Μου πήρε κοντά στη μιάμιση ώρα να φτάσω επάνω κι εκεί ήταν ένα μικρό ξωκλήσι και μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα ήταν ο βωμός. Η τουλάχιστο ότι είχε απομείνει από αυτόν. Το μεγαλύτερο μέρος του είχε χρησιμοποιηθεί άτεχνα σαν οικοδομικό υλικό της εκκλησίας και μόνο οι μεγάλες πέτρες των θεμελίων και οι τεράστιες βάσεις των κιόνων είχαν μείνει πάνω στο χώμα. Φαίνεται ότι οι χριστιανοί χτίστες του δέκατου ένατου αιώνα δεν είχαν τις ικανότητες που είχαν οι Εθνικοί προγονοί τους μερικές χιλιάδες χρόνια πριν.

• • •

Στηρίχτηκα στην κλάρα της μουριάς και κοιτούσα απογοητευμένος τα λιγοστά απομεινάρια. Πάντα με εξοργίζει όταν βλέπω τέτοια αναίτια καταστροφή. Με πιάνει λύσσα όταν έρχεται ο καινούργιος, όχι για να χτίσει κάτι καινούργιο… αλλά για να γκρεμίσει και να εξαφανίσει κάθε ίχνος από τον παλιό.

(Τούτα εδώ που λέω τώρα είναι μια υπόθεση που κάποια μέρα θα ήθελα να συζητήσω και να γράψω για αυτήν. Ίσως όταν όλοι μας είμαστε πιο ώριμοι για να ακούσουμε την πραγματική ιστορία που κρύβουν τα λιθάρια των αρχαίων… Ίσως όταν μπορέσουμε να δούμε την αλήθεια πέρα από δοξασίες και θρησκευτικά πάθη.)

Το σύννεφο που κάλυπτε την κορφή, τώρα είχε κατέβει και σκέπασε τελείως την εκκλησία και το βωμό. Μια παχιά κουβέρτα από κρύο ατμό, που δεν σε άφηνε να δεις ούτε τη μύτη σου. Κάθισα σε μια μεγάλη πέτρα που μια φορά κι έναν καιρό ήταν μέρος του ιερού του Δία κι έστριψα τσιγάρο. Δεν μπορούσα να δω και πολλά από το σύννεφο που μέσα του κολυμπούσα τόση ώρα και το μόνο που είχα να κάνω ήταν να κάτσω εκεί, να μουλιάζω και να σκέφτομαι. Και θα καθόμουνα πολύ ώρα αν κάτι δεν τραβούσε το μάτι μου.

Μια λάμψη σαν από φλας φάνηκε στα δεξιά και πίσω μου και φώτισε όλο τον τόπο γύρω. Πετάχτηκα όρθιος λες και καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Η φωταύγεια, δεν έμεινε με την ένταση της πρώτης λάμψης της για πολύ, αλλά δεν εξαφανίστηκε και τελείως.

«Είναι κανείς εκεί;» φώναξα και τρόμαξα με την ίδια τη φωνή μου.

Η ησυχία του βουνού έσπασε σε χίλια κομμάτια που χάθηκαν κάτω στα φαράγγια και τις ρεματιές. Δεν πήρα απάντηση και επιφυλακτικά πήγα προς το μέρος που ακόμα έφεγγε η λάμψη. Η εκκλησία αναδύθηκε μέσα από την ομίχλη μπροστά μου και το φως έμοιαζε να έρχεται κάπου από πάνω και πίσω της. Έκανα το γύρο προσπαθώντας να κάνω όσο γινόταν λιγότερο θόρυβο. Δεν ήξερα τι ή ποιος ήταν εκεί πέρα και η αδρεναλίνη έκανε την καρδιά μου να δίνει δυνατές σφυριές στους κροτάφους μου…

Βγήκα στα ανοιχτά κρατώντας τη κλάρα μπροστά μου σαν ρόπαλο. Δεν ήταν και πολλά να δω μέσα στο σύννεφο… εκτός από ένα φώς που πετούσε τρία τέσσερα μέτρα πάνω από το κεφάλι μου κάνοντας την ομίχλη να λάμπει και να με τυφλώνει.

Είχα ακούσει να λένε για αυτό το φαινόμενο και ήταν ένας από τους λόγους που είχα έρθει εδώ, αλλά με τα μάτια μου το έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου…

Το παράξενο φως, που τότε δεν ήξερα στα σίγουρα τι ήταν (κι ακόμα δεν ειμαι σιγουρος πως ξέρω δηλαδή). Στεκόταν μετέωρο μέσα στην ομίχλη κι εγώ πηδούσα γύρω-γύρω προσπαθώντας να το φτάσω με το κλαρί. Αργότερα ένας καλός φίλος μετεωρολόγος, μου έδωσε μια ορθή και επιστημονικά τεκμηριωμένη εξήγηση του φαινομένου, αν και ούτε κι αυτός μπόρεσε να καταλάβει και να ερμηνεύσει κάποια από αυτά που θα σας πω σε λίγο.

Σύμφωνα με τον Τζέισον (τον μετεωρολόγο φίλο μου που σας έλεγα), στάθηκα τυχερός για δύο πράγματα. Το πρώτο είναι που το κλαρί ήταν ξερό, και το δεύτερο που η μπάλα της φωτιάς βρισκότανε σε μεγαλύτερο ύψος από αυτό που μπορούσα να φτάσω. Κατά την άποψη του, κανένα παράξενο, εξωγήινο και μεταφυσικό δεν μπλεκότανε στην περιπέτεια μου. Απλά ήταν ένας σφαιρικός κεραυνός στατικού.

Είχα γυρίσει πρόσφατα από ένα ταξίδι μου στις ρωσικές στέπες και είχαμε βγει για φαγητό σε ένα από τα καλά εστιατόρια του Εδιμβούργου. Το τραπέζι ήταν γεμάτο από πιάτα που είχα αδειάσει μόνος μου και περίμενα μια τάρτα με αγριόμουρα και φράουλες. Μόλις μου το είπε σηκώθηκα όρθιος και τον απείλησα πως θα τον παράταγα να πληρώσει μόνος του τον τεράστιο λογαριασμό μου αν δεν εξηγούσε σοι τι πράμα είναι αυτό και γιατί τόσα χρόνια που γυρίζω στα αγριώματα, δεν το έχω ξανασυναντήσει πουθενά.

Μου είπε λοιπόν και μου εξήγησε. Και φυσικά πλήρωσα τον σκασμό του φαγητού που είχα κατεβάσει μόνος μου.

• • •

Θα σας πω την δική του εκτίμηση στο τέλος και βγάλτε μονάχοι σας ότι συμπέρασμα καταλαβαίνετε.

• • •

Η μπάλα (κάπως έτσι μπορώ να το περιγράψω απ’ αυτά που είδα αργότερα) στεκόταν ακίνητη και κρυμμένη καλά μέσα στην καταχνιά από το σύννεφο που σκέπαζε το μέρος. Όταν ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου, προσπάθησα για πολύ ώρα να δω τι ήταν και αποφάσισα ότι μου έμοιαζε σα φως μιας δυνατής πολύχρωμης λάμπας που ήταν σε κολώνα, μόνο που δεν υπήρχε καμιά κολώνα γύρω για να κρέμεται επάνω της μια λάμπα.

Στεκόταν αθόρυβα στον αέρα κι έβγαζε ένα απόκοσμο γαλαζωπό φως με πράσινους και μπλε ιριδισμούς χωρίς κανέναν απολύτως ήχο. Προσπαθώ να σκεφτώ εικόνες από ταινίες που έχω δει μπας και βρω κάτι παρόμοιο, αλλά μάταια. Ως τα τώρα δεν ξέρω τίποτα που να του μοιάζει για να σας το φέρω για παράδειγμα κι έτσι πρέπει να αρκεστείτε στην ταπεινή περιγραφή μου…

Το να τονίσω ότι σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση θα το είχα βάλει στα πόδια, είναι περιττό. Αλλά αν αποτολμούσα να τρέξω μέσα στο σύθαμπο κάτω στην απόκρημνη πλαγιά, θα σκοτωνόμουν στα σίγουρα πεσμένος πάνω στα κοφτερά βράχια και τις πέτρες.

Πάντως για να ξέρετε, δεν το παίζω γενναίος ή κάτι τις σπουδαίο… θα χτυπούσαν εύκολα οι φτέρνες μου στα αυτιά μου από την τρεχάλα αν το μπορούσα. Αλλά δεν έβλεπα τη μύτη μου εκεί πάνω και η φωταύγεια του παράξενου πράγματος έκανε το πηχτό σύννεφο να λάμπει και να περιορίζει ακόμη περισσότερο την ορατότητα. Θα μου πεις, γιατί ρε φίλε δεν έφευγες από κει πέρα περπατώντας όπως ήρθες με την μαγκούρα σου και όλα… και θα σου πω ότι ήταν το πρώτο που προσπάθησα...

Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το φώς στεκόταν ακίνητο από πάνω μου. Ήταν από πάνω μου ακόμα κι όταν απομακρυνόμουν από αυτό. Με κάποιο περίεργο τρόπο, αυτό εξακολουθούσε να μοιάζει ακίνητο ενώ εγώ κινιόμουν όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Αλλά ήταν σαν καρφωμένο από πάνω μου ότι κι αν έκανα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα μα ήταν το πιο παράξενο πράγμα που έχω δει.. και πιστέψτε με… έχω δει πολλά παράξενα πράγματα.

Απελπισμένος πια, άρχισα να κάνω γρήγορα βήματα στην τύχη αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να του ξεφύγω, και κάθε φορά αυτό έμοιαζε ακίνητο από πάνω μου. ΑΚΙΝΗΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ. Το τονίζω γιατί έστω κι αν εγώ έκανα ότι παλαβομάρα μου ερχόταν αυτό δεν κουνιόταν διόλου σε σχέση με μένα. Όταν κάτι κινείται, προκαλεί μια αναταραχή στο χώρο γύρω του, μια παράξενη και αχνή, αλλά απόλυτα πραγματική αναταραχή.

Πολλές φορές το θήραμα ξεγελάει τον κυνηγό με την ακινησία αλλά συνήθως χάνει το παιχνίδι όταν νοιώσει ασφάλεια και πάει να φύγει, τότε γίνεται ορατό στις αισθήσεις του κυνηγού έστω και δεν το βλέπει ή είναι μακριά για να το ακούσει.

Μερικοί άνθρωποι το καταλαβαίνουν σα μια έκτη αίσθηση, και μοιάζει λίγο με κείνο το συναίσθημα που έχεις όταν κάποιος σε κοιτάει έντονα πίσω από την πλάτη σου. Έστω κι αν εσύ δεν τον βλέπεις, ξέρεις ενδόμυχα ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Λοιπόν φανταστείτε αυτό το συναίσθημα της παρακολούθησης επί και γω δεν ξέρω πόσο, αλλά χωρίς την αδιόρατη αναταραχή που προκαλεί η κίνηση.

Ξέρω ότι σας έχω μπλέξει αλλά προσπαθώ να περιγράψω λογικά κάτι που είναι παράλογο από τη φύση του. Αφού έτρεξα γύρω γύρω για κάμποση ώρα, αποφάσισα λαχανιασμένος να το κοπανίσω με την κλάρα της μουριάς. Την έπιασα από την άκρη και άρχισα να την ανεμίζω προς το φως.

Πήδηξα όσο ψηλότερα μπορούσα και σκαρφάλωσα σε πέτρες και βράχους για να το φτάσω. Στο τέλος δοκίμασα να του πετάξω πέτρες και κάποια από αυτές προσγειώθηκε στα κεραμίδια της εκκλησίας.

Κρίνοντας από το θόρυβο πρέπει κανα δυο απ’ αυτά να έγιναν θρύψαλα. Ότι κι αν έκανα, το μυστηριώδες αντικείμενο παρέμενε αόρατο μέσα στο σύννεφο και απρόσβλητο στις προσπάθειες μου. Πονούσανε τα πόδια μου και είχα κουραστεί από το ανελέητο κυνήγι και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι πεινούσα. Τότε τα παράτησα και ξεκίνησα να κατέβω στο διάσελο.

Καμιά φορά η πείνα είναι σοφός σύμβουλος. Το φως με ακολουθούσε όσο ήμουν μέσα στο καταχνιασμένο σύννεφο της κορυφής, ακριβώς από πάνω μου. Είχα αρχίσει να συνηθίζω στην παρουσία του όταν ξαφνικά εξαφανίστηκε. Χάθηκε με τον τρόπο που χάνεται το φως όταν κλείνεις το διακόπτη του ρεύματος και με άφησε να αναρωτιέμαι.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ήταν η τελευταία φορά που είδα παράξενα φώτα εκείνη την ημέρα. Έλπιζα μόνο να μην αρχίσω να ακούω και φωνές… κι όχι ότι δεν μου έχει τύχει κι αυτό.

(Μπορεί να φοβήθηκα και να φαινόμουνα γελοίος έτσι που κράδαινα το κλαρί της μουριάς, αλλά είναι ο τρόπος μου να αντιδρώ στα δύσκολα. Για την αλήθεια, δεν έκανα τίποτα πιο σοβαρό από το να αναδεύω την πάχνη του σύννεφου, αλλά είμαι σίγουρος ότι στη θέση μου, οι περισσότεροι από σας, θα κάνατε χειρότερα.)