Καλησπέρα σε όλους. Έχω κι εγώ να σας πω μια ιστορία που μου διηγήθηκε η μητέρα μου, η οποία είναι ηλικιωμένη γυναίκα και απολύτως σοβαρή, αλλά παρόλα αυτά, κάθε φορά που την διηγείται, κλαίει, και μπορώ να σας πω ότι βουρκώνω κι εγώ μαζί της. Ήταν στην κατοχή με τους Γερμανούς. Η μαμά μου τότε ήταν παιδάκι, όχι παραπάνω από 8-9 χρονών. Η καταγωγή της είναι από την Ζαγορά Πηλίου (το μαγικό βουνό των Κενταύρων…αληθινά υπέροχο! Αχ, μακάρι να κατάφερνα να πήγαινα συχνότερα…Τέλος πάντων όμως…ας συνεχίσω). Λοιπόν, τότε οι Γερμανοί, είχαν επιτάξει τα πιο μεγάλα αρχοντόσπιτα του χωριού και έμεναν οι ίδιοι μέσα. Ένα από τα σπίτια που είχε επιταχτεί ήταν και της μητέρας μου, και η οικογένειά της έμεναν σ’ αυτό που η μαμά μου λέει «καλύβια» (ήταν κάτι ξύλινες καλύβες, περίπου σαν λυόμενα θα λέγαμε σήμερα, που τις είχαν στα κτήματά τους για να ξαποσταίνουν το καλοκαίρι). Είχαν λοιπόν αναγκαστεί να πάνε να μείνουν εκεί. Ο παππούς στον πόλεμο, πίσω η γιαγιά μου με τα 3 της παιδιά. Η μαμά μου η μικρότερη. Κάποια μέρα (κι αυτό είναι το περίεργο, πως ήταν μέρα, ούτε σούρουπο, ούτε βράδυ), είχε πάει η γιαγιά μου με την μητέρα μου να μαζέψουν χόρτα για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Τα μεγαλύτερα αδέλφια της μαμάς μου, ήταν και τα δυο κατάκοιτα στο κρεβάτι από την πείνα, μια και ήταν στην εφηβεία και πάνω στην ανάπτυξη…καταλαβαίνετε. Λοιπόν, κάποια στιγμή, μέσα σε μια ρεματιά, η γιαγιά μου κατέρρευσε και δεν είχε πια κουράγιο να περπατήσει. Έστειλε λοιπόν την μαμά μου να βγει πάνω προς το χωριό, σε κάτι περαχωρίτικα (μακρινά δηλαδή) σπίτια, που ήταν πλουσιόσπιτα και είχαν ακόμα τον τρόπο τους, και να ζητιανέψει δυο-τρεις φέτες ψωμί. Η μαμά μου, μικρό παιδάκι ήταν, φοβόταν, ντρεπόταν, δεν ήθελε να πάει. Η γιαγιά μου όμως δεν είχε πια δυνάμεις, και την παρακαλούσε. Της λέει, πήγαινε παιδί μου, δεν είναι ντροπή, κάνε τον σταυρό σου, κι ο Χριστός ζητιάνεψε φαγητό για τους μαθητές του, κι έτσι πήγε. Τελικά, όταν έφτασε εκεί, αυτές οι κυράδες στο πλουσιόσπιτο, την έδιωξαν σαν το σκυλί, χωρίς να της δώσουν ούτε ψίχα ψωμί, κι όχι φέτα ολόκληρη. Στον δρόμο που κατέβαινε η μαμά μου, έκλαιγε από την ντροπή της κι από την στεναχώρια της, έκλαιγε και φώναζε, γιατί Χριστέ μου εμένα δεν με βοήθησες κι άφησες να με διώξουν; Τώρα θα πεθάνει η μανούλα μου από την πείνα…(ε, παιδάκι ήταν τα ’χε παίξει). Τότε, όπως κατέβαινε στο μονοπάτι, πίσω από έναν πλάτανο, είδε μια γυναίκα ψηλή, που φορούσε κάτι σαν λευκό μακρύ μανδύα με κουκούλα. Η μαμά μου λέει πως δεν φοβήθηκε καθόλου. Η γυναίκα της έκανε νόημα να πλησιάσει κι εκείνη πήγε κοντά. Την ρώτησε γιατί φώναζε κι έκλαιγε, κι η μαμά μου της είπε τι είχε γίνει. Μου είπε πως η γυναίκα ήταν πολύ όμορφη, πολύ πιο όμορφη από κάθε γυναίκα του χωριού και πως τέτοια μορφή δεν είχε ξαναδεί. Το πρόσωπό της έλαμπε μου έλεγε, και δεν την φοβόταν καθόλου, αλλά σκεφτόταν πως θα ήταν ξένη γιατί δεν την ήξερε. Όταν της εξιστόρησε τα συμβάντα, η γυναίκα άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της αλλά δεν την άγγιξε, παρόλα αυτά η μαμά μου λέει πως ένιωσε κάτι σαν απαλό χάδι ή σαν απαλό αεράκι στα μαλλιά της. Της είπε λοιπόν η γυναίκα «Μην φοβάσαι παιδί μου. Αυτοί που σ’ έδιωξαν θα σβηστούν από προσώπου γης. Πήγαινε πάνω στο μονοπάτι, στρίψε στο τάδε σημείο και θα βρεις μύλο που αλέθουν ψωμί. Εκεί να ζητήσεις και θα σου δώσουν». Μα της λέει η μαμά μου, από κει πήγα και πριν και δεν είδα μύλο. «Τώρα όμως θα τον δεις» της απάντησε η γυναίκα. Η μαμά μου άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι, και λίγα βήματα μετά, σκέφτηκε να ρωτήσει την γυναίκα πως την λένε. Στράφηκε να δει, κι η γυναίκα είχε χαθεί. Τελικά, πήγε εκεί που της είπε και όντως βρήκε έναν μύλο, που άλεθαν ψωμί, και μια άλλη γυναίκα (που η μαμά μου λέει πως της φάνηκε σαν αρχόντισσα, ψηλή, ξανθιά και όμορφη), και μόλις η μαμά μου χτύπησε την πόρτα, της άνοιξε και της έδωσε δυο μεγάλα καρβέλια ψωμί, ζεστά κι αχνιστά και μόλις βγαλμένα από τον φούρνο. Φαντάζεστε την χαρά της! Μου έλεγε πως τα έβαλε μες την ποδιά της κι έτρεχε σαν κατσίκι να βρει την μάνα της κάτω στην ρεματιά. Μ’ αυτά τα δυο καρβέλια, σώθηκε η γιαγιά μου, αλλά και τα παιδιά. Το πιο περίεργο όμως της ιστορίας δεν είναι αυτό. Πρώτον, στο σημείο που έλεγε η μαμά μου, δεν υπήρχε ούτε μύλος, ούτε σπίτι….Όσο για το άλλο σπίτι, σε τρεις μέρες το βομβάρδισαν οι Γερμανοί και δεν έμεινε κανείς ζωντανός, ούτε καν τα παιδιά…Τι να πω; Κάθε φορά που το ακούω, η ιστορία με ανατριχιάζει και με συγκινεί συγχρόνως… Τα συμπεράσματα δικά σας. Giteana. Πάντως…το ψωμί ήταν πολύ υπαρκτό, και αληθινό…