Ένα βράδυ κατέβαινα από τη Σπηλιά ύστερα από μιας ημέρας περιπλάνηση στην κορυφογραμμή του Βουνού. Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασα στην Κρύα Βρύση. Λίγο πιο κάτω από την ομώνυμη πηγή, διέκρινα κάπου στο βάθος του δάσους μια μικρόσωμη φιγούρα σχεδόν καμπουριαστή, φορούσε κουκούλα και στεκόταν ανάμεσα στα πεύκα. Η πλάκα ήταν πως η ανθρώπινη σιλουέτα ήταν ακίνητη και βρισκόταν ακριβώς πάνω στο μονοπάτι το οποίο έπρεπε να ακολουθήσω για να φτάσω στην Παλαιά Πεντέλη. Αφού πήρα δυνάμεις από το γάργαρο νερό της πηγής, αποφάσισα να συνεχίσω. Πλησίασα προς το μέρος της, θέλοντας και μη, μιας και από κει ήταν ο δρόμος μου σκεπτόμενος τι θα γινόταν αν τελικώς απεδεικνύετο ότι αυτό που έβλεπα δεν είχε και τόση σχέση με άνθρωπο. Αν και να σας πω την αλήθεια, όταν βρίσκομαι σε τέτοιες καταστάσεις, πιο πολύ με φοβίζει να δω άνθρωπο, παρά κάτι άλλο. Καθώς πλησίαζα, η φιγούρα συνέχιζε να είναι ανησυχητικά ακίνητη, πράγμα που άρχισε ταχυτάτως να με προβληματίζει. Ολοένα και πλησίαζα αλλά η σκιά, ακίνητη σαν άγαλμα. Περνώντας ακριβώς από δίπλα της και με την καρδιά μου να χτυπάει σε υπερφυσικές ταχύτητες ακούστηκε μια χαμηλότονη και τρεμάμενη φωνή : "Ποιός είσαι εσύ;" Το "μυστήριο" της σκιάς είχε πλέον λυθεί. Μπροστά μου είχα μια λεπτοκαμωμένη και συμπαθέστατη γριούλα, την κυρά Ευρύκλεια όπως μου συστήθηκε, η οποία ζούσε σε μια στάνη μέσα στο δάσος. Μου εξήγησε ότι στεκόταν ακίνητη γιατί είχε κατατρομάξει που έβλεπε κάποιον μέσα στο σκοτάδι να έρχεται κατά πάνω της και μόλις της είπα ότι τρόμαξα και εγώ μ΄ αυτήν, αρχίσαμε τα γέλια. Αφού με ρώτησε όλες εκείνες τις τυπικές ερωτήσεις του στυλ "ποιανού είσαι" "που κάθεσαι" και τέτοια, με ρώτησε, τι δουλειά είχα εκεί πάνω τέτοια ώρα. Της είπα ότι επισκέπτομαι συνέχεια το Βουνό και ότι επέστρεφα από πεζοπορία. Ύστερα έθεσε την καυτή ερώτηση : "Που πήγες ;" "Στη Σπηλιά του Νταβέλη" απάντησα. Ακούγοντας αυτό, τα μάτια της γούρλωσαν, πήρε μια βαθιά ανάσα, άρπαξε το χέρι μου και σφίγγοντας το μου είπε : "Μην ξαναπάς ! Άκουσε παιδί μου τι σου λέω, μην ξαναπάς ! Εκεί πάνω βασιλεύει το κακό. Μόνο κακό υπάρχει εκεί που πάς." Όταν την ρώτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε, εκείνη δίσταζε στην αρχή λέγοντας "Όχι, όχι, θα με σφάξουν" (!) Μετά από πολλά παρακάλια κατόρθωσα να της αποσπάσω τα εξής : "Παλιά που ήμουνα κοπέλα, ανέβαινα με τις φιλενάδες μου στη Σπηλιά και απολαμβάναμε τη φύση. Καθόμασταν, παίζαμε και μαζεύαμε λουλούδια. Μια φορά όμως που ήμασταν εκεί, είδαμε κι' αυτούς..." (άρχισε τότε να σιγομουρμουρίζει κάτι προσευχές) "Ποιούς "αυτούς;"" την ρώτησα λουσμένος στον κρύο ιδρώτα. "Ήταν άνθρωποι πολλοί και μαυροντυμένοι, άγριοι στην όψη οι οποίοι έμπαιναν μέσα στη Σπηλιά και ύστερα από λίγο, έβγαιναν έξω μεταμορφωμένοι !" Η κυρά Ευρύκλεια είχε τα μάτια της συνεχώς γουρλωμένα και κρατούσε συνεχώς σφιχτά το χέρι μου. Τα λόγια της άρχισαν να μπερδεύονται με προσευχές και το μόνο που κατάλαβα εν συνεχεία σχετικά με αυτούς που είδε, ήταν ότι..."πετούσαν." Κι' όλα αυτά μέσα σε ένα τρισκότεινο δάσος. Ιδανική ατμόσφαιρα για τέτοιου είδους συζητήσεις, πόσο μάλλον και με τα καταλληλότερα άτομα, όπως η γριούλα αυτή. Κάτι τέτοιο δεν μου' χε ξανατύχει και ομολογώ ότι με άφησε άναυδο. Και συνέχισε : "Πω, πω τι κάθομαι και σου λέω τέτοια ώρα μέσ' τη νύχτα. Δεν πρέπει να λέγονται αυτά. Άει πήγαινε στην ευχή του θεού και την επόμενη φορά που θα' ρθεις εδώ, να έχεις μια εικονίτσα της Παναγιάς. Βοηθάει ξέρεις. Και ποτέ να μην σε βρίσκει η νύχτα εδώ. Ποτέ, μ΄ακούς ; Αν θες να μην σε κλάψει η μάνα σου." Όση ώρα μου μιλούσε, παρατήρησα ότι φορούσε ένα δαχτυλίδι το οποίο είχε ένα φίδι τυλιγμένο πάνω του. Όταν την ρώτησα τι είναι αυτό, μου απάντησε κάπως αμήχανα, ότι τέτοια έφτιαχνε πολλά ο αδελφός της και τα πούλαγε σε πανηγύρια. Από τότε γίναμε φίλοι και όποτε περνάω από τη στάνη της, κάθομαι και της κάνω παρέα, που την έχει τόσο ανάγκη Πρόσφατα έχασε και τον άνδρα της και τώρα είναι ολομόναχη στον κόσμο με μοναδική παρέα τα ζώα της. Που και πού την επισκέπτεται ένας ανιψιός της, αλλά κι' αυτός, όποτε του' ρθει. Πολλές φορές την παρακαλούσα να μου ξαναδιηγηθεί την ιστορία με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά το απέφευγε λέγοντας ότι θα την βρουν και θα την σκοτώσουν. Κι' όταν την ρωτούσα ποιοι μπορεί να είναι αυτοί κι' αν έχουν σχέση με τους μαυροντυμένους ανθρώπους, η μόνη απάντηση που εισέπραττα ήταν : "ήδη σου είπα πολλά".