Απέναντι από το «γεφύρι του Κόκορου» στο κεντρικό Ζαγόρι και πάνω από τον ποταμό «Βίκο» υπάρχει ένας βραχώδης όγκος που οι ντόπιοι τον ονομάζουν «Κορακοφωλιά», ονομασία που όπως είναι ευκολονόητο οφείλεται στην ύπαρξη  πολλών κορακιών που φωλιάζουν εκεί. Κάτω από αυτόν τον βράχο υπάρχει η «οβίρα του Μπεζεβέγκη» που πήρε το όνομα της σε ανάμνηση ενός τραγικού περιστατικού που συνέβη εκεί το καλοκαίρι του 1940 και είχε ως θύμα τον Συρακιώτη βοσκό και τυροκόμο Μπεζεβέγκη.

 

 

Τη χρονιά εκείνη, στις 5 Ιουνίου ο Μπεζεβέγκης που σε εκείνη τη περιοχή διατηρούσε αποθηκευτικό χώρο για τα τυριά του (μπάτζιο), πλησίασε στην οβίρα και εκεί του έπεσε η κάπα του στα νερά. Στην προσπάθεια του να τη τραβήξει ο Συρακιώτης ποιμένας για αδιευκρίνιστους λόγους βρέθηκε και αυτός στο νερό. Τότε παγιδεύτηκε όπως λέγεται από τη ρουφήχτρα που υπάρχει στο σημείο αυτό και χωνεύει μεγάλες ποσότητες από τα νερά του ποταμού και βρήκε πρόωρο θάνατο.

Η λαϊκή παράδοση της περιοχής θέλει τον Μπεζεβέγκη να στοίχειωσε το μέρος και μάλιστα πιστεύεται ότι όποιος βρεθεί βράδυ στο σημείο αυτό θα ακούσει τα βογγητά του. «Μάρτυρες» αυτού του θρύλου λέγεται ότι υπήρξαν πολλοί ποιμένες που βρέθηκαν στο σημείο αυτό και χρησιμοποίησαν την ευρύχωρη σπηλιά που υπάρχει πάνω από την οβίρα για τη νυχτερινή τους κατάλυση.

Η περιοχή αυτή όμως συνδέεται με ακόμη ένα τραγικό γεγονός που πιστεύεται ότι συνέβη σε ακόμη παλιότερους χρόνους, χωρίς πλέον να σώζεται η ημερομηνία αυτή στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής. Κάποτε λέγεται ότι κάποιες γυναίκες από τη Μπούλτζη (σημερινή Ελάτη) ήρθαν κάποια Αυγουστιάτικη μέρα στη περιοχή για να πλύνουν τα μάλλινα ρούχα τους στα λίγα νερά που υπήρχαν στο σημείο αυτό. Δύο από αυτές ήταν νεαρές μωρομάνες και κουβαλούσαν μαζί τους και τις σαρμανίτσες με τα μικρά παιδιά τους. Τις τοποθέτησαν στο σημείο που ενώνονται τα ρέματα του Ξεροποτάμου και του Βίκου και πήγαν λίγο πιο πέρα για να πλύνουν και αυτές τα ρούχα τους. Όμως μια ξαφνική καλοκαιρινή θύελλα στο Μιτσικέλι έφερε ξαφνικά στον «Ξηροπόταμο» πολλά νερά που παρέσυραν τις σαρμανίτσες των μικρών παιδιών. Οι τραγικές μάνες δεν μπόρεσαν να προλάβουν το κακό και τα μωρά χάθηκαν για πάντα στα θολά και ορμητικά νερά του ποταμού. Από τότε η λαϊκή φαντασία θέλει να ακούγονται στη περιοχή και τα κλάματα των αδικοχαμένων μωρών.