ο ιστορικό μνημείο Χάνι της Γραβιάς εκμισθώθηκε σε ιδιώτη από το δήμαρχο Δελφών, Αθ. Μανανά για το εξευτελιστικό ποσό των 50 ευρώ. Πρόκειται για τον ίδιο δήμαρχο που δύο χρόνια πριν είχε αρνηθεί τη μείωση του εισιτηρίου εισόδου στον ιερό αυτό τόπο, ώστε όλοι οι Έλληνες να μπορούν να έρχονται σε επαφή με την ελληνική ιστορία, με τη δικαιολογία ότι αμαυρώνεται η μνήμη του αγωνιστή Ανδρούτσου και η σπουδαιότητα της μάχης. Άραγε με το ξεπούλημα ενός ακόμη ιερού τόπου για τους Έλληνες, δεν αμαυρώνεται ένα ακόμη κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού μας;
Να σημειώσουμε ότι πρόκειται για την περιοχή στην οποία συνέβη μια από εκείνες τις μάχες που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την έκβαση της ελληνικής επανάστασης. Πιο συγκεκριμένα, στο Χάνι της Γραβιάς, ένα πανδοχείο της περιοχής, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με δύναμη μόλις 120 ανδρών, αντιμετώπισε και συνέτριψε την στρατιά του Ομέρ Βρυώνη, η οποία μετρούσε 9.000 άνδρες. Λόγω της ταπεινωτικής του ήττας, ο Τούρκος στρατηγός αποφάσισε να σταματήσει την πορεία του στρατού του στην Πελοπόννησο και να υποχωρήσει στην Εύβοια.
Μόνο αποτροπιασμό μπορεί να προκαλέσει το αδιάντροπο ξεπούλημα μιας ακόμη ένδοξης σελίδας της ελληνικής ιστορίας.
Από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη
Και με την ίδια ορμή αυτείνοι οι Τούρκοι και πασσάδες, οπού σκότωσαν τους ολίγους και τον Διάκον, κινήθηκαν, όλη αυτείνη η δύναμη, να μπούνε εις τα Σάλωνα και ’σ τ’ άλλα μέρη να εφοδιάσουνε τους ντόπιους Τούρκους και να λύσουνε και τους πολιορκημένους, οπού ’ταν εις το κάστρο Σαλώνου, Λιβαδειάς, Αθήνας και τ’ άλλα μέρη αυτά, και να προχωρέσουν δια την Πελοπόννησο. Ήταν ο Ομέρ Βεργιόνης κι’ άλλοι πασσάδες, όλο διαλεμένο και πολύ ασκέρι. Και εις το χάνι της Γραβιάς εκλείστη ο Δυσσέας, ο κακός πατριώτης, κι’ ο Γκούρας κι’ άλλοι και πολέμησαν μ’ αυτείνη την μεγάλη δύναμιν εκατό ανθρώποι. Και φαίνονται ως την σήμερον οι τάφοι των Τούρκων εκεί εις το χάνι. Και τους αφάνισαν, και τους χάλασαν όλα τους τα σκέδια. Και γλύτωσε ο κόσμος, οπού θα σκλάβωναν αυτείνοι τους περισσότερους και μπορούσε να κιντυνέψη κι’ όλη η πατρίς, Ρούμελη και Πελοπόννησο (ότ’ ήταν αυτά τα πρώτα κινήματα), αν προχωρούσανε μέσα και να ’βγαιναν και τους πολιορκημένους Τούρκους.
Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών.
Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κ’ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ’ εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, κ’ εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συνχρόνως σε αυτές τις δυο θέσες, οπού ’ναι τα κλειδιά σου, ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου και τ’ άλλο των Θερμοπύλων. Κι’ αφού πήγανε κι’ από τα δυο μέρη ν’ ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι τόσοι ολίγοι, (ογδοήντα ένας εις την Λαγκάδα) γιόμωσαν τον τόπον κόκκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν εκείνοι οι ολίγοι ’σ τ’ άλλο το μέρος των Θερμοπύλων κι’ αλλού.
Αυτείνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, αυτείνοι ψύχωσαν εκείνους οπού πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές. Και νηστικούς κι’ αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτείνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» Έχουνε δίκαιον, ότι ο Ζαΐμης χρώσταγε των Τούρκων ένα μιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι, κι’ ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά, κι’ ο Κωλέτης ένας γιατρός, ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωσταντινοπόλεως. Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί.
Γύμνωσαν και τους Τούρκους, παίρνοντας το βιον τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν – γιομόζουν αυτείνοι αγαθά. Και οι Κολοκοτρωναίγοι οι φίλοι τους τα καλύτερα υποστατικά και πλούτη της πατρίδος. Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι, τους κατατρέχει ο Κυβερνήτης μας κι’ ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος, καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούνε πολλούς, οπού ’παιζαν το μπιλλιάρδο μέσα τους καφφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών.
0 Σχόλια: