Στο μάθημα της Ποιμαντική του κ. Κωνσταντίνου Μουρατίδου, μου ανατέθη φροτιστηριακή εργασία, επί του θέματος «Ο παπά Νικόλας Πλανάς και το ποιμαντικό του έργο», Παρεκάλεσα το βοηθό του κ. καθηγητού κ. Γεώργιο Ευθυμίου, σήμερον πατέρα Γεώργιο, αν ήτο δυνατό, αντί αυτού του θέματος να διαπραγματευτώ έτερον, υπό τον τίτλο «Ο Γέρων Ιερώνυμος ο εν Αιγίνη και το ποιμαντικό του έργον», διευκρινήσασα τα περί του προσώπου του Γέροντος. Όντως μου επιτράπη και εις μία εργασίαν περί τας 65 σελίδας, με την διάθρωση, περίπου, του μετέπειτα εκδοθέντος βιβλίου, παρουσίασα εν ολίγοις το άγιο πρόσωπο του Γέροντος Ιερωνύμου, με ορισμένες αυτολεξεί και επί διαφόρων θεμάτων παρενέσεις του. Στο εξώφυλλο, τοποθέτησα μια χαρακτηριστική φωτογραφία του Γέροντος. Για να μην απουσιάσω από την υπηρεσία μου, παρακάλεσα μια φίλη συνάδελφο, να παραδώσει την ανωτέρω εργασία μου εις στο Θεολογικό Σπουδαστήριο του Κεντρικού Πανεπιστημίου. Εκείνη την παρέδωσε και με πληροφόρησε κατόπιν πως τοποθέτησε την εργασία μου εις στην κορυφή των συνεχόμενων γραφείων του Θεολογικού Σπουδαστηρίου και ότι τρεις ή τέσσερις παρευρισκόμενοι καθηγητές ή βοηθοί, επειδή είδαν τη φωτογραφία την ερώτησαν περί του προσώπου του Γέροντος διότι τους εφάνη άγνωστος η μορφή αυτή.

 

Μετά τρεις μέρες ταξίδευα στην Αίγινα, όχι βέβαια με τη χαρά και τον ενθουσιασμό του παρελθόντος αλλά με την έκτοτε καταλαμβάνουσα με συνήθως θλίψη, ατενίζουσα αδιαφόρως την θάλασσα. Μετά το προσκύνημά μου εις τον Άγιο Νεκτάριο επισκέφθηκα το ησυχαστήριο του Γέροντος για να προσκυνήσω αλλά και να δω την εκλεκτή σοφή οσία Γερόντισσα Ευπραξία, η οποία ησκείτο και διακονεί το ησυχαστήριο.

 

Αφού προσκύνησα τον αξιοσέβαστο για μένα τάφο του Γέροντος εναπόθεσα με μυστική κραυγή της ψυχής ως το «τι βοάς προς με» του Κυρίου μας προς τον Μωυσή, τον πόνο, τη νοσταλγία και την παράκλησή μου, εισήλθα εις το ησυχαστήριο όπου η Γερόντισσα με υπεδέχθη ως συνήθως με το πλατύ χαμόγελο της αγάπης και της καλοσύνης. Μετά τη πρώτη συνομιλίας μας πρόσθεσε : «Κόρη, είδα ένα περίεργο όνειρο προ τριών ημερών. Είδα ότι βρέθηκα σε μια μεγάλη πόλη, μάλλον στην Αθήνα. Πέρασα δρόμους, είδα πολλά αυτοκίνητα και κόσμο και μετά κατευθύνθηκα προς ένα μεγάλο κτίριο το οποίο είχε μπροστά λίγα σκαλιά και μετά κάτι μεγάλες κολώνες. Πέρασα μέσα και μπαίνω σε ένα μεγάλο δωμάτιο, γραφείο, που οι τοίχοι του ήσαν γεμάτοι από βιβλιοθήκες με πολλά βιβλία, ένα γραφείο μεγάλο, έπιπλο, θυμάμαι μάλιστα μου έκανε εντύπωση και το γύρω-γύρω σκάλισμά του. Στη μέση δύο-τρία συνεχόμενα τραπέζια-γραφεία, δεν ξέρω τι ήταν. Εκεί μέσα ήταν τρεις-τέσσερις άντρες και επίσης, τι να δω κόρη! Μπροστά στη κορφή των τραπεζιών αυτών ήταν ο Γέροντας όρθιος και χαμογελαστός. Συνομιλούσε με τους κυρίους εκείνους. Τον πλησίασα και του είπα : «Γέροντα, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ μέσα και ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι;». Και εκείνος μου λέγει : «Μη μιλάς καλογραία, μόνο πες μου εσύ γιατί είσαι λυπημένη;». Του είπα το λόγο και ύστερα πρόσθεσα : «Γέροντα, θα ήθελα πολύ πριν πεθάνω να βγει ένα βιβλίο για σένα!». «Πήγαινε τώρα», μου απάντησε, «και αυτό άφησε το σε μένα. Μη λυπάσαι, πήγαινε τώρα». Έφυγα και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Τι να ήταν αυτό κόρη;»

 

Το πνεύμα δηλαδή της σεβαστής Γερόντισσας είδε σε όλες τις λεπτομέρειες το Πανεπιστήμιο, το Σπουδαστήριο και αντί της εργασίας τον ίδιο τον Γέροντα! Δεν την διέκοψα, αλλά αφού τελείωσε, της ανέφερα σχετικώς και εχάρη πολύ, όπως και εγώ περισσότερο, διότι θεωρήσαμε τούτω ως πληροφορία ότι ίσως εφάνη αρεστό εις το Γέροντα.