Η ιστορία συνδέεται με τα Αντικύθηρα. με έναν δρόμο που κατεβαίνει από τον οικισμό -νομίζω- προς το λιμάνι, έχει στα αριστερά το βουνό, το κυκλώνει, περνά και από ένα σχολείο. Καθώς ο φίλος μου κατέβαινε βράδυ μόνος και περνούσε δίπλα από το σχολείο ακούει σε μια μέτρια απόσταση από πίσω του μια βαριά ανάσα. Γυρνά να δει, κανένας. Προχωράει και μετά από τη στροφή που χάνεται το σχολείο από το οπτικό πεδίο η ανάσα σταματά ν’ ακούγεται. Το λέει σε κάτι φίλους του και αυτοί τον λένε φαντασιόπληκτο. Το άλλο βράδυ κατεβαίνουν μαζί. Η ανάσα τους ακολουθεί από πίσω πάλι. Ε, και οι φίλοι φυσικά φοβούνται και πάνε πλέον τρέχοντας...