«Ο Λειδινός είναι ένα φθινοπωρινό αγροτικό, φαλλικό έθιμο, με συμβολικό χαρακτήρα και διάχυτο το περίφημο σατιρικό πνεύμα του Διονύσου, που από αρχαιοτάτων χρονών μέχρι και σήμερα αναβιώνει στην Κυψέλη της Αίγινας. Ημέρα αναβίωσης του εθίμου ήταν η 14η Σεπτέμβρη, ημέρα της ανύψωσης του τιμίου Σταυρού. Αυτή λοιπόν ήταν σπουδαία ημέρα για του Αιγινήτες, γιατί συμβόλιζε το τέλος των εαρινών και θερινών εργασιών, την αρχή των φθινοπωρινών και χειμερινών καθώς και την παύση διαφόρων συνηθειών τους.

Μια από όλες τις συνήθειες ήταν το Λειδινό. Το Λειδινό ή Δειλινό κατά το Αιγινήτικο γλωσσικό ιδίωμα ήταν ένα μικρό γεύμα που έπαιρναν οι Αιγινήτες κατά το δείλι. Ήταν λιτό και περιλάμβανε λίγο τυρί ή ελιές, σκόρδο, κουλούρες κρίθινες και κρασί ρετσίνα. Αυτό το μικρό γεύμα που ήταν απαραίτητο ειδικά για τους εργάτες, άρχιζε από τα μέσα Μαρτίου και έπαυε στις 14 Σεπτεμβρίου. Όταν λοιπόν έπαυε έπρεπε να τελεστή κάτι σαν να επρόκειτο περί θανάτου κάποιου έμψυχου όντος, που να παριστάνει και να εικονίζει τον πραγματικό θάνατο.

Έτσι οι γυναίκες του χωριού μαζεύονταν, κατασκεύαζαν ένα ανδρικό ομοίωμα που το παρουσιαστικό του έδειχνε ένα νέο της αγροτιάς με ντρίλινα ρούχα που τα γέμιζαν με άχυρο, το οποίο συμβόλιζε την εποχή της συγκομιδής. Το κεφάλι του το σχημάτιζαν με Αιγινήτικο κανάτι και το ζωγράφιζαν με κάρβουνο για να παραστήσουν το στόμα, μύτη, μάτια κλπ. Τον στόλιζαν με στάχια, βασιλικούς και άλλα λουλούδια. Του φορούσαν τραγιάσκα. Απαραιτήτως του έβαζαν γεννητικά όργανα (ένα γουδοχέρι με δύο μικρά ρόδια) ως ένδειξη της διαιώνισης και αναπαραγωγής της ζωικής και φυτικής ύπαρξης.

Τον ξάπλωναν σε ένα τραπέζι. Γύρω του έβαζαν διάφορα αφιερώματα. Φυτρωμένα αράκια, στάρι και φακές που συμβόλιζαν τους κήπους του Άδωνη. Αγροτικά εργαλεία, δρεπάνια, καλάθια και καλάμια που συμβόλιζαν τις λαμπάδες που άναβαν στους νεκρούς. Γύρω από το τραπέζι και εν χορώ οι γυναίκες, μοιρολογούσαν με το εξής τραγούδι:

Λειδινέ μου – Λειδινέ μου,
τσαι κλισαρομένε μου.
Όπου σε κλισαρώσανε με την ψιλή κλισάρα
τσαι όπου σε περνούσανε αφ’ την Αγιά Βαρβάρα
Λειδινέ μου – Λειδινέ μου
Φεύγεις, πάεις Λειδινέ μου, τσ εμάς αφήνεις κρύους,
πεινασμένους, διψασμένους κι όχι λίγο μαραμένους.
Λειδινέ μου – Λειδινέ μου

Πάλι θα ‘ρθεις Λειδινέ μου, με του Μάρτη τις δροσιές,
Με τα’ Απρίλη τα λουλούδια τσαί του Μάη τις δουλειές.
Λειδινέ μου – Λειδινέ μου
Ήρθε η ώρα να μας φύγεις, πάαινε εις το καλό,
τσαι με το καλό να έρθεις κι όλους να μας βρεις γερούς.
Λειδινέ μου – Λειδινέ μου και κλισαρωμένε μου.

Μετά το θρήνο έβαζαν τον νεκρό πάνω σε μία πόρτα στολισμένη με λουλούδια, ιδίως δειλινά και πήγαιναν να τον θάψουν. Σχηματίζονταν μια πομπή, ιδίως από παιδιά που κρατούσαν λουλούδια, κλαδιά από φοίνικες και σημαίες πάνω σε κοντάρια, τα μαντήλια των γυναικών και τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι. Στη συνέχεια πήγαιναν τον νεκρό Λειδινό και τον έθαβαν σε ένα λάκκο και έπαιρναν το ομοίωμα του νεκρού.
Τότε έτρεχαν και φώναζαν «Αναστήθηκε ο Λειδινός». Το βράδυ μοίραζαν το στάρι, κρίθινες κουλούρες, κρασί, ρετσίνα και πολλούς άλλους μεζέδες και όλο το χωριό άρχιζε τον χορό και το τραγούδι με τα παλιά τραγούδια της Αίγινας.

Το έθιμο σταμάτησε στην Κυψέλη όπου γινόταν με τον πόλεμο του 1940. Μεταπολεμικά πρωτεργάτρια της αναπαραστάσεως του εθίμου ήταν η Ασπασία Γκίκα και μάλιστα το ομοίωμα του Λειδινού είχε έντονο φαλλικό χαρακτήρα. Η Κοινοτική αρχή επανέφερε από το 1994 την αναβίωση του εθίμου, σε συνεργασία με τον Μορφωτικό Πολιτιστικό Σύλλογο Κυψέλης

Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Συρίγου Ασπασία, πρόεδρο του Μορφωτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου Κυψέλης για τη βοήθεια της. [Πηγή]