Οι αµβούλιοι θεοί ήταν ένα προσωνύµιο που χρησιµοποιούσαν οι αρχαίοι Λάκωνες για ένα σύστηµα ιερής τριάδος, η οποία απαρτιζόταν από τον ∆ία, την Αθηνά και τους ∆ιοσκούρους (Κάστορα και Πολυδεύκη).

Οι τελευταίοι, κατά τη λακωνική πίστη, είχαν την ικανότητα να παρατείνουν την ανθρώπινη ζωή! Αλλωστε οι Κάστωρ και Πολυδεύκης γεννήθηκαν στην πόλη Θεράπνη της Λακωνίας, πλάι στον Ευρώτα, µια πόλη σχετιζόµενη µε την πνευµατική θεραπεία. Οι βωµοί του Αµβουλίου ∆ιός, της Αµβουλίας Αθηνάς και των Αµβουλίων Τυνδαριδών ∆ιοσκούρων δεν απείχαν πολύ απ’ αυτόν του Καρνείου (Απόλλωνος) και του ∆ιονύσου Κολωνάτα (Κολωνάτη), ο οποίος έκειτο στην Κολώνα και στον οποίο έθυον οι Σπαρτιάτες οπαδοί του, οι λεγόµενοι ∆ιονυσιάτες. (Παυσανίας, 3.13.6).

Πρόκειται, λοιπόν, για µια ιαµατική ιερή τριάδα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε από τη Λακωνία στην Ιταλία και από εκεί στη λοιπή Ευρώπη.Η «περίεργη» ρίζα αµβ- συνδέεται άλλοτε µε πνευµατικά κατορθώµατα και άλλοτε µε φθοροποιά (αµβλόω, άµβλωσις).

Το µυστικό της αντιγήρανσης

Οι ιερείς των αµβουλίων θεών γνώριζαν, προφανώς, τον τρόπο και τη µέθοδο µε την οποία µπορεί να παραταθεί η ζωή, να πάρει αναβολή η φθορά, δηλαδή ο θάνατος.Η εξήγηση και η λύση του µυστηρίου αυτού δεν έρχεται µέσα από την επιστήµη της Αρχαιολογίας, αλλά µέσα από τη σοφή ελληνική τέχνη και παράδοση της ετυµολογίας.

Οι αµβούλιοι θεοί, λοιπόν, µπορούσαν και έδιναν µία αναβολή (< αµβολά (δωρ.)/αµβολή (ιων.)/αµβολίη - Απολλ. Ρόδ.) του θανάτου. Με ποιον τρόπο; Αµβολάδην/αναβολάδην, ένα ιωνικό και ποιητικό επίρρηµα, που σηµαίνει «µε αναβολή, µε παράταση του καιρού εξ υποβολής» (Ηρόδ.).

Βλέπουµε, λοιπόν, εδώ και το στοιχείο της πίστεως (υποβολής).Οι σοφοί µας συγγραφείς µας εξηγούν µε ποιους τρεις τρόπους η αρχαία αγία τριάδα των Λακώνων πετύχαινε αυτήν την αναβολή του θανάτου, που ήταν η µυστική διδασκαλία-συµβουλή των αµβουλίων: Με κάχλασµα (χόχλασµα) του νερού, όταν αυτό βράζον αναπηδά (Οµηρος, «Ιλιάδα»).

Σε συνδυασµό µε έντονη φωνή, µε επανάληψη και διαδοχή του µέλους, για τους ψάλλοντες (Οµηρος, Πίνδαρος). Αλλωστε η ρίζα αµ- πολλάκις αντικαθιστά την πρόθεση «ανά», η οποία δηλώνει επανάληψη. Και σε συνδυασµό µε συγκεκριµένη κίνηση και στάση του σώµατος: Αµβολαδίς/αναβολαδίς, που σηµαίνει µε υψωµένα τα χέρια προς τα πάνω και κάνοντας οκνηρές-αργοπορητικές κινήσεις (αµβολιεργός = οκνός, αµελής > αµβολιεργώς) – Ησίοδος, Op. 413, Πλούταρχος, Καλλίµαχος.

Σκεφτόµενος κλασικά ιατρικά το συνδυασµό αυτών των θεραπειών, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα πως η αγία ιαµατική τριάδα των Λακώνων ήταν ένα κέντρο φυσικής αποκατάστασης, αφού περιελάµβανε θεραπεία για πνευµονικές και ψυχικές παθήσεις, σε συνδυασµό µε φυσιοθεραπεία.Ισως επρόκειτο για ένα «στρατιωτικό νοσοκοµείο», θα λέγαµε σήµερα, για τους πολλούς τραυµατίες που είχαν οι Σπαρτιάτες.

Αλλά επειδή αναφέρεται πως µε αυτούς τους τρεις «απλούς» τρόπους πετύχαιναν οι ιερείς της αµβουλίας τριάδος την παράταση της ζωής, θα καταφύγουµε και πάλι στη γλώσσα: Κάνοντας άµβλυνση, δηλαδή αφαιρώντας την οξύτητα/τοξικότητα, δηλαδή τα δηλητήρια απ’ τον οργανισµό των ανθρώπων. Παρακάτω θα προσπαθησουμε να αναλύσουμε/αποκωδικοποιήσουμε πώς γινόταν αυτή η αρχαία αποτοξίνωση:

Θεραπεία µε ήπια άσκηση και υπνοθεραπεία

Παράλληλα στο ιαµατικό σύστηµα των αµβουλίων θεών, ο ασθενής ασκείτο και απευθυνόταν µε ανάταση προς το θείο. Παραδίδεται µια συγκεκριµένη στάση σώµατος -που απαντάται συχνάκις και στα ειδώλια των µινωικών ιερών κορυφής, κατ’ εξοχήν κέντρα πνευµατικής θεραπείας- και είναι η συνήθης ελληνική στάση δεήσεως ή σχέσεως επικοινωνίας πιστού µε τον θεό του. (Αργότερα, µε την επιβολή του Χριστιανισµού, ο Ελλην έχασε αυτήν την ορθή στάση του απέναντι στο θεό του και κατέληξε προσκυνητής, σκυφτός, καµπουριασµένος και δούλος απέναντί του.

Αυτό άλλαξε άρδην την ψυχολογία του).Ο ασθενής, λοιπόν, έκανε και ελαφρές, χαλαρές/χαλαρωτικές κινήσεις και περιπάτους. Είναι γνωστό πως όσο πιο κατεβασµέ-νους ρυθµούς έχει κανείς, όσο πιο αργές κινήσεις κάνει, τόσο παρατείνει τη ζωή του - κάτι που µπορεί να παρατηρηθεί εύκολα και στη φύση, αφού τα βραδυποριακά ζώα (χελώνες κ.ά.) ζουν περισσότερο από τα ωκύποδα.

Εκ της διαδόσεως της αµβουλίας ιατρικής επέρασε στα λατινικά η λέξις ambulaveritis να σηµαίνει περίπατος (> αγγλ. amble / ambulate > ambulatory = περιπατητικός κ.λπ.). Επειδή αµβροσιακά (θεϊκά) αναφέρονται από τον Οµηρο και η νύχτα («αµβροσίη νυξ») και ο ύπνος. Θεωρουμε πως µέσα στην ήπια θεραπεία διά χαλαρώσεως των αµβουλίων εµπερικλείεται και η σήµερα γνωστή ως υπνοθεραπεία

Θεραπεία µε νερό

Το κυριότερο «φάρµακο» που συνι-στούσε η αµβούλια ιατρική ήταν υγρό, µε βασικό συστατικό το νερό. Ενα νερό όµως… «πειραγµένο».Η θεραπεία γινόταν σε ένα υγρό περιβάλλον, αποστειρωµένο, στο οποίο έβραζαν άµβωνες (λεκάνες) µε νερό. Το βράσιµο του νερού δεν είναι απαραίτητο να γινόταν µε εστίες και καζάνια.

Μπορεί να γινόταν µε την ηχοβόληση χάλκινων αγγείων, σε µια συγκεκριµένη συχνότητα. Ο ασθενής, λοιπόν, προφανώς οδηγείτο σε έναν τέτοιο χώρο, στον οποίο επιδρούσε µια συγκεκριµένη συχνότητα, η οποία δεν ήταν στο ακουστικό του φάσµα µεν, έκανε το νερό των δοχείων να βράζει δε (αµβολάδην εσήµαινε και αναζέων).

Εδώ φαίνεται να επενεργεί ο Αµβούλιος Ζευς για να ζέει το νερό.Ενας άλλος τρόπος µε τον οποίο µπορούσαν να βράζουν τα νερά ήταν η ενέργεια εκ του ηλέκτρου, ο... ηλεκτρισµός (> λατ. electro, κεχριµπάρι). Γιατί το ζωικό ήλεκτρο καλείται άµβρα. Και η ρητίνη αυτή amber (ιταλ. ambra, γαλλ. amber, κλπ.)...Σε τόπο όπου βράζουν νερά, ακόµη και σήµερα, θεραπεύονται το άσθµα και η δύσπνοια.

Γι’ αυτό εκ των αµβουλίων ιταλιστί καλείται η δύσπνοια και το άσθµα ambascia. Η δε γνωστή µαγική επωδός abracadabra, που κατά την Ιατροφιλοσο-φική του Κόιντου Σερένιου Σαµµωνικού (3ος αι. µ.Χ.) σηµαίνει «ο κόσµος πρέπει να πίνει νερό», έχει σχέση µε τα όσα ιατρο-µαγικά συνέβαιναν εδώ! Βέβαια η υδρο-θεραπεία, η ποσιθεραπεία κ.λπ. έχουν πολλάκις αναφερθεί από την αρχαιότητα έως σήµερα. Ακόµα και η θρησκεία της αφρο-Καραϊβικής, η vodoun (γνωστότερη ως βουντού), σηµαίνει «αντλώ νερό».

Για όλα αυτά χρειαζόταν ένα ορισµένο περιβάλλον. Με τη µετοίκηση των Ελλήνων ιατρών εκτός Ελλάδος, µετοί-κησαν και οι λέξεις µας. Ετσι, ambiente ιταλιστί σηµαίνει περιβάλλον (> γαλλ. ambient > αγγλικά ambient, ο περικλείων, ο περιβάλλων κ.λπ.). Οπως οι ιατροί του Μαλεάτα Απόλλωνος της Επιδαύρου (> malato), οι ιερείς της φαρµακεύτρας Μήδειας (> medici > Μεδίκοι) και οι αµβούλιοι ιατροί θα πρέπει να τιµήθηκαν δεόντως στην Ιταλία (> αmbasciatore, πρέσβεις)...

Θεραπεία µε ήχο-µουσική

Στην αµβούλια ιατρική, ο ασθενής τραγουδούσε. Ηταν γνωστές οι ευεργετικές ιδιότητες του επαναλαµβανόµενου ήχου-µέλους, η επαναλαµβανόµενη αρµονία, µελωδία, στον ίδιο τον ψάλλοντα
και µετά, κατ’ επέκτασιν, στον ακροατή. Το µουσικό αυτό φαινόµενο λέγεται «κύκλος».

Είναι κάτι που συνέβαινε στη Στοά της Ερµιόνης (όπου ο ήχος/ηχώ επαναλαµβανόταν τρις) και στην Επτάηχο Στοά της Ολυµπίας, όπου ο ήχος/ηχώ επαναλαµβανόταν επτά φορές,Εάν ψάξουµε καλά µέσα στις λέξεις θα βρούµε ότι ο ασθενής τραγουδούσε ιάµβους και διθυράµβους! Αµφότεροι έχουν θρακική καταγωγή και σχέση. Εδώ φαίνεται να επενεργεί η Αµβουλία Αθηνά για να (εµ)πνεύσει τους ποιητάς και τους µουσικούς.Ο ίαµβος είναι ένα µέτρο που εφηύρε η Ιάµβη, θυγατέρα του Πανός και της νύµφης Ηχούς, γεννηθείσα στη Θράκη.

Αυτή έγινε η θεράπαινα της Μετανείρας, συζύγου του Ιπποθόωντος – ή του Κελεού, µεγάλως λατρευοµένη στην Ελευσίνα. Οταν η ∆ήµητρα, αναζητώντας την απαχθείσα κόρη της, έφθασε στην Ελευσίνα, η σεβαστή Μετάνειρα, χωρίς να γνωρίζει ποια είναι, την εκάλεσε στην οικία της και της ανέθεσε την ανατροφή του υιού της, ∆ηµοφώντος.

Η Θράσσα Ιάµβη είδε την ξένη θλιµµένη, την κάθισε σε ένα σκαµνί και της τραγούδησε αστεϊσµούς. Ετσι της προξένησε χαρά! Οταν µαθεύτηκε η θεϊκή φύση της φιλοξενουµένης, η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία. Το τραγούδι της, αφού προξένησε θεϊκή ευφορία, αντιγράφηκε. Και προς τιµήν της το µέτρο ονοµάσθηκε ιαµβικό!

Ετσι, το ιαµβικό µέτρο έµεινε χαρακτηριστικό αναγκαίο για κάθε χαρούµενο τραγούδι. Το ιαµβικό άσµα, λοιπόν, έγινε βασικό «συστατικό» των ελευσινίων µυστηρίων, συνοδευόταν από αυλό (ιαµβαυλέω σηµαίνει συνοδεύω δι’ αυλού ιαµβικούς στίχους), ενώ και η ιαµβύκη (ίσως και η µεταγενέστερη σαµβύκη) ήταν ένα ειδικό τρίγωνο µουσικό όργανο, που θεωρούσαν το καταλληλότερο για τους χαρούµενους στίχους του ιάµβου.

Η προέλευση του διθυράµβου

Ο (ακόµη πιο αινιγµατικός) διθύραµβος ήταν και επίθετο του ∆ιονύσου, άρα ένα άσµα απευθυνόµενο σε αυτόν και σχετιζόµενο µε αυτόν. Αλλωστε ο διθύραµβος γράφηκε για να υμνήσει τον αγαπημένο
θεό, που ετράφη σε ένα «δίθυρο» σπήλαιο (στη Νύσσα). Η παραβολή αυτή μιλά για τις δύο θύρες από τις οποίες εισήλθε ο (Διθυραμβογενής) Διόνυσος (Ανθολ.) στη ζωή: α. Το γυναικείο αιδοίο (ελέγετο και άμβων), τη μήτρα (σπήλαιο), της Σεμέλης και β. το μηρό του Διός (μήτρα και μηρός έχουν την ίδια ρίζα).

Ο Διόνυσος, λοιπόν, γεννήθηκε δις («δις θύραζε βεβηκώς»). Οταν δε ελύθη το ράμμα στο μηρό του Διός, ίνα γεννηθεί ο Διόνυσος, ο Ζευς φώναζε «λύθι ράμμα, λύθι ράμμα!». Αυτή η λυθίραμμος βοή του Διός έγινε διθύραμβος, ένα μυστικό άσμα που τραγουδούσε το μυστικιστικό τρόπο με τον οποίο δισήλθε ο Διόνυσος στη ζωή! Αρα ήταν ένα τραγούδι που υμνούσε τη ζωή και το μαγικό τρόπο με τον οποίο αυτή συλλαμβάνεται και ενσαρκώνεται. Αυτό ήθελε έναν ιδιαίτερο προστάτη, μια μούσα με συγκεκριμένη αποστολή, κι αυτή ήταν η Διθυραμβοχώνη Μούσα, αυτή που έχυνε διθυράμβους.

Ο διθύραμβος ήταν μια ωδή «εξημμένης, ταραχώδους και μεγαλοστόμου εμπνεύσεως» με «υψηλό ενθουσιασμό και υπερβολικές λέξεις σε ένα ίδιον μέλος» και είχε λέξεις στομφώδεις («ουκ έστι διθύραμβος, οίχ’ ύδωρ πίνης» Επίχ.).

Η μελωδία του βασιζόταν στη φρυγία αρμονία. Ο πρώτος που έγραψε διθυράμβους ήταν ο σπουδαίος Αρίων, από τη Μέθυμνα. Αυτός που επέ-φερε τις περισσότερες καινοτομίες στο διθύραμβο ήταν ο Μελανιππίδης από τη Μήλο. Φαίνεται πως οι διθύραμβοι ήσαν μακροσκελείς ωδές, γι’ αυτό υπήρχαν και οι αμβολές/διαναβολές/αναβολές τους, που ήταν περιλήψεις αυτών (συνήθως η αρχή και το προοίμιον), για πιο πρακτι-κούς και χρηστικούς λόγους. Οι ποιητές των διθυράμβων ελέγοντο και κυκλιο-διδάσκαλοι ή ασματοκάμπτες.

Οι διθύραμβοι χορεύονταν κιόλας και μάλιστα κυκλικά (ήσαν κύκλιοι χοροί) γύρω από τους βωμούς. Αυτοί απετέλεσαν την αρχή του δράματος. Και όλα αυτά συνδέονται με το φαινόμενο της επαναλήψεως του ήχου (και της εικόνος), του κύκλου, για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως. Πρώτοι που έβαλαν χρώμα (χρωματική) στους διθυράμβους ήταν ο Δημόκρητος από τη Χίο και ο Θεοξενίδης από τη Σίφνο.

Έτσι, λοιπόν, ίαμβος και διθύραμβος ήταν τραγούδια που υμνούσαν τη ζωή, το χορό, το γλέντι, το κέφι. Ζωηροί και δυνατοί διονυσιακοί ρυθμοί, με ένταση, που έφερναν πανικό (εκ του Πανός). Τα θρακιώτικα παραδοσιακά τραγούδια και οι χοροί αποτελούν σύγχρονες επιβιώσεις τους.

Ο ρόλος του Διονύσου

Αμφότερα υμνούσαν το θρίαμβο της ζωής! Ο θρίαμβος ήταν εορτή των πόλεων, που ετελείτο όταν ανθούσαν οι συκιές. Κατά την ελληνική παράδοση, τη συκιά την είχε βρει πρώτος ο Διόνυσος, ευλόγησε τους καρπούς της και τους προσέφερε στους ανθρώπους. (Γι’ αυτό αργότερα το δώρο του Διονύσου κατα-συκοφαντήθηκε τόσο από τους μισούντες τη χαρά χριστιανούς.

Τόσο, που λένε πως ο Χριστός καταράστηκε το δένδρο της συκιάς!). Στην αρχαία εορτή του Θριάµβου, λοιπόν, παιδιά περιέτρεχαν µε σύκα και έπαιζαν µε τα φύλλα συκής, τις θρίες, προσφέροντας τετράµετρα ιαµβεία (δηλαδή τραγούδια γραµµένα σε ιαµβικό µέτρο – γιορτή ανάλογη µε τα σηµερινά κάλαντα). Και αυτή η γιορτή ήταν υπέρ του ∆ιονύσου, ο οποίος ελέγετο γι’ αυτό και Θρίαµβος ∆ιόνυσος, γιατί κάποτε ο θεός εποίησε ένα στέφανο συκής και «όντως εθριάµβευσε»: Πέρασε από µέσα απ’ αυτόν!

Αλλοτε πάλι, ο ίδιος θεός «βγήκε» για θήρα λεόντων και γύρισε έχοντας ζεύξει στο άρµα του λέοντες! Τον είπαν τότε και θηρίαµβο! Εµεινε, λοιπόν, παροιµιωδώς κάθε σπουδαία νίκη, αλλά και η επίδειξη νίκης και η ποµπή της, να καλείται θρίαµβος (> λατ. triumphus κ.λπ.)!

Αυτά τα θαύµατα (θα τα έλεγαν οι χριστιανοί), οι νίκες του ∆ιονύσου, κατά των κινδύνων, κατά του θανάτου, υπέρ της ζωής, δηµοσιοποιήθηκαν γρήγορα στις πόλεις και τραγουδήθηκαν, υµνήθηκαν, χορεύτηκαν, γιορτάστηκαν. Γι’ αυτό και το ρήµα θριαµβεύω σήµαινε και δηµοσιεύω.

Ο κόσµος αγάπησε και θαύµασε τον ∆ιόνυσο. Ετσι, από το θρίαµβο του ∆ιονύσου δηµιουργήθηκε το θάµβος, η έκπληξη (< θήπω = εκπλήσ-σοµαι). Θαυµάζω σηµαίνει µένω έκθαµβος, από τη θέα θάµβους, θαµπώνοµαι... Και για να θαυµάσω, να δηµιουργήσω θάµβο, θαµπάδα, θα πρέπει να αµβλύνω τα µάτια (> mat) µου, να απελευθερωθώ από την πλάνη που µου δηµιουργούν το αισθητήριο όργανο της οράσεως, ο οφθαλµός, συνεργεία του εγκεφάλου... Η αµβούλια ιατρική πρακτική δεν είχε µόνο στόχο την παράταση της ζωής, αλλά και τη θεραπεία από κάποια νοσήµατα, αφού αµβρίζω σηµαίνει θεραπεύω στα ιερά.

Οι ιερογραµµατείς, δε, των αρχαίων θεραπευτικών κέντρων κρατούσαν την αµβρή, που ήταν ένα βιβλίο διά του οποίου έκριναν εάν µέλλει να ζήσει ή να πεθάνει ο ασθενής. Προφανώς, λοιπόν, η αµβρής ήταν ένα βιβλίο στο οποίο ήταν καταγεγραµµένα όλα τα ιστορικά ιατρικά περιστατικά και συµβάντα και βάσει αυτού -και µελετώντας τα συµπτώµατα και την κλινική εικόνα του ασθενούς- έκριναν το µέλλον του.

Θεραπεία µε διατροφή

Σε όλη αυτήν τη διαδικασία έπαιζε σπουδαίο ρόλο η τροφή/διατροφή του ασθενούς. Γι’ αυτό το πιο σπουδαίο µυστι-κό αυτής της δίαιτας το αµβροτέει (κρύ-πτει) η παράδοση, όπως όλα τα µυστικά και τα µυστήρια. Και εκλήθη «αµβρόσιος τροφή» και πιο απλά αµβροσία, δηλαδή αθανασία.

Αυτή ήταν η τροφή των θεών («των θεών το βρώµα»), που ήταν «εν-νέα φορές πιο γλυκειά από το µέλι», σε συνδυασµό µε το πιοτό τους, που ήταν το νέκταρ. Η αµβροσία ελέγετο και αβροσία, διότι δεν ήταν βρώση (δεν περιείχε σίτο) και, καθώς την ελάµβαναν, δεν έπιναν «αίθοπα οίνο».

Οι θνητοί, οι βροτοί (αυτοί που ζουν χάριν του αίµατος), δεν µετείχαν αυτής, εκτός εάν απολάµβαναν της ευνοίας των θεών. Οι βροτοί δεν γνώριζαν τη γεύση της αµβροσίας. Ηταν το επτασφράγιστο µυστικό των θεών!

Χάρη σε αυτήν οι θεοί είχαν το προνόµιο να είναι αθά-νατοι, άφθαρτοι και να ανανεώνεται το αίµα στις φλέβες τους. Τις ιδιότητες της αµβροσίας διατηρούσε το αιθέριο έλαιο (ρευστό) του ιχώρος (Οµηρος, «Ιλιάδα», Ε, 341, Σαπφώ). Είναι, δε, χαρακτηριστικό πως σε όλες τις ελληνογενείς γλώσσες η λέξις αµβροσία παραµένει αµετάφραστος (λατ. ambrosia κλπ.)!Η θεά της νεότητος και της ζωντάνιας Ηβη ήταν επιφορτισµένη να προµηθεύει νέκταρ και αµβροσία στους θεούς. Αλλοτε πάλι την παρασκεύαζε η ∆ήµητρα.

Η τροφή αυτή δινόταν επιλεκτικά και σε υιούς θεών, δευτερεύουσες θεότητες (νύµφες κ.λπ.), αλλά και στους ίππους των θεών, οι οποίοι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ονοµάζονταν αµβροτόπωλοι και αποκτούσαν αθάνατη ισχύ (Ευριπίδης). Επίσης, η θεά της αυγής Ηώς έτρεφε τον εραστή της, Τιθωνό, µε αµβροσία για να τον κρατήσει αθάνατο.

Οι Χάριτες τραγουδούσαν και έθρεφαν µε αµβροσία το µικρό Αρισταίο, ο οποί-ος εξαιτίας της τροφής αυτής µεγάλωσε ταχύτατα και κατέστη κι αυτός αθάνατος. Αυτός είναι που δίδαξε τη µελισσοκοµία στους ανθρώπους. Οι Ευµενίδες νύµφες ελέγοντο και Αµβροσίες. Είχαν το άντρον τους στην Πύρνα, όπου συλλατρεύονταν ∆ήµητρα, Κόρη και ∆ιόνυσος.

Κάποτε ο ανοριοθέτητος Τάνταλος πήρε την αµβροσία και το νέκταρ και τα έδωσε στους θνητούς. Και απαίτησε αθανασία από τον πατέρα του, ∆ία. Αντ’ αυτής, τιµωρήθηκε σε αιώνια πείνα και δίψα (πρόκειται για το περίφηµο «µαρτύριον Ταντάλου»)...Aναφέρεται πως η τροφή αµβροσία έρρεε από µια πηγή στον Κήπο των Εσπερίδων, τον οποίο φυλούσαν οι Ατλαντίδες Νύµφες.

Οταν εγεννήθη ο Ζευς στο ∆ικταίον Αντρον της Κρήτης, ολόλευκα άγρια περιστέρια (οι Πλειάδες Νύµφες), συνοδεία αετού, επάγαιναν έως τον Κήπο των Εσπερίδων και του έφερναν αµ-βροσία και νέκταρ, πετώντας πάνω από τις Πλαγκτές Πέτρες

Η γιορτή της αµβροσίας

Για χάρη αυτής της θεϊκής τροφής, πολλές (κυρίως ιωνικές) πόλεις στην αρχαιότητα εόρταζαν τα Αµβρόσια, στα οποία κύριος τιµώµενος θεός ήταν ο ∆ιόνυσος-Βάκχος. Σε αυτά παρετίθεντο πολυτελή δείπνα.

Όσον αφορά το τυπικό της εορτής, ήταν παρόµοιο µε τα Λήναια (εορτή του τρύγου, που εορταζόταν περί τον νυν µήνα Σεπτέµ-βριο). Τα Αµβρόσια εορτάζονταν κατά το µήνα Λήναιο.Τέλος, παραπάνω είδαµε και το κόχλασµα των νερών. Ο συνδυασµός αµβροσίας και φωτιάς δεν παρατηρείται µόνον εδώ.

Θυµίζουμε πως η θεά ∆ήµητρα έτρεφε τον ∆ηµοφώντα µε αµβροσία και κάθε νύχτα τον έκαιγε πάνω από τη φωτιά για να τον καταστήσει αθάνατο!Οι θεοί αλείφονταν µε ένα µύρο, που το αποκαλούσαν µε το ίδιο όνοµα: Αµβροσία. Και ευωδίαζαν αµβροσία, µια θαυµάσια οσµή, γίνονταν δηλαδή αµβροσίοδµοι (αµβροσίοσµοι)/αµβροσιώδεις. Εκτός από τη βρώση, και η επάλειψη µε αµβροσία, σε συνδυασµό µε φωτιά, προσέδιδε αθανασία. Ετσι απέκτησαν αθανασία ο Αχιλλεύς, ο ∆ηµοφών κ.ά.

Με τη µεταλαµπάδευση της αρχαίας ελληνικής αµβουλίας ιατρικής εκτός Ελλάδος, ανατολικά και δυτικά, µεταλα-µπαδεύθηκαν και οι λέξεις: στα αγγλικά ambergris σηµαίνει άµπαρον, δηλαδή
αρωµατική ουσία, και στα τουρκικά amber σηµαίνει άµπαρη, άµπρα (άρωµα).Συµπεραίνουµε, λοιπόν, πως η τροφή αυτή περιείχε, ανάµεσα σε άλλα, µέλι και ελαιόλαδο, τα οποία και τρώγονται και πίνονται και αλείφονται, µε εξίσου ευεργετικά αποτελέσµατα!

Ο Οµηρος στην Ιλιάδα του προδίδει ως συστατικό της αµβροσίας (που ήταν, λέει, ένα µίγµα ελαίου, ύδατος, ανθέων και καρπών) το λάδι -αφού το αναφέρει ως ένα των συστατικών της-, µε την οποία έπλεναν (καθάριζαν) στους ναούς, τα ιερά σκεύη... Ο αµβούλιος θνητός ισόθεος Κάστωρ και το καστορέλαιο ίσως να µην είναι και τόσο άσχετα µε το παραπάνω έλαιο.