ΠΑΣΣΑΒΑΣ – ΛΑΣ - ΧΩΣΙΑΡΙ
Λάα - Λα - Λας
ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΟΛΗ Μ΄ΟΝΟΜΑ ΜΟΥΣΙΚΟLapis (λάπις) στα λατινικά, δάνειο απ’ τη δικιά μας γλώσσα. Σύνθετη λέξη λα-τομείο, ό,τι έφτασε από την αρχαία πέτρα στη νέα ελληνική, μα η πέτρα στα μανιάτικα -κι αλλού στη Λακωνία- παράμεινε λαλούδα. Λας, λοιπόν, σημαίνει πέτρα. Το όνομα αυτό είχε και μια αρχαία λάκαινα πόλη με ιστορία χιλίων πεντακοσίων ετών, που έπειτα ονομάστηκε Πασσαβάς και τώρα Χωσιάρι.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Στην κορυφή του όρους Ασία, που σήμερα ονομάζεται λόφος του Πασσαβά βρισκόταν η πανάρχαια πόλη Λάς. Στην δωρική γλώσσα λάς σημαίνει λίθος. Σύμφωνα με μία παράδοση την πόλη ίδρυσαν, άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τους λίθους που έριχναν ο Δευκαλίων και η Πύρρα μετά τον κατακλυσμό. Όπως αναφέρει η μυθολογία , για να δημιουργηθεί το ανθρώπινο γένος έριχναν λίθους και γεννιόταν άνθρωποι. Πιθανόν κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους να δημιούργησαν και την πόλη Λάσσα στο Θιβέτ.

„Χαλάκι“ από την πόλη Λάσσα του Θιβέτ

Συγκεκριμένα η Λάς και η Λάσσα , σύμφωνα με τις παραδόσεις χτίστηκαν από τον Λάς. Το όνομα λάς είναι αρχαία Ασιατική λέξη και σημαίνει «πνεύμα» ή «ουράνιος».

«Κειται δέ επί πέτρας υψηλής, διό καί Λα καλειται»


(Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Η αρχαία πόλη Λάα, Λα και Λας ήταν, στα προϊστορικά χρόνια, ιδρυμένη στο λόφο που λεγόταν Ασία και απείχε 40 στάδια από το Γύθειο (περιηγητής Παυσανίας, 160 μ.Χ.), γύρω στα 8 χλμ. Ταυτίζεται με το λόφο του κάστρου του Πασσαβά ή απλά Κάστρου, που βρίσκεται 10 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά του Γυθείου. Ο λόφος αυτός ελέγχει την κλεισούρα, τα στενά του Πασσαβά, τη μοναδική δηλαδή είσοδο της χερσονήσου του Ταινάρου από τα ανατολικά (Ν. Παπαχατζής).
Αργότερα, η αρχαία πόλη εγκαταλείφθηκε και η εγκατάσταση μεταφέρθηκε, από την ακρόπολη της Ασίας, ακριβώς κάτω, στη μικρή εύφορη κοιλάδα, τα σημερινά Kαρδάματα και την Τουρκόβρυση. Η νεώτερη πόλη περικλειόταν δηλαδή από τους λόφους τού Πασσαβά, της Ταρμπόλιας και του Μαστρολέου, που έφεραν το όνομα Ασία, Κνακάδιον και Ίλιον (Παυσανίας). Ο Περιηγητής σημειώνει πως κοντά στη σύγχρονη του πόλη υπήρχε μία κρήνη που τ’ όνομα της ήταν Γαλακώ, και το ώφειλε στη γαλακτώδη απόχρωση τού νερού της. Κοιτάσματα υδάτων έχει πλούσια η Τουρκόβρυση, και πιθανά η αρχαία κρήνη να μπορεί να ταυτιστεί με ένα σωζόμενο εκεί παραμορφωμένο ερείπιο κρηνικής κατασκευής. Και βορειότερα, στα ριζά του Κάστρου, υπάρχει πηγάδι με νερό γαλακτώδους απόχρωσης (Ν. Παπαχατζής).
Το λιμάνι τής πόλης, επίσης με το όνομα Λας (γεωγράφος Σκύλαξ ο νεώτερος, 350 π.Χ.), βρισκόταν σ’ απόσταση περίπου 2 χλμ (10 σταδίων: Παυσανίας), στον κόλπο τού σημερινού Βαθιού (Ν. Παπαχατζής). Επειδή ήταν « ευλίμενον », χρησιμοποιείτο, σύμφωνα με τον ιστορικό Έφορο (4ος π.Χ.), ως ναύσταθμος των Σπαρτιατών από τους πρώτες αιώνες της 1ης χιλιετίας π.Χ. - και πιθανότατα πιο πριν, στα χρόνια των Αχαιών, παράλληλα με το Έλος (Α. Κουτσιλιέρης). Πράγματι, ο κόλπος αυτός έχει μεγάλη σε μήκος παραλία και βαθειά νερά, κι είναι σπάνια φουρτουνιασμένος. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να χρησιμοποιείτο κι αργότερα, από τη ναυτική δύναμη των Τούρκων, αφού χωρούσε, όπως έγραφε στα 1670 μ.Χ. ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί, εκατό καράβια και τ’ όνομα του ήταν τότε Πασαλιμάνι.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Μυκηναϊκή Περίοδος
Την πόλη Λάαν αναφέρει πρώτος ο Όμηρος (γύρω στον 8ο αι. π.Χ.) ως μία από τις πόλεις τού βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου, από τους Αχαιούς που φαίνεται να έζησαν γύρω στα 1200 π.Χ. : στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των νηων, η Λάα παρουσιάζεται ως μία από τις εννέα λακωνικές πόλεις που παίρνουν μέρος στον πόλεμο της Τροίας, επανδρώνοντας τα εξήντα πλοία του στόλου τού Μενελάου.
Άλλη παράδοση, ευρέως γνωστή, έλεγε πως τ’ αδέρφια τής όμορφης συζύγου του Ελένης, οι Διόσκουροι, πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Λα, γι’ αυτό και είχαν το προσωνύμιο Λαπέρσαι (Σοφοκλής 5ος π.Χ., Λυκόφρων 3ος π.Χ., Δίδυμος 1ος π.Χ., Στέφανος Βυζάντιος 6ος μ.Χ.). Οι ίδιοι οι Λάοι -όπως ονομάζονταν οι κάτοικοι (Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.)- έλεγαν πως οι Διόσκουροι, επιστρέφοντας σώοι από την Κολχίδα [και την Αργοναυτική εκστρατεία] έφθασαν στη Λα και ίδρυσαν, στην ακρόπολη της, ναό τής Αθηνάς Ασίας, ομώνυμο με αυτόν της Κολχίδας (Παυσανίας).
Κατά την τοπική παράδοση, που διασώζει ο Περιηγητής, ιδρυτής της πόλης ήταν ο Λας. Ο τάφος του, με αδριάντα, βρισκόταν στο Αράινο (Παυσανίας), κατά πάσα πιθανότητα στον Αγερανό (Ν. Παπαχατζής), στο νότιο άκρο του λιμανιού του Βαθιού.
Καθώς έλεγαν οι κάτοικοι στα 160 μ.Χ., τον ήρωα Λα σκότωσε ο Αχιλλέας, όταν ήρθε στη Λακωνία για να ζητήσει την Ελένη της Σπάρτης για γυναίκα του (Παυσανίας) - και προφανώς θα προσορμίστηκε στο λιμάνι τής Λας. Ο Περιηγητής απορρίπτει, μάλλον λανθασμένα, μέρος τής τοπικής αυτής παράδοσης : θεωρεί πως τον Λα σκότωσε ο φίλος τού Αχιλλέα, Πάτροκλος, ο οποίος συγκαταλεγόταν στους μνηστήρες της Ελένης, και όχι ο Αχιλλέας μια και δεν παρουσιάζεται ως μνηστήρας της στα κείμενα του Ομήρου. Ο Παυσανίας αγνοεί όμως ότι ο ποιητής Ευριπίδης, τον 5ο π.Χ. αιώνα, έγραφε πως ο Αχιλλέας υπήρξε μνηστήρας της Ελένης.
Όπως και εάν είχε, βλέπουμε πως ο ιδρυτής ήρωας Λας, θεωρείτο σύγχρονος με τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο και πως η δολοφονία του τοποθετείται πριν το γάμο της Ελένης με τον Μενέλαο και συνεπώς πριν τον πόλεμο της Τροίας. Σύγχρονοι του Αχιλλέα και του Πάτροκλου ξέρουμε πως ήταν και οι Διόσκουροι, ήρωες οι οποίοι είχαν πεθάνει και αποθεωθεί λίγο πριν τον πόλεμο αυτό (P. Grimal), που η παράδοση τοποθετεί γύρω στα 1200 π.Χ.
Για την ονοματοθεσία της πόλης μπορεί να γίνει και μια άλλη υπόθεση : ο ήρωας Λας ήταν μυθικό πρόσωπο, που πλάστηκε για να εξηγηθεί το όνομα της και να αποδοθεί η ίδρυση της σε κάποιο γενναίον άντρα, που αναμετρήθηκε μ’ έναν πανελλήνιον ήρωα. Στα παλαιοχριστιανικά και μόνον χρόνια βρίσκουμε αυτήν την πιο ρεαλιστική εξήγηση : η πόλη Λα ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν χτισμένη σε πέτρα υψηλή (γεωγράφος και γραμματικός Στέφανος Βυζάντιος, 6ος μ.Χ.). Σύμφωνα μ’ αυτήν άποψη, η Λας, χρωστούσε το όνομα της στη γεωμορφολογία του πρώτου τόπου τής ίδρυσης της, δηλαδή στο πετρώδη λόφο τής Ασίας-Πασσαβά.
Αν ο Λας ήταν υπαρκτό πρόσωπο της αχαϊκής περιόδου, η πόλη στην οποία έδωσε τ’ όνομα του, παρουσιάζεται από τις φιλολογικές πηγές να ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά τα 1250 π.Χ. -λίγο πριν το γάμο της Ελένης και πριν την αποθέωση των Διοσκούρων- και να κατελήφθη απ’ αυτούς μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πριν τα 1200 π.Χ.
Αν δεν δεχτούμε την ιστορικότητα του ήρωα Λα, η πόλη Λαας, αφού ανήκε στο βασίλειο του Μενελάου, προ του πολέμου της Τροίας, συμπεραίνουμε πως ήταν μια μυκηναϊκή πόλη ήδη χτισμένη λίγο μετά τα 1250 και πριν τα 1200 π.Χ. (πάντα βασισμένοι στην παραδοσιακή χρονολόγηση του πολέμου της Τροίας, γύρω στα 1200 π.Χ.). Έτσι, παραμένει ανοικτή η χρονολογία ίδρυσης της.
Ενώ οι φιλολογικές πηγές αναφερόμενες στα μυκηναϊκά χρόνια της Λας είναι, καθώς είδαμε, αρκετές, τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της εποχής είναι λιγοστά. Μόνον ένα μεμονωμένο θραύσμα οψιδιανού (μαύρου στιλπνού ηφαιστιογενούς λίθου) από την αρχαία ακρόπολη είναι χωρίς αμφιβολία προϊστορικό (Η. Waterhouse, G. Shipley). Υπάρχουν κάποιοι αινιγματικοί, δυσχρονολόγητοι ογκόλιθοι 1,50 μ επί 0,80 μ (Η. Waterhouse) και κάποια αινιγματικά θραύσματα αγγείων που θεωρήθηκαν υστεροελλαδικής περιόδου (1400-1100 π.Χ.) από τον Πασσαβά (Π. Γιαννακόπουλος), αλλά η χρονολόγηση τους έχει αμφισβητηθεί (Η. Waterhouse). Για να τεκμηριωθεί απόλυτα η ύπαρξη εγκατάστασης στη μυκηναϊκή εποχή στο λόφο του Πασσαβά απαιτείται, έστω κι αν η διαμόρφωση του εδάφους τη δυσχεραίνει, περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως από παλιά έχει σημειωθεί, η θέση του Κάστρου «θεωρείται ιδανική για ίδρυση μυκηναϊκής ακρόπολης». Έλληνες και ξένοι ερευνητές, ομόφωνα, θεωρούν πως εκεί βρίσκεται η μυκηναϊκή Λας (πρόσφατα Ν. Παπαχατζής, G. Shipley).
Πρώτα Δωρικά χρόνια
Μετά τα μυκηναϊκά χρόνια και τους Αχαιούς, κύριοι της Σπάρτης έγιναν οι Δωριείς, στα πρωτογεωμετρικά χρόνια (P. Cartledge), γύρω στο 1050 π.Χ., κι έπειτα της νοτιοδυτικής Λακωνίας, όπου βρισκόταν και η Λας. Κατά την παράδοση, ο Ευρυσθένης και ο Προκλής, οι πρώτοι δύο δωριείς βασιλιάδες της Σπάρτης, χώρισαν τότε το βασίλειο σε έξι τμήματα κι έκαναν τη Λα πρωτεύουσα στο ένα απ’ αυτά. Και, όπως είδαμε πιο πάνω, επέλεξαν να κάνουν το ομώνυμο ευλίμενο λιμάνι της ναύσταθμό τής Σπάρτης/Λακωνίας (ιστορικός Έφορος 4ος π.Χ., γεωγράφος Στράβων 1ος π.Χ.-1ος μ.Χ.). Από τότε, και για πολλούς αιώνες, η Λα αποτελούσε μία από τις περιοικίδες πόλεις της Σπάρτης, υποτελείς στην πρωτεύουσα, με κάποια -σχετική- αυτονομία.
Αρχαϊκή ΠερίοδοςΕρχόμαστε στα ιστορικά χρόνια, όπου διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα από την περιοχή του Χωσιαρίου δίνουν στοιχεία για τη ζωή στην αρχαική περίοδο (700-480 π.Χ.). Τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με τη θρησκευτική ζωή του τόπου, όπως ένα αρχαϊκό κιονόκρανο από πωρόλιθο, που πρέπει να ανήκε σε κάποιον από τους ναούς της περιοχής (Π. Γιαννακόπουλος).
Μία λίθινη ερμαϊκή στήλη, που καταλήγει σε κεφάλι κριού, παρουσιάζει μία ποιμενική θεότητα που λατρευόταν στην περιοχή γύρω στα 500 π.Χ. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για ζωόμορφη αναπαράσταση του μεγάλου δωρικού θεού Απόλλωνα Κάρνειου (θεού των προβάτων, οπότε και των κριών), ο οποίος λατρευόταν από τη Σπάρτη και το Γύθειο ως την Καρδαμύλη (M. Pettersson), και είχε ιερό και άγαλμα στο όρος Κνακάδιον τής Λας (Πολύβιος, Παυσανίας).
Σε γερμανικές ανασκαφές της αρχής του 20ου αι. ανακαλύφθηκε ένα ορειχάλκινο αγαλματίδιο του Πάνα (E. S. Forster), αναπαράσταση της ποιμενικής αυτής θεότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να συνδυαστεί με τον Απόλλωνα Κάρνειο και το πιο πάνω κριόμορφο άγαλμα. Το εύρημα δεν είναι χρονολογημένο και έχει μάλλον χαθεί, αλλά είναι πιθανό να είχε κατασκευαστεί στον 6ο ή τον 5ο π.Χ. αιώνα : σ’ αυτήν την εποχή ανάγεται η συντριπτική πλειοψηφία των ορειχάλκινων ειδωλίων της λακωνικής τέχνης (Ν. Γιαννακόπουλος για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων θεών από το Γύθειο. Ε. Κουρίνου-Πίκουλα για αρχαϊκή χρονολόγηση ειδωλίων ζώων από τη Λακωνία και Μεσσηνία).
Από την περιοχή προέρχεται και το κάτω τμήμα μαρμάρινου αναγλύφου, που παρουσιάζει ανδρική, μάλλον, μορφή με μακρύ χιτώνα και σανδάλια, καθισμένη σε θρόνο που καταλήγει σε πόδια λιονταριού (Π. Γιαννακόπουλος). Το αρχαϊκό αυτό εύρημα πρέπει να θεωρηθεί, όπως και άλλα πολυάριθμα ευρήματα του ιδίου τύπου προερχόμενα από διάφορες περιοχές της Λακωνίας, πως δεν αποτελεί επιτύμβια στήλη αλλά είναι τάμα προσφερμένο στο ιερό κάποιου ήρωα (R. Parker).
Στην αρχαϊκή εποχή ανάγεται ένας τάφος με λίγα κτερίσματα (μικρογραφικά αγγεία) και η επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε δίπλα, γύρω στα 500 π.Χ., η οποία δήλωνε πως ο νεκρός, που το όνομα του ήταν Ερυμνίδας, είχε το, άγνωστο σε μας, αξίωμα του Επιστάτου (Π. Γιαννακόπουλος).
Την γεωμετρική εποχή η Λάς εγκαταλείφτηκε, και επανιδρύθηκε σε τοποθεσία μεταξύ του όρους Ασία (Πασσαβάς), Ίλιον(Μαστρολέου), Κνακάδιον (Ταρμπολιάς). Δεν πρέπει να μην συνδέσουμε και την επίσης πανάρχαια πόλη Πύρριχος με την Πύρρα, καθώς επίσης και την γειτονική με την Λάς Ασίνη με το όρος Ασία.Η σημερινή περιοχή Καμάρες αποτελούσε ανέκαθεν αναπόσπαστο μέρος της πόλης Λάς, που έφτανε μέχρι το ιερό του Διός, στις εκβολές του ποταμού Σκύρα.Κεντρικό σημείο αποτελούσε το Αεράινον (Αγερανός), επειδή σε αυτό υπήρχε ό τάφος του οικιστή της πόλης, με το ομώνυμο όνομα Λάς. Στην ευρύτερη γεωγραφική επικράτεια της Λάς, φάνηκε όλη η παραθαλάσσια περιοχή από το χωριό Μαυροβούνι, μέχρι και το Σκουτάρι. Σε κάποια κείμενα την βρίσκουμε να ονομάζεται Amathea.
Κλασσική Εποχή
Κατά την κλασσική εποχή (480-330 π.Χ.), η ακρόπολη της Λας οχυρώνεται με περίβολο κατασκευασμένο από πολυγωνικές πέτρες (Π. Γιαννακόπουλος). Στην ανατολική πλευρά του μεσαιωνικού κάστρου του Πασσαβά παρατηρούμε και σήμερα τμήμα τού τείχους, που μοιάζει να είναι αρχαίων χρόνων. Οι ογκόλιθοι που σώζονται αποτελούν αναμφίβολα δομικό υλικό της αρχαίας οχύρωσης, αλλά το πιθανότερο είναι πως ξαναχρησιμοποιήθηκαν στη μεσαιωνική τειχοδομία : ο τοίχος αυτός δεν πρέπει να είναι στην αρχική του θέση (Η. Waterhouse). Στο λόφο ανακαλύφθηκαν πολλά θραύσματα αγγείων τής κλασσικής περιόδου (Π. Γιαννακόπουλος, Η. Waterhouse).
Ως τον 5ο ή και τον 4ο αιώνα π.Χ., η Λας πρέπει να ήταν η πιο σημαντική πόλη της περιοχής, αφού κι η πόλη στο χώρο του Γυθείου δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί. Γύρω στα 500 π.Χ., ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων μεταφέρεται από τη Λα στο νεοκατασκευασμένο τεχνητό λιμάνι στην περιοχή του Γυθείου. Όμως, το λιμάνι της Λας συνεχίζει να χρησιμοποιείται από το ναυτικό της Σπάρτης, αφού κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν απ’ αυτό (Θουκυδίδης, Α. Κουτσιλιέρης).

Πηγές: ΠΑΣΣΑΒΑΣ – ΛΑΣ - ΧΩΣΙΑΡΙ
Αρθρο της Της Αννης Λιναρδάκη, http://www.mani.org.gr/periodikomani/3/las.htm