Εγώ βρήκα ένα ενδιαφέρον περιστατικό στο βιβλίο του Ιωάννη Γιαννόπουλου "Μυστικά και Ξεχασμένα" και θα ήθελα να το αναφέρω. Δεν ξέρω πού το βρήκε ή αν είναι αληθινό, αλλά αφορά στην "προσωπική" μαρτυρία ενός ληστή του Κώστα Τσαμίτα -της ομάδας του Φώτη Γιαγκούλα γύρω στο 1925- ο οποίος έγινε μάρτυρας του "ανοίγματος μιας πύλης" στον Όλυμπο, στην χαράδρα της Σταλαματιάς, κοντά στον Νεραϊδόβραχο. Τα κυριότερα σημεία του περιστατικού (υποθέτω ότι η λιτή αρχική περιγραφή "στολίστηκε" από τον ίδιο τον συγγραφέα) Η ΜΑΓΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ "Ο Τσαμίτας είχε περάσει τη νύχτα του σε μια στάνη έξω από το Πύθιο, στο Καστρί, και ξεκίνησε πρωί-πρωί με κατεύθυνση την περιοχή που την ονόμαζαν Στεφάνη, πέρασε από κει χωρίς απρόοπτο και από γνωστά μόνον σε αυτόν μονοπάτια μπήκε στη χαράδρα της Σταλαματιάς. Τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά και ο ήλιος δύσκολα έφτανε μέχρι εδώ κάτω.. Για λίγο ο τόπος με την μόνιμη υγρασία, γινόταν στ' αλήθεια μαγικός, ένας νεραϊδότοπος.. Άκουσε σε λίγο το θόρυβο νερού να τρέχει απαλά από ένα ρυάκι και λοξοδρόμησε λίγο, πηγαίνοντας προς τα κει να πιει λίγο νερό και να γεμίσει το παγούρι του. Σκεπτόταν εν τω μεταξύ, ότι παραήταν διαφορετικός ο τόπος σήμερα, και ότι έμοιαζε ακριβώς όπως τον περιέγραφαν οι παλιότεροι στις ιστορίες που έλεγαν στο καφενείο τα βράδια του χειμώνα, ότι αυτή η χαράδρα κάποτε αλλάζει και γίνεται μαγική. Έλεγαν ότι εκεί ακριβώς οι πύλες του ουρανού άνοιγαν την ίδια στιγμή που άνοιγαν οι πύλες της γης και εύκολα μπορούσες από τον ένα τόπο να βρεθείς στον άλλο, χωρίς να το καταλάβεις. Πρόσθεταν δε ότι όσοι τόλμησαν να πάνε από τον έναν κόσμο στον άλλο δεν ξαναφάνηκαν. Ο Κώστας άρχισε λίγο να ανησυχεί. "Μωρέ κάτι συμβαίνει εδώ!" είπε πάλι. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε πολύ λεπτή και επικρατούσε παράξενη ηρεμία. Έφτασε στο ρυάκι και έσκυψε να πιει νερό. Μετά γέμισε το παγούρι του ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω. " Η ΠΥΛΗ "Σήκωσε πάλι το βλέμμα, τώρα συνειδητοποιούσε κάτι το διαφορετικό. Έβαλε το πώμα στο παγούρι του και σηκώθηκε όρθιος. Σε ένα σημείο πριν το ρυάκι στρίψει προς τα δεξιά μπορούσε να δει αρκετά καθαρά κάτι σαν μεγάλο Π, που το ένα σκέλος του άρχιζε να υψώνεται από την μία όχθη του ρυακιού, ενώ το άλλο κατέληγε στην άλλη όχθη, σαν να περνούσε δηλαδή το νερό ανάμεσα στα δύο σκέλη αυτού του σχήματος. Στην αρχή το νόμισε για μια παλιά γεφυρούλα που ποτέ δεν είχε προσέξει, αμέσως όμως απέρριψε αυτή την ιδέα γιατί το ρυάκι ήταν τόσο στενό που αν έπαιρνε φόρα, θα μπορούσε να βρεθεί από την μία στην άλλη όχθη χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Μετά άρχισε να παρατηρεί αυτό το Π. Αντιλήφθηκε ότι το σχήμα που είχε το προσδιόριζαν οι πυκνές πράσινες κληματσίδες που το περιέπλεκαν και το σχημάτιζαν. Κληματσίδες και πού και πού μεγάλα πράσινα φύλλα που κρέμονταν από αλύγιστους μίσχους που "έλαμπαν", αποτέλεσμα της υγρασίας που είχαν και του φωτός που έπεφτε πάνω τους. Η υγρασία και οι σταγονίτσες που δημιουργούσε μία έλαμπαν πού και μία όχι και τόσο, σαν να αναβοσβήνει, σκέφτηκε. Σαστισμένος, κρύφτηκε πίσω από έναν κορμό δυό-τρία μέτρα από την όχθη. Κοίταξε λίγο καλύτερα και τότε παρατήρησε ότι το νερό που έτρεχε κάτω από το Π, δεν υπήρχε ή μάλλον δεν έβγαινε από την άλλη μεριά. Ηταν σαν να μπαίνει από μια "πύλη" και μετά να χάνεται. Ο Κώστας ήταν σίγουρος πως είχε βρεθεί στο κέντρο εκείνης της μαγικής στιγμής που συζητούσαν οι παλιότεροι! Για μερικές στιγμές κάθισε χωρίς να κοιτάζει. Προσπαθούσε να αποφασίσει τι θα έκανε, ήθελε να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αλλά κάτι τον κρατούσε ακόμα εδώ. Ασυναίσθητα έβγαλε το κεφάλι από την κρυψώνα του κορμού που βρισκόταν και ξανακοίταξε. " ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ "Εκεί μπρος από το Π -στην "έξοδο" που υπήρχε προς το μέρος που μπορούσε να δει ο Κώστας- έστεκε "κάτι" που λες και μόλις είχε βγει από κάποιον άλλο κόσμο, από κάποια άλλη πραγματικότητα. Ένα "μαυριδερό ξωτικό", έτσι το περιέγραψε ο Τσαμίτας, με πολύ λεπτά χέρια που κατέληγαν σε προεξοχές σαν δάχτυλα, πολύ πιο μακριά όμως και πιο μεγάλα από τα δικά μας, και στο ίδιο σχήμα πόδια. Το σώμα του ήταν κι αυτό μαύρο και λεπτό, λείο χωρίς τρίχες, και κάπως πιο φαρδύ στο μέρος που πρέπει να ήταν ο θώρακας, αλλά δεν φαίνονταν λεπτομέρειες. Νόμισε μάλιστα ότι φορούσε ένα είδος γυαλιστερού μαύρου ρούχου αλλά δεν ήταν και σίγουρος, μπορούσε κάλλιστα να είναι και γυμνό. Το κεφάλι του ήταν τελείως διαφορετικό από το δικό μας, το σχήμα του τριγωνικό και πολύ τονισμένο, διακρινόταν μια λεπτή γραμμή στο μέρος της μύτης, αλλά τα μάτια έμοιαζαν σαν να ήταν πρόσθετα. Σαν ένα ζευγάρι γυαλιά που εφάρμοζαν τόσο πολύ πάνω στο πρόσωπο που σου έδιναν την εντύπωση ότι δεν έβγαιναν ποτέ! Το πάνω μέρος του κρανίου του ήταν μάλλον κανονικό, παρόλο που δεξιά και αριστερά, λίγο πιο πάνω από τους κροτάφους, υπήρχαν δύο ελαφρώς μυτερές προεξοχές σαν συνέχεια του κρανίου. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι φορούσε ένα τριγωνικό καπέλο. Αυτό το πλάσμα ήταν ακριβώς εμπρός από το Π, με τα λεπτά του πόδια μέσα στο νερό και κάπου-κάπου έσκυβε, βάζοντας μέσα και τα μακριά του δάχτυλα και μετά τα έφερνε κοντά στο πρόσωπό του, εκεί που δεν υπήρχε καθαρή γραμμή για να προσδιορίσει το στόμα, αν υπήρχε στόμα. Φαινόταν ότι όχι μόνο δεν ήξερε που ήταν, αλλά δεν είχε και την παραμικρή ιδέα τι ήταν αυτό το υγρό μέσα στο οποίο βρισκόντουσαν τα πόδια του. Κάποια στιγμή σήκωσε το τριγωνικό κεφάλι του και το έστριψε αριστερά και δεξιά σαν να παρατηρούσε γύρω του. " ΤΟ ΤΕΛΟΣ του περιστατικού "Ο Τσαμίτας με ένα πήδο πετάχτηκε από την κρυψώνα του, τσίτωσε τα πόδια του στερεά στο έδαφος, άδραξε την πιστόλα του και βγάζοντάς την από το σελάχι του, πυροβόλησε προς το μέρος του "ξωτικού". Ο πυροβολισμός αντήχησε 10 φορές πιο δυνατός μέσα σε εκείνη την ησυχία. Το φαράγγι βούηξε και μαζί με αυτόν ακούστηκε και μια κραυγή από το μέρος του "ξωτικού" που ο Κώστας την χαρακτήρισε σαν "στριγκλιά γουρουνιού που το σφάζουν". 'Ηταν μόνο μια φωνή τρόμου γιατί το βόλι δεν το είχε βρει. Εμπρός στα έκπληκτα μάτια του και ενώ είχε αρχίσει να προχωρά προς το μέρος του, εκείνο έκανε έναν "πήδο" και χάθηκε μέσα στο Π που εξακολουθούσε να είναι εκεί, καμιά δεκαριά μέτρα τώρα από το Κώστα που προχωρούσε. Ξαφνικά φάνηκε σαν σύννεφα μεγάλα να τρέχουν και να σκεπάζουν τον ήλιο, το φως ελαττώθηκε κατά πολύ και ένας δυνατός αέρας άρχισε να φυσά, σηκώνοντας παντού τα πεσμένα φύλλα στη ρεματιά. Αυτό δεν κράτησε περισσότερο από μερικά λεπτά, αλλά όταν ο Τσαμίτας έβγαλε τα χέρια από το πρόσωπο του που τα είχε βάλει για να προφυλαχτεί, όλα είχαν ησυχάσει, το φως έγινε πάλι κανονικό και το Π δεν υπήρχε πια εκεί. "Αυτό ήταν! Πάει", σκέφτηκε." (Ολόκληρο το περιστατικό στο βιβλίο του Γιαννόπουλου)