Λέγεται ότι περί το 1700 έζησε στα μέρη μας ένας χωρικός που μάλωνε με όλους τους συγχωριανούς του. Την ζωή του την πέρασε πότε βρίζοντας θεούς και δαίμονες, πότε γκρινιάζοντας για τη κακή του μοίρα και πότε φωνάζοντας. Για "καλημέρα" ούτε λόγος. Όποιος του ευχόταν να πάει καλά η μέρα του έφευγε κακήν κακώς από κοντά του, "λουσμένος" από τα βρισίδια του ηλκιωμένου πια χωρικού. Κάποια στιγμή, άφησε τούτο το μάταιο κόσμο από το μαχαίρι που κρατούσε ένα άγνωστο -μέχρι τώρα- χέρι.

Και όταν βρέθηκε νεκρός στο χωράφι του, οι ντόπιοι άρχισαν να έχουν ενοχλήσεις στα σπίτια τους. Άλλοι έβρισκαν τα ρούχα τους πεταμένα, άλλοι τα έπιπλα ανακατεμένα. Άλλοι τρόμαζαν με τη παρουσία ενός φαντάσματος μέσα στη νύχτα και άλλοι ξυπνούσαν από έναν υπόκωφο ήχο που τριβέλιζε τα αυτιά τους πλάι στο κρεβάτι τους. Με τα πολλά, αποφασίστηκε πως το φάντασμα ήταν ο... χωρικός που είχε βρικολακιάσει! Μάλλον ο διάβολος θέλησε να κρατήσει στη ζωή το σώμα του κρινιάρη χωρικού, μιας και τόσα χρόνια έκανε τις βρωμοδουλειές του μέσα από τη κακία του ηλικιωμένου.

Οι άντρες της Μυκόνου δεν ήξεραν πια τι να κάνουν... Οι γυναίκες ήταν σε έξαλλη κατάσταση και δεν δέχονταν να φύγουν λεπτό από δίπλα τους, φοβούμενες μην πάθουν κακό. Ήταν πλέον επιτακτική η ανάγκη να γίνει μια συνέλευση με παριστάμενους όλα τα μέλη της κοινότητας. Κληρικοί, τοπικοί άρχοντες, ψαράδες και βοσκοί ένωσαν τις δυνάμεις και την εμπειρία τους, κόντρα στο κακό που τους βρήκε. Και η συνέλευση έβγαλε το πόρισμα : Έπρεπε να ανοιχτεί η κάσα όπου θάφτηκε ο χωρικός και κάποιος τολμηρός να βγάλει τη καρδιά του κακόψυχου χωρικού. Ποιος όμως θα ήταν αυτός;

Σύμφωνα με το θρύλο, το σώμα του γεμάτο πλέον από σκουλήκια, ανέδιδε μια βρωμερή μυρωδιά. Κάποιοι από τους άντρες έλεγαν πως ήταν ακόμα ζεστό, άλλοι πως κουνιόταν. Λένε ότι ο πιο θαρραλέος άνοιξε το στέρνο, έβγαλε τη καρδιά και όλοι μαζί ξαναέθαψαν το πτώμα. Παραδίπλα έκαψαν τη καρδιά... Τα δυνατα ουρλιαχτά που ακούστηκαν ξεσήκωσαν στο πόδι όλο το νησί. Κάπως έτσι όμως λέγεται πως έπαψαν και οι "επισκέψεις" του βρικόλακα στα σπίτια των νοικοκυραίων.