Νοίκιαζα ένα σπίτι στη Σαλονίκη όταν ήμουν φοιτητής και ζούσα μόνος μου. Το σπίτι ήταν αρκετά ευρύχωρο και φυσικά πολύ ήσυχο, ήταν αδύνατο να σκεφτείς ότι θα μπορούσε κάτι να συμβαίνει εκεί μέσα.

Μια νύχτα ξύπνησα από τον ύπνο μου και είχα την ξεκάθαρη αίσθηση ότι κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι. Τρομοκρατήθηκα και το μυαλό μου πήγε ότι κάποιος κλέφτης θα είχε μπει μέσα. Δεν διανοήθηκα τίποτε άλλο. Ήμουν ξύπνιος με τα μάτια κλειστά, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου μπρούμυτα. Ήμουν πολύ φοβισμένος και καθόμουν και σκεφτόμουν τι θα ήταν το καλύτερο να κάνω, αν θα έπρεπε να σηκωθώ και να αντιμετωπίσω αυτόν που είχε μπει ή να κάνω ότι κοιμάμαι για την ασφάλειά μου.

Δεν άκουγα κανένα θόρυβο από αυτόν ή σημάδι κάποιας κίνησης και αυτό μεγάλωνε ακόμα περισσότερο την αγωνία μου. Ξαφνικά και πάλι χωρίς να ακούσω θόρυβο και έχοντας τα μάτια μου κλειστά, καταλαβαίνω πλέον ότι αυτός ο κάποιος έχει μπει στο δωμάτιό μου. Δεν μπορούσα να κουνηθώ από τον φόβο μου και δεν τολμούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Τώρα είχα για πρώτη φορά την αίσθηση ότι αυτό που συνέβαινε δεν ήταν φυσιολογικό και ότι αυτός ο κάποιος ή κάτι που είχε έρθει να με επισκεφτεί ίσως να ήταν άνθρωπος, ίσως κάτι άλλο.

Το ένιωσα να έρχεται πάνω από το κεφάλι μου και να σκύβει και από τις δυο μεριές σαν να ήθελε να δει αν κοιμόμουν ή παρίστανα ότι κοιμόμουν. Τώρα ένιωθα ΞΕΚΑΘΑΡΑ την ανάσα του πάνω από το σβέρκο μου. Αποφάσισα τελικά να πάρω θάρρος και να κουνηθώ, να κάνω ότι γυρνάω πλευρό και αν όπως θα σήκωνα το χέρι μου άγγιζα κάποιον, ότι και να ήταν θα πάλευα. Το έκανα και δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Από τη στιγμή που κουνήθηκα δεν ένιωθα άλλο τη ανάσα του, ούτε καμιά παρουσία μέσα στο δωμάτιό μου.

Με πήρε ξανά ο ύπνος και μόνο το πρωί με το φως και με το θόρυβο απ' έξω τόλμησα να ψάξω το σπίτι. Δεν έλειπε τίποτα και δεν είχε πειραχτεί τίποτα. Όλα ήταν εντάξει. Κι όμως, στα τέσσερα χρόνια που έμεινα στο σπίτι η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε αισθητή την παρουσία του μ' αυτόν τον τρόπο.