Καθώς αναφέρει ο Νικηφόρος ο Θεοτόκης («Λόγος περὶ ἀρετῆς», εκδ. Λειψίας 1766), την Κυριακή των Βαΐων και όση ώρα το ιερό Λείψανο του Σπυρίδωνος λιτανεύονταν έφεραν μία δαιμονιζόμενη γυναίκα, «ἥτις ἄφριζε καὶ ἔτριζε τοὺς ὀδόντας αὐτῆς· καὶ μολονότι αὕτη ἦτο χεῖρας καὶ πόδας δεδεμένη, μόλις δύο ἢ τρεῖς ἄνθρὼποι ἠδύναντὸ νὰ ἐμποδίσωσι τὴν ὁρμὴν τῶν κινημάτων αὐτῆς. Τὸ πρόσωπον της δὲν εἶχε μορφὴν ἀνθρώπου· ἠ φωνὴ αὐτῆς ἦτον ἠλλοιωμένη καὶ διάφορος· διότι πότε μὲν ὡς βοῦς ἐμύκιζε, πότε δὲ ὡς σκύλαξ ὑλὰκτει καὶ ἄλλοτε ὡς μικρὸν βρέφος ἐκλαυθμύριζεν». (45) Αφού την ξάπλωσαν στη γη και πέρασε επάνω της τρεις το σεπτό Σκήνωμα, θεραπεύθηκε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης έπεσε και προσκύνησε τα πόδια του θαυματουργού Άγιου.