Ήταν χειμώνας και ένας βοσκός έμενε έξω το βράδυ για να είναι κοντά στο κοπάδι του. Τη νύχτα ήρθε κοντά του μια γυναίκα, όμοια με τη δική του και κοιμήθηκαν μαζί. Το πρωί όταν είδε τη γυναίκα του, της είπε, "Ακόμα και όταν είμαστα νιόπαντροι δεν ήταν τόσο καλό". Εκείνη ξαφνιάστηκε. Δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα της μιλούσε. "Δεν ήρθες να κοιμηθείς μαζί μου χτες το βράδυ;", τη ρώτησε. "Όχι", του απάντησε εκείνη. Τότε ο βοκός κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν μια νεράιδα. Ο βοσκός αρρώστησε λίγο μετά. Άρχισε να πρήζεται το "τέτοιο" του και η γυναίκα του τον έστειλε στο γιατρό. Ο γιατρός τον συμβούλεψε να βάζει πάνω κομπρέσες. 'Ομως δεν είδε γιατρειά. Έπειτα του είπαν να βρει ένα φυτό που το έλεγαν "πιπιλιές" και να κατουρήσει πάνω του για να μπορέσει να εξαγνιστεί. Ωστόσο και αυτό απέτυχε. Το μόνο που έμενε ήταν να ραντίσει με αγιασμό το σημείο που έκανε έρωτα με τη νεράιδα. Όμως το ράντισμα έπρεπε να γίνει πρωτού να πάει στο γιατρό. Για ένα χρόνο δεν μπορούσε να κουνηθεί. Πέθανε στο τέλος του ίδιου χρόνου. Η γυναίκα, η κυρία Σοφία, που αφηγήθηκε την παραπάνω ιστορία στον συγγραφέα Charles Stewart είπε πως η ιστορία σχετιζόταν με πραγματικά γεγονότα της ζωής της, ότι δηλαδή αυτή ήταν η γυναίκα και πως ο άρρωστος βοσκός ήταν ο άντρας της. Στη συνέχεια και ο γιος της και οι γείτονες που στεκόντουσαν γύρω τους τον διαβεβαίωσαν με πολύ σοβαρό ύφος ότι όντως έτσι είχαν συμβεί τα πράγματα - και δεν ήταν μόνο αυτά που είχαν γίνει - και πως η κυρία Σοφία είχε στ' αλήθεια διηγηθεί το θάνατο του Σταμάτη.