Στον συνοικισμό Εξάνδη του Μυλοποτάμου Κρήτης κάθε έτος και για μία περίπου εβδομάδα την εποχή της ωρίμανσης των χαρουπιών τα οποία ραβδίζονται από τους χωρικούς για να πέσουν, ακούγεται τη νύχτα κρότος ραβδίσματος δένδρου, ήχος ο οποίος ακούγεται από όλους τους παριστάμενους. Η τελευταία αυτή λεπτομέρεια αποκλείει κάθε περίπτωση υστεροπαθούς ατόμου, φέρνει δε το ζήτημα στο επίπεδο της καθαρής ψυχικής έρευνας. Οι πιο θαρραλέοι του χωριού επιχείρησαν να σαφηνίσουν την αιτία του θορύβου και πλησίασαν το δένδρο με φανούς. Μόλις όμως πλησίαζαν ο ήχος σταματούσε και ξανακουγόταν από άλλο δέντρο το οποίο βρισκόταν μακρύτερα. Η αιτία του φαινομένου συνδέεται με το εξής γεγονός : Προ ετών κάτοικος της Εξάνδης είχε ανέβει πάνω σε μια χαρουπιά και την ράβδιζε όταν άρχισε να φιλονικεί με την γυναίκα του που ήταν από κάτω. Ο καυγάς όλο και μεγάλωνε όταν ξαφνικά ο χωρικός έπεσε κάτω είτε ζαλισμένος είτε μη στηριζόμενος καλά πάνω στο κλαδί λόγω της έντασης και σκοτώθηκε. Από τότε κάθε χρόνο με διάρκεια μιας βδομάδας και ακριβώς την ημερομηνία του θανάτου σημειώνεται αυτό το φαινόμενο