Φτάνοντας, λοιπόν, στην κεντρική πλατεία του χωριού, ακόμα ένα αξέ­χαστο και όχι τόσο συχνό θέαμα μας περίμενε. Στο καφενείο του χωριού, μια «στρατιά» από γέροντες βρίσκο­νταν παραταγμένοι στα τραπεζάκια του, λες και μας περίμενε για να μας δώσει πληροφορίες.

Όλα λοιπόν καλά. Έτσι δε γινόταν παρά να βρούμε ένα σωρό στοιχεία για τις παραδόσεις του χωριού. Λε­πτομέρειες νια τα ονόματα των μαρ­τύρων που μου περιέγραψαν τα πα­ρακάτω, καθώς και προσωπικά τους περιστατικά, θα μπορέσει ο αναγνώ­στης να βρει στο κεφάλαιο «Κολλίνες» του Β' τόμου του βιβλίου μου «Η Άγνωστη Πελοπόννησος»: «Αρκαδία». Εκεί, ακόμα, θα διαβάσει και κάποιες άλλες - δημοσιευμένες από άλλους συγγραφείς - πολύ σημαντικές παρα­δόσεις που αφορούν στο χωριό.

Ο πρώτος θρύλος που έμαθα αφο­ρά στο «Κουφό Βουνί», ή αλλιώς «Πλατυόρος», ένα λοφίσκο που πάνω του βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Για το «Κουφό Βουνί» λέ­νε ότι είναι κούφιο από τις πολλές τρύ­πες και άπατο, ενώ έχουν βρει μέσα και λίμνη. Για τις τρύπες εικάζουν οι ντόπιοι ότι οφείλονται στα αρχαία με­ταλλεία των Σπαρτιατών, απ' όπου έβγαζαν τον λεγόμενο «ολίγιστο» ή «λαμπινόχωμα», όπως λέγεται σήμε­ρα. Ο ολίγιστος χρησιμοποιόταν στην παραγωγή σιδήρου.

Πρέπει, όμως, να παρατηρήσω ότι τις πληροφορίες σχετικά με τον «ολί­γιστο» ή «λαμπινόχωμα» δεν κατόρ­θωσα να τις διασταυρώσω με κάποια άλλη πηγή. Έτσι τις δημοσιεύω με επι­φύλαξη για το κατά πόσο είναι ορθές. Αυτό, όμως, δεν έχει και τόση σημα­σία, μια και η παράδοση είναι αυτό που μας ενδιαφέρει.

Ακόμα για το «Κουφό Βουνί» οι κά­τοικοι έχουν να λένε ότι βγάζει στο χω­ριό Παρδάλι της Λακωνίας.

Νεράιδες έβγαιναν φυσικά σε όλα τα ρέματα γύρω από τις Κολλίνες, όμως η... αδυναμία τους ήταν η θέση «Νεραϊδόβρυση», που βρίσκεται έξω από το χωριό και πριν τα σύνορα με τη Λακωνία, όπου και γινόταν συνωστι­σμός από δαύτες!

Οι παλαιότεροι φοβούνταν να πε­ράσουν νύχτα από τη μικρή εκκλησία «Παναγίτσα», που κάποτε υπήρχε μέ­σα στο χωριό, διότι εκεί εμφανιζόταν στοιχειό με τη μορφή μοσχαριού.

Ο «Γιότσαλης» είναι ένα περίεργο στοιχειό, την ύπαρξη του οποίου πι­στεύουν όλοι στο χωριό. Το περιγρά­φουν σα σατανικό αόρατο πουλί ή σαν αερικό, το οποίο μιμείται διάφορες κραυγές και φωνές τη νύχτα με σκοπό να παρασύρει τους ανθρώπους στο γκρεμό.

Στις Κολλίνες εμφανίζεται και πλα­νητικό φως, το οποίο, όμως, περιέρ­γως οι κάτοικοι το ονομάζουν σμερδάκι. Πρόκειται για ένα φως που βγαί­νει από τον Άγιο Δημήτρη, στο νε­κροταφείο του πέρα χωριού, κατε­βαίνει στη ρεματιά και φτάνει στο προ-σκυνητάρι «Σταυρός», μια διαδρομή που θα καταλάβετε καλύτερα εξετά­ζοντας τη σχετική φωτογραφία.

Σε όλη του την πορεία, μέχρι που φτάνει στο σταυροδρόμι των Κάτω Κολλινών, το φως, που μοιάζει με φα­ναράκι, αναβοσβήνει.

Φυσικά υπήρχαν και τα «κλασικά» σμερδάκια στο χωριό, όπως αυτό που βάτευε τα βόδια και τα πρόβατα του συχωρεμένου Μ.Σ.. Τα ζώα του φυσι­κά έπειτα ψόφαγαν.

Ένας «Παράξενος Τόπος» φαίνε­ται να υπάρχει στις Κολλίνες. Η το­ποθεσία ονομάζεται «Γαύρος» και βρί­σκεται ανατολικά του χωριού.

Ο «Γαύρος» είναι μία δασωμένη κοιλάδα λίγων στρεμάτων με ρυάκια, όμως... έχει κακή φήμη. Η περιοχή έχει περίεργη ατμόσφαιρα και οι γο­νείς φοβούνταν και δεν άφηναν τα παι­διά τους να πηγαίνουν μόνα εκεί.

Λέγεται μάλιστα πως πολύ παλιά, είχαν πάει στον Γαύρο κάποιοι ελληνοαυστραλοί Κολλινιάτες για εκδρο­μή. Όμως, κάποια στιγμή ενώ ήταν εκεί σταμάτησαν τα ρολόγια τους, έχασαν την αίσθηση του χρόνου, ένιω­σαν ότι κάποιοι τους παρακολουθούν, τρομοκρατήθηκαν και τελικά προ­σπαθώντας να φύγουν έχασαν το δρό­μο τους και βρέθηκαν σε κάποια άλλη, τελείως άσχετη περιοχή, στην οποία κανείς ποτέ από το χωριό δεν κατά­λαβε πώς έφτασαν. Στο Γαύρο φυσι­κά έβγαιναν και νεράιδες που τις είχαν δει διάφοροι να χορεύουν.