Πρόκειται για τον θάνατο του πατέρα μου, ο οποίος κατοικούσε στο χωριό μας, το Αηδονοχώρι Κονίτσης του νομού Ιωαννίνων. Πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 1996, ετών 76, την 04:30 πρωινή ώρα, ημέρα Κυριακή, που είχαμε τότε και βουλευτικές εκλογές και μάλιστα ξεψύχησε , έτυχε, στα χέρια μου. Η κηδεία του έγινε την επόμενη 23η Δευτέρα στις 11:00 η ώρα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας γύρω στις 16:30-17:00 εγώ, ο γαμπρός μου ο Θανάσης και ο αδερφός μου Γιώργος πήγαμε στο νεκροταφείο του χωριού, στον Αϊ-Νικόλα, στο μνήμα του για να του βάλουμε έναν πρόχειρο ξύλινο σταυρό, έως ότου έρθει ο μαραγκός από τη Κόνιτσα που θα του έφτιαχνε κανονικά ξύλινα κάγκελα.
Στο δρόμο όπως πηγαίναμε και πλησιάζαμε την εκκλησία του Αϊ-Νικόλα, βλέπω στη δεξιά γωνία της εκκλησίας έναν άντρα ντυμένο κανονικά να μου χαμογελά, ο οποίος έμοιαζε καταπληκτικά του εκλιπόντος πατέρα μου, το δε πρόσωπό του προς στιγμήν, ήταν ολόιδιο με του πατέρα μου αλλά λιγάκι αλλοιωμένο, σαν ξεθωριασμένη φωτογραφία. Ο άντρας αυτός εκινείτο εμπρός-πίσω 2-3 μέτρα όχι περπατώντας αλλά αιωρούμενος, δεν κουνούσε κανένα μέλος του σώματός του (χέρια η πόδια), απλώς εκινείτο εμπρός-πίσω. Στις κινήσεις του αυτές εμπρός-πίσω άλλαξε η αρχική μορφή του προσώπου του με τη μορφή δύο συγχωριανών μας, εναλλάξ τη μια στιγμή εμφανιζόταν με το πρόσωπο του Απ. Μπανούση (πεθαμένο) και την άλλη με το πρόσωπο του Μιχ. Πάντου (ζωντανού τότε) και δεν επανήλθε στην αρχική του μορφή με το δικό του πρόσωπο. Επίσης και το πουκάμισό του άλλαζε : στη μορφή του Μιχ. Πάντου φόραγε ένα άσπρο με τετραγωνάκια που σχημάτιζαν οι καφετί γραμμές του και συνήθως φόραγε ο συγχωριανός μας Μιχ. Πάντος και στη μορφή του Απ. Μπανούση φόραγε ένα μπλε πουκάμισο ιδίου χρώματος που φορούσε συνήθως ο συγχωρεμένος συγχωριανός μας. Το σακάκι του ήταν καφετί και το παντελόνι του μάλλον σκούρο γκρι, όπως είχαμε ντύσει τον πατέρα μου (σακάκι καφετί, παντελόνι γκρι και άσπρο πουκάμισο).

Τα στοιχεία που άλλαζαν τακτικά ήταν τα πρόσωπα και τα πουκάμισα. Αλλά οποιαδήποτε μορφή και να έπαιρνε, ήταν πάντα χαμογελαστός και χαρούμενος.

Προς στιγμή σκέφτηκα πως αυτό που βλέπω ίσως είναι αποκύημα της φαντασίας μου λόγω συναισθηματικής φόρτισης.

Αυτό όμως που έβλεπα δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο που μας μοιάζει, δηλαδή δεν ήταν άνθρωπος από ύλη, σάρκα όπως όλοι μας, ήταν πιο αλαφρύς, πιο διάφανος. Διέκρινα λεπτομέρειες στις εναλλασσόμενες μορφές που έπαιρνε των δύο συγχωριανών μας. Φαινόταν τα πρόσωπά τους πεντακάθαρα, τα ξεχώριζα, αυτός είναι τώρα ο  Απ. Μπανούσης με το μπλε πουκάμισο και αμέσως μετά, αυτός τώρα είναι ο Μιχ. Πάντος με το άσπρο καρό πουκάμισο. Τα πουκάμισα και τα πρόσωπα τα είδα ξεκάθαρα, πεντακάθαρα, ενώ το δικό του στην αρχή δεν φαινόταν καλά. Αλλά γενικά μου φαινόταν λιγάκι «αεράτος», αλαφρύς όχι βαρύς να πατάει με σιγουριά στο έδαφος όπως εμείς οι ζωντανοί, αυτός αιωρούνταν πέρα δώθε.

Αυτή τη σκηνή την είδα μόνο εγώ, ο αδερφός μου και ο γαμπρός μου δεν είδαν τίποτα. Μάλιστα επειδή μου έκανε μεγάλη εντύπωση, κοντοστάθηκα λιγάκι κοιτάζοντας τον «άντρα» με κατάπληξη και αμέσως σκέφτηκα : μα… ποιος είναι αυτός και τι θέλει τέτοια ώρα στο νεκροταφείο; Η χρονική διάρκεια αυτής της εικόνας – σκηνής δεν πρέπει να ξεπέρασε τα 4-5 δευτερόλεπτα. Μετά έστρεψα το βλέμμα μου αλλού και όταν ξανακοίταξα είχε εξαφανιστεί. Ήθελα να τους τον δείξω αλλά από τη μια μεριά δεν ήθελα να χάσω αυτή την πράγματι εντυπωσιακή για μένα εικόνα και από την άλλη δεν ήθελα να τους φοβίσω, ειδικά τον αδερφό μου που είναι φοβητσιάρης.

Δεν τους είπα τίποτα, σε λίγο φτάσαμε, ανοίξαμε την εξώπορτα που ήταν κλειστή, φτιάξαμε και βάλαμε έναν πρόχειρο ξύλινο σταυρό στο μνήμα του και μετά επίτηδες, διότι εγώ είχα μεγάλη αγωνία, πρότεινα και πήγαμε και οι τρεις γύρω από το νεκροταφείο (που δεν είναι μεγάλο), μετά μέσα στο οστεοφυλάκιο και μετά ξεκλειδώσαμε και την πόρτα της εκκλησίας για να ελέγξουμε εσωτερικά μήπως και ξεχάσαμε (δήθεν) το πρωί κανένα κερί αναμμένο, διότι εκεί είχε ψαλεί η νεκρώσιμος ακολουθία και ελέγξαμε γενικά τα πάντα, διότι ήθελα να βεβαιωθώ αν υπήρχε κάποιος άνθρωπος εκείνη την ώρα σε κάποιο χώρο του νεκροταφείου. Τελικά τίποτα, κανένας, ψυχή που λέμε.
Φύγαμε, γυρίσαμε στο σπίτι. Εγώ ήμουν σε μεγάλη σκέψη. Τι ήταν αυτό που είδα; Όραμα; Τι ήταν αυτό που είδα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και κάτω από φυσιολογικές συνθήκες; Ήμουν ξύπνιος, περπατούσα, με τη συναισθηματική φόρτιση που είχα και που όλοι μας έχουμε σε τέτοιες περιπτώσεις. Μετά από ένα χρόνο διηγήθηκα στους δικούς μου αυτή την εμπειρία.