Άλλοτε μπαίνοντας στο κελί του, παραμονές που θα έφευγε από την Αίγινα για την Αθήνα, νοσοκομείο κλπ. τον βρήκα καθιστό στο κρεβάτι του και ετοιμαζόταν να αναπαυθεί. Φορούσε μια φανέλα και από κάτω το ράσο του. Όταν το τράβηξε για να πέσει είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι, νεανικό και μια άρρητη ευωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη στο κελί του. Το χέρι του τόσο λευκό ήταν που δεν έμοιαζε να είναι σάρκα. Έτρεμα, κατάλαβε και μου λέει την ώρα που πήγα να ασπαστώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια : «Δεν είναι τίποτα καλογραία, δεν είναι τίποτα αυτά που βλέπεις… Υπάρχουν ανώτερα…»