Ο γάλλος ευγενής Seigneur d΄ Anglure (1360-1412), που έφτασε το 1395 στη Ρόδο, καταγράφει στο οδοιπορικό του τα κειμήλια και τα λείψανα τού ναού τού αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστή.

«Μάς έδειξαν πρώτα-πρώτα ένα μπρούτζινο σταυρό, που είναι ξακουστός, επειδή έγινε από τη λεκάνη, όπου ο Χριστός ένιψε τα πόδια των αποστόλων. Έπειτα, μάς έδειξαν το δεξί χέρι τού αγίου Βαρθολομαίου και ένα πλούσιο χρυσοΰφαντο σεντόνι, που ύφανε με τα χέρια της η αγία Ελένη κι ένα αγκάθι από τον στέφανο τού μαρτυρίου τού σωτήρος μας Ιησού Χρίστου, ασημωμένο. Αυτό το αγκάθι μπουμπουκιάζει μια φορά το χρόνο, το μεσημέρι τής Μεγάλης Παρασκευής. Εμείς το είδαμε κατά το γυρισμό μας από τη Ρόδο -ήταν μεσημέρι τής Μεγάλης Παρασκευής- να βγάζει βλαστάρι και άσπρα λουλουδάκια. Και πολλοί αξιόπιστοι άνθρωποι μάς διαβεβαίωσαν, ότι το αγκάθι, μια μέρα πρίν, ήταν κατάξερο και μαύρο». (Le saint voyage de Jerusalem du Seigneur d΄ Anglure publie par Francois Bonnardot et Auguste Longnon, Παρίσι, 1878).


O μοναχός Felix Faber, που ταξίδεψε το 1482 στους αγίους τόπους, κατέγραψε κατά την άφιξή του στη Ρόδο τα άγια λείψανα, που είδε στούς ναούς:

«Ένα κομμάτι από το σταυρό τού Ιησού Χριστού, ένα από τα δηνάρια, που πήρε ο Ιούδας, δύο αγκάθια από τον στέφανο τού Κυρίου (το ένα ανθίζει κάθε Μεγάλη Παρασκευή), ένα σταυρό καμωμένο από τη λεκάνη, όπου ο Χριστός ένιψε τα πόδια των μαθητών, ύστερα από το μυστικό δείπνο και πολλά άλλα λείψανα, που είδα και άγγιξα». (Felix Faber: Evagatorium).