετροβόλα και «άρχισαν να εκτοξεύουν πέτρες ή μάλλον βουνά ολόκληρα-, οι δε τοξότες βέλη σαν χειμωνιάτικες νιφάδες, ώστε κανείς από τούς υπερασπιστές του τείχους δεν μπορούσε πια να ξεπροβάλει χωρίς κίνδυνο και να δει τι γινόταν έξω». Οι Θεσσαλονικείς κατελήφθησαν από απελπισία, αφού δεν υπήρχε καμία απολύτως ανθρώπινη δυνατότητα να σωθούν. Μόνο καταφύγιό τους η προσευχή και οι παρακλήσεις προς τον Άγιό τους να ικετεύσει τον Θεό. Και πράγματι, ο Άγιος Δημήτριος παρεμβαίνει με συγκεκριμένα περιστατικά σε διάφορα στάδια της πολιορκίας...
Την έβδομη μέρα της πολιορκίας οι εχθροί ετοιμάζουν την τελική επίθεση, ελπίζοντας ότι η σφοδρότητα της εφόδου θα τρομοκρατήσει και θα απωθήσει από τις επάλξεις τούς υπερασπιστές. Ο συγγραφέας βρίσκεται ο ίδιος στο ανατολικό τείχος (περίπου στή σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης). Ας του δώσουμε το λόγο για τη συνέχεια: «Κι ενώ εμείς είχαμε κυριευθεί από φόβο δεινό για την τύχη που μάς περίμενε, ξαφνικά, γύρω στην όγδοη ώρα της ίδιας ημέρας, όλοι μαζί οι βάρβαροι που είχαν περικυκλώσει την πόλη, έφυγαν τρέχοντας με βαρβαρικές κραυγές προς τούς λόφους εγκαταλείποντας τις σκηνές μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα. Και τόσος ήταν ο πανικός που τούς είχε καταλάβει, ώστε μερικοί από αυτούς έφυγαν άοπλοι και χωρίς χιτώνες. Έπειτα αφού παρέμειναν περί τις τρεις ώρες στα γύρω βουνά (....), με τη δύση του ήλιου κατέβηκαν πάλι στις σκηνές τους και άρχισαν, κατά πρόνοια του Αθλοφόρου, να σκυλεύουν ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να τραυματιστούν και να πέσουν νεκροί. Έπειτα, αφού πέρασε εκείνη η νύχτα μέσα σε απόλυτη ησυχία και όχι όπως οι προηγούμενες και φάνηκε η αυγή, (....) από το αμέτρητο πλήθος δεν φαινόταν ούτε ένας».
Τί είχε συμβεί; Οι Θεσσαλονικείς δεν γνώριζαν. Ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος δεν παρασύρεται να μιλήσει για οπτασίες και πράγματα που δεν έχει δει ο ίδιος. Στο σημείο αυτό, κατά έναν «μοντέρνο» θα λέγαμε τρόπο, γίνεται μια αλλαγή αφηγητή στο κείμενο και διαβάζουμε την περιγραφή του ίδιου γεγονότος από την πλευρά των επιδρομέων, ορισμένοι από τούς οποίους την άλλη μέρα αυτομόλησαν και ζήτησαν καταφύγιο στην πόλη. Συνομιλώντας με τούς αξιωματούχους της ανέφεραν ότι μετά τα χθεσινά γεγονότα βεβαιώθηκαν ότι μέχρι τώρα ο στρατός είχε μείνει κρυμμένος στην πόλη, διότι την όγδοη ώρα άνοιξαν οι πύλες και επιτέθηκε πάνοπλος εναντίον τους, γι’ αυτό και έτρεξαν όλοι πανικόβλητοι προς τα βουνά περιμένοντας εκεί μέχρι που βράδιασε και ο στρατός επέστρεψε στην πόλη. Τότε αποφάσισαν όλοι οι επιδρομείς να φύγουν βέβαιοι ότι την επόμενη αυγή το στράτευμα θα εξορμούσε πάλι εναντίον τους.
Όταν οι Θεσσαλονικείς ρώτησαν τούς φυγάδες ποιόν είδαν επικεφαλής του στρατού, αυτοί απάντησαν, «έναν άνδρα πυρόξανθο και λαμπροφορεμένο με λευκό ιμάτιο, πάνω σε λευκό άλογο», υποδεικνύοντας τη γνώριμη σε όλους εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που σώζεται μέχρι σήμερα σε ψηφιδωτό. Χύνοντας δάκρυα χαράς και αγαλλίασης όλη η πόλη ανέπεμψε τότε ύμνους στον Αθλοφόρο Άγιο και ευχαριστίες εκ βάθους ψυχής προς τον Θεό.
Ο σύγχρονος αναγνώστης, ζώντας σε εποχή ορθολογισμού και δυσπιστίας, πλησιάζει τέτοια βιβλία με επιφύλαξη, με κυρίαρχο το ερώτημα: είναι άραγε αλήθεια όλα αυτά; Ωστόσο το ίδιο ερώτημα είχαν και οι πρόγονοί μας, που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο τα βυζαντινά χρόνια. Είναι λανθασμένο και υπεροπτικό να θεωρούμε ότι στα χρόνια που δημιουργήθηκε η κορυφαία πολιτιστική σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού οι άνθρωποι ήταν απλοϊκοί και ευκολόπιστοι. Αντίθετα, ήταν μορφωμένοι, κάτοχοι της κλασσικής παιδείας και είχαν και αυτοί την ίδια με μάς ανάγκη αποδείξεων για όσα υπερφυσικά ισχυριζόταν ο κάθε αφηγητής. Γι’ αυτό και το κείμενο των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου» είναι διανθισμένο με πολλές λεπτομέρειες, που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του χρόνου, του τόπου ή του σημείου της πόλης, όπου διαδραματίζεται το κάθε θαύμα. Φτάνοντας στο τέλος αυτού του βιβλίου ο σύγχρονος αναγνώστης μένει με πολύ λίγες αμφιβολίες για την ιστορικότητα όσων αναφέρονται. Και αισθάνεται πολύ προνομιούχος, διότι στην εποχή μας, για πρώτη φορά, τέτοια έργα είναι πλέον προσιτά στο ευρύ κοινό.-
0 Σχόλια: