Στους πρώτους οικιστές του νεότερου Πειραιά, έστω κι αν δεν πρόλαβε να κατοικήσει σε αυτόν, ήταν και ο ένδοξος ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Ο ένδοξος αυτός ναύαρχος είχε συνδεθεί με τον Πειραιά, με τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωσή του, όταν μετά το τέλος του αγώνα, αποφάσισε να εγκατασταθεί σε αυτόν. Διάλεξε όμως να χτίσει το σπίτι του, σε οικόπεδο μπροστά από το Μοναστήρι - έτσι έλεγαν τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα- παρά τις αντιρρήσεις των λίγων τότε κατοίκων του Πειραιά, ότι δεν έπρεπε να κλείσει το σπίτι του Αγίου. Παρόλα αυτά ο ναύαρχος επέμεινε και προχώρησε στην ανέγερση της οικοδομής χωρίς να προλάβει να κατοικήσει σε αυτήν. Πέθανε λίγο μετά την αποπεράτωσή της στις 11 Ιουνίου του 1835 και θάφτηκε στην είσοδο του λιμανιού.

Από τότε το σπίτι θεωρήθηκε γρουσούζικο και όχι αδίκως από ότι φαίνεται. Αυτό το ίδιο σπίτι στάθηκε γρουσούζικο και για τους κατοπινούς ιδιοκτήτες του ή ενοικιαστές του. Δύο φορές καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η πρώτη Ελληνική Ατμοπλοϊα, η γνωστή ως παλαιά Ατμοπλοϊα Σύρου, όταν μετέφερε την έδρα της στον Πειραιά, εγκατέστησε τα γραφεία της στο ισόγειο του κτηρίου και σε λίγο καιρό πτώχευσε. Και οι δύο από τους τελευταίους ιδιοκτήτες του σπιτιού, ο στρατηγός Χατζανέστης (ένας από τους έξι που εκτελέστηκαν το 1922 στο Γουδί ως υπαίτιος της καταστροφής) και ο Ν. Πειρουνάκης (υπουργός στη διάρκεια της κατοχής) βρήκαν βίαιο θάνατο. Το σπίτι αυτό κατεδαφίστηκε το 1969 (όπως και πολλά άλλα κτήρια που έγραφαν την ιστορία της πόλης) από τον τότε δήμαρχο Αριστ. Σκυλίτση για να αποκτήσει θέα προς την θάλασσα ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα.
ΠΗΓΗ :
Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης "Το χρονικό μιας πολιτείας"