Κάποια μέρα ενός καλοκαιριού, ήταν 11 το πρωί η ώρα, βλέπω από το παράθυρο του σπιτιού μου πλησίον εις τους Αγίους Αναργύρους κάποια γυναίκα κατάκοπη από τη ζέστη και την ταλαιπωρία, σαν να ζητούσε κάτι. Βγήκα έξω, την χαιρέτησα και την φώναξα να έρθει να πιει ένα νερό, να ξεκουραστεί και να ρωτήσω σε τι μπορούσα να της φανώ χρήσιμος. Εκείνη αμέσως με ρωτά : «Σας παρακαλώ πολύ, που είναι εδώ κοντά κάποιος Γέροντας για τον οποίο έρχονται πολλοί, να πάω να τον δω, να εξομολογηθώ; Έρχομαι από το Βόλο και θέλω να προλάβω το καραβάκι, να φύγω απόψε». Της απάντησα, εδώ πιο πάνω είναι αλλά είναι ασθενής στο κρεβάτι και δεν δέχεται επισκέψεις. Έλα όμως να ξεκουραστείς λίγο και θα σε πάω εγώ, ίσως σε δεχθεί. Όταν φτάσαμε έξω από το κελί του Γέροντος, φώναξα την Γερόντισσα για να πάει να του το πει. Μόλις άνοιξε η πόρτα ακούω τον Γέροντα που της λέει : «Την περίμενα. Ας περάσει διότι είναι ανάγκη. Το γνώριζα ότι θα έρθει, πες της να περάσει». Αφού μπήκε μέσα χωρίς να χρειαστεί να μεσολαβήσω έφυγα εγώ αλλά προηγουμένως είχα παρακαλέσει τη γυναίκα εκείνη φεύγοντας να περάσει από το σπίτι μου να φάει κάτι, αλλά περισσότερο για να μας πει τις εντυπώσεις της. Μετά από αρκετή ώρα επέστρεψε η κυρία. Όταν κάθισε μας λέει : «Αυτός ο Γέροντας πρέπει να είναι άγιος! Μου είπε για πολλές αμαρτίες μου που και εγώ τις είχα ξεχάσει αλλά εκτός αυτού πάτερ μου μίλησε και για τον γιο μου που τον μεγάλωσα ορφανό και που για εκείνον ήρθα εδώ περισσότερο, ίσως παρηγορηθώ. Ήταν το καλύτερο παιδί, έμπλεξε με κακές παρέες, έγινε αλήτης και χαρτοπαίκτης. Δίχως ακόμη να του πω τίποτα, μου είπε για όλα αυτά. Επίσης μου είπε : «Σε έξι μήνες θα ξανάρθεις σε μένα εδώ. Το παιδί σου μην ανησυχείς. Θα παντρευτεί μια καλή κοπέλα και αυτή θα γίνει αιτία να γίνει πιο καλός και από πριν ο γιος σου. Και όταν έρθεις», μου είπε και χαμογελούσε, «θα είναι σε ενδιαφέρουσα η νύφη σου». Αυτά μου είπε πάτερ αλλά δεν τα πολπιστεύω, εσείς τι λέτε»;

 

Έφυγε η γυναίκα αυτή και μετά από έξι μήνες την βλέπω ξαναπέρασε πάλι πρώτα από το σπίτι μου αλλά αυτή τη φορά ήταν χαρούμενη. Μου λέει : «Πάτερ, αυτός ο άνθρωπος είναι πριν ακόμη πεθάνει άγιος! Που τα γνώριζε όλα αυτά; Όσα μου είπε, όλα έγιναν έτσι ακριβώς!».

 

Το ίδιο γινόταν και με πολλούς άλλους. Έρχονταν από όλη την Ελλάδα, απ’ όλα τα νησιά, από τη Κρήτη, από τη Κύπρο, από παντού. Έτρεχαν στη καθαρή πηγή. Και μόνο αυτά που έβλεπα στα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης μου με προβλημάτιζαν και με ωφελούσαν πολύ σχετικά με την αποστολή μου.

 

Όταν είχε έρθει η μητέρα μου από τη Μυτιλήνη για να μας δει, μια μέρα μετά τη Θ. Λειτουργία, καθώς έβγαινε από την εκκλησία και πήγαινε προς το σπίτι συνάντησε τον πατέρα Ιερώνυμο και επ’ ευκαιρία του ασπάσθηκε το χέρι και τον αποχαιρέτησε επειδή θα έφευγε. Τότε εκείνος με το γνώριμο, ήρεμο και χαμογελαστό ύφος του, της λέει επί λέξει :

- Στάσου να σε ρωτήσω, μη βιάζεσαι να φύγεις

- Ευλόγησον Γέροντα

- Θυμάσαι τότε που ήσουν σε ενδιαφέρουσα στο παιδί σου, τον πάτερ Ιγνάτιο που είδες τον Άγγελο που σου έφερε το μήνυμα από το Κύριο ότι θα κάνεις αγόρι;

- Ναι το θυμάμαι Γέροντα, αλλά εσείς που το ξέρετε ότι είδα τον Άγγελο; Και το παιδί μου ο πάτερ Ιγνάτιος δεν το γνωρίζει!

Ο Γέροντας δεν της απεκρίθη. Στην συνέχεια της είπε :

«Επειδή ήθελες αν θα γεννήσεις γιο να γίνει λειτουργός του Υψίστου, δηλ. ιερέας δια τούτο σε ειδοποίησε ο Κύριος. Να τον χαίρεσαι»!