Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΑΓΓΕΛΗΣ
Ήταν ένας πολύ πονεμένος άνθρωπος που ήθελε να εκδικηθεί και εφάρμοσε τη μακάβρια αυτή μέθοδο, για να ξεκάμει τους εχθρούς του.
Ευρισκόμεθα γύρω στα 1810. Στα σκλαβωμένα Χανιά μπούκαραν κάθε τόσο οι αχαλίνωτοι Κρητότουρκοι αγάδες των γυρόχωρων. Μεγάλες παρέες, καβαλάρηδες, μαζί με τους ανθρώπους τους, ζαλισμένοι από το πιοτό. Κυνηγούσαν τους διαβάτες, έμπαιναν στα καφενεία, τα άδειαζαν -"όξω όλοι, Χριστιανοί, Tούρκοι"-, για να πιούν μόνοι τους καφέ πάνω στα άλογα. Πυροβολούσαν σταυρούς και μισοφέγγαρα και προκαλούσαν τον "Καραμανλή" τον Πασά να κατεβεί να τον κεράσουν μια σταλιά απ' τις φλάσκες τους.
Οι χοτζάδες, απέστρεφαν το πρόσωπό τους από του "μιαρούς και αιρετικούς", αυτούς που ήταν "δυσπειθείς τω Ιμάμ... μη ποιούντες ούτε τας υποχρεωτικάς πλύσεις" και πέρα από την περιτομή έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια το Κοράνι όσο και το Ευαγγέλιο.
Και όμως, μέσα στην κόλαση αυτή, ένας άνθρωπος τόλμησε να εξοντώσει πολλούς προκλητικούς γενιτσαραγάδες. Τους... έψησε στα μεγάλα καζάνια του σαπωνοποείου του, στα Χανιά. Η ιστορία φαίνεται απίστευτη και δεν θα έπειθε κανέναν, αν εκείνος που την απεκάλυψε δεν ήτο άνθρωπος λίαν σοβαρός, ο Νικόλαος Ρενιέρης.
Ο Νικόλαος Ρενιέρης (1758-1847)
Ο Νικόλαος Ρενιέρης είχε γεννηθεί στο χωριό Παλαιά Ρούματα Χανίων. Παλαιάς ευγενούς οικογενείας γόνος. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι στο χωριό υπήρχε ως τις αρχές του περασμένου αιώνα, τουλάχιστον, ο πύργος της οικογενείας του. Ο ανιψιός του, γιος του αδελφού του, ήτο ο Μάρκος Ρενιέρης (1815-1897) καθηγητής πανεπιστημίου, αρεοπαγίτης, διοικητής της Εθνικής Τραπέζης και πρώτος πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Ο Νικόλαος σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια Μομπελιέ και Πίζας. Μόλις ξέσπασε η επανάσταση του '21, έφυγε από τα Χανιά, για τα Κύθηρα - ήταν ήδη 63 ετών-. Ήτο μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στην Γ' Εθνική Συνέλευση ήτο πληρεξούσιος της Κρήτης. Εξελέγη πρόεδρος της Δ' Βουλής, το 1827-28. Ήτο επίσης μέλος του "Πανελληνίου" συμβουλευτικού οργάνου του Καποδίστρια. Έλαβε μέρος στις επαναστατικές κινήσεις της Κρήτης ως αντιπρόσωπος του Κυβερνήτη. Διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας το 1834 και διετέλεσε γερουσιαστής το 1844.
Ο Νίκος Ρενιέρης, διατηρούσε ένα φαρμακείο στην πόλη των Χανίων και ως την ώρα δεν τον είχαν κακομεταχειρισθεί οι Tούρκοι. Tον συμπαθούσαν - τον αποκαλούσαν Δεττοράκι- γιατί δεν δέχθηκε να βοηθήσει ως γιατρός τον Οσμάν Πασά, τον Πνιγάρη, στην εκστρατεία κατά των Κρητοτούρκων. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία του Ν. Ρενιέρη. Το φαρμακείο αυτό ήταν ένας μικρός πυρήνας της Χριστιανοσύνης. Δειλά-δειλά έφταναν ως εκεί για να μάθουν κάτι, για να πάρουν κουράγιο, οι διανοούμενοι Χριστιανοί της πόλης. Κάποτε έμπαινε και του φανέρωνε το μυστικό του κανένας κρυπτοχριστιανός αγάς.
Αλλά και Τούρκοι, πολλοί από τους ήσυχους νοικοκύρηδες των Χανιών έμπαιναν στο μαγαζί του, έπιναν μαζί του καφέ, άκουαν τη σοφή κουβέντα του και τις συμβουλές του.
Από κει περνούσε και ο λαδέμπορος Πασβάνογλους, μεγάλου κύρους Τούρκος της εποχής, ευγενής, αλλά και φανατικός μουσουλμάνος.
Xάνονταν Τούρκοι
Στη μεγάλη αποθήκη του Πασβάνογλου, στο φαρδύ δρόμο της Οβριακής, μαζεύονταν οι αγάδες της υπαίθρου, πουλούσαν λάδι, αγόραζαν σαπούνι. Όλοι είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στην εμπορική του συνείδηση και τον προτιμούσαν. Διατηρούσε βοηθούς και υπηρέτες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και δυο γεροδεμένοι Ανωπολίτες, Γιουρμετάδες λεγόμενοι.
Εκείνη την εποχή, τις τουρκικές αρχές απασχολούσαν μυστηριώδεις εξαφανίσεις Τούρκων. Χάνονταν ένας - δυο κάθε τόσο μέσα από την πόλη και δεν μάθαινε κανείς ποτέ τι απόγιναν.
Οι δικοί τους τους γύρευαν παντού, αλλά του κάκου. Αν ήταν ατύχημα ή δολοφονία, κάπου θα βρισκόταν ένα πτώμα, ένα ίχνος τέλος πάντων. Αλλά τίποτα. Όσο περνούσαν οι μήνες και το κακό δεν κοβόταν η ανησυχία των Τούρκων έγινε φόβος. Μια αόρατη δύναμη εξαφάνιζε κυριολεκτικά, κάποτε έναν επίσημο αγά, κάποτε ένα γενίτσαρο, κάποτε έναν επαγγελματία ή αλήτη.
Μια μέρα, στο φαρμακείο του Ρενιέρη, γινόταν λόγος για την εξαφάνιση κάποιου Σελίμ Αγά. Ο Πασβάνογλους, που καθόταν στο φαρμακείο, άκουγε με ζωηρό ενδιαφέρον την είδηση πως είχαν συλλάβει ως ύποπτο έναν Χριστιανό από το Ακρωτήρι, που τον είχε κακοποιήσει ο Σελίμ την προηγουμένη και τον βασάνιζαν για να μάθουν κάτι σχετικό με τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις.
Μετά βγήκε έξω από το φαρμακείο, πήγε στον Κισλά και ειδοποιεί εμπιστευτικώς τον κρατούμενο να πει πως τη μέρα που χάθηκε ο Σελίμ εκείνος ήταν στο λαδομαγατζέ του Πασβάνογλου και δούλευε. Έτσι γλίτωσε.
Ο Ρενιέρης κατάπληκτος, ρώτησε τον Πασβάνογλου, γιατί βοήθησε τον Χριστιανό. Αλλ' αντί απαντήσεως πήρε μια πρόσκληση για ένα περίπατο έξω από το κάστρο:
"Πότε Δεττοράκι θα πάμε εις καμίαν εξοχήν να γλεντήσωμεν; Ήλθε η μέρα".
Πήραν ο αγάς ένα άλογο κι ο Ρενιέρης ένα γαϊδουράκι και ξεκίνησαν για το παλιό μοναστήρι της Αγιάς Τριάδος στο Ακρωτήρι. Στο μοναστήρι ο Πασβάνογλους φαινόταν συγκινημένος, ωστόσο μιλούσε επιτακτικά στους μοναχούς και έκρυβε μια ταραχή με έκδηλη προσπάθεια.
Ζήτησε από τον Ρενιέρη να επισκεφθούν την εκκλησία. Μπήκαν, λοιπόν, μ' έναν καλόγερο, περιεργάζονταν τις εικόνες μία - μία και σε μια στιγμή ο Ρενιέρης βλέπει κατάπληκτος τον Πασβάνογλου να παίρνει κρυφά μια εικόνα του Χριστού και να την κρύβει στα στήθεια του.
Το μεσημέρι κάθισαν έξω από το μοναστήρι σ' έναν ίσκιο να φάνε. Ο Πασβάνογλους έβγαλε την εικόνα του Χριστού, όρκισε το γιατρό "ό,τι ακούσει και ό,τι μάθει να το κρατήσει μυστικό εις όλην του την ζωήν" και άρχισε να διηγάται:
Δραματική εξομολόγηση
"Εγώ είμαι Χριστιανός από την Ανώπολιν Σφακίων Θεοχάρης Γιουρμέτης"
Δέκα χρόνων είπε, πριν 33 χρόνια, τον βρήκε ο δευτερντάρης των Χανιών και τον τούρκεψε. Τον ανάθρεψε στο σπίτι του και τον πάντρεψε με τη μοναχοκόρη του. Είχαν εγκατασταθεί όλοι στη Φιλιππούπολη που ήταν η πατρίδα του δευτερντάρη. Στη γέννα πέθανε η γυναίκα του και σε λίγο ο πενθερός του κι έμεινε αυτός κι ο γιος του. Αλλά η ατυχία του συνεχίσθηκε. Κι ο γιος του πέθανε αργότερα. Βάρυνε η ψυχή του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Κάπου στα βάθη της μνήμης του υπήρχε το χωριό του, το σπιτάκι και οι γονείς του. Πούλησε λοιπόν ό,τι είχε και κατέβηκε στην Κρήτη. Πήγε άγνωστος ως την Ανώπολη Σφακίων και βρήκε έρημο το σπιτικό του. Τον πατέρα του τον σκότωσε ο γενίτσαρος Καυκαλάς, η αδελφή του πνίγηκε και τη μητέρα του την είχε σκοτώσει στο ξύλο ένας Τούρκος, γιατί την είχε ακούσει να καταριέται το φονιά.
Έμεινε λοιπόν στα Χανιά, άνοιξε λαδάδικο με μόνο σκοπό να εκδικηθεί. Βρήκε από το σόι του δυο γεροδεμένους άντρες και τους πήρε στη δουλειά του. Και κάθε τόσο άρπαζαν έναν Τούρκο και τον έψηναν στο σαπουνοκάζανο. Μέχρις ώρας είχε τακτοποιήσει σαράντα επτά και ρωτούσε το Ρενιέρη να συνεχίσει ή να φύγει για τη Φιλιππούπολη.
Ο Ρενιέρης τρόμαξε και τον παρακάλεσε να φύγει, να μη γίνει σφαγή. Και ο καλός Γιουρμέτης συμμορφώθηκε και έφυγε μετά τέσσερις μήνες μαζί με τους δύο ξαδέλφους του.
... Το 1833 ο Ρενιέρης ρώτησε τον αρχιμανδρίτη Αγάπιο από τη Φιλιππούπολη αν ξέρει κανένα Πασβάνογλου εκεί. Ναι, ήταν ένας στη Φιλιππούπολη, αλλά το 1824 τον κρέμασαν γιατί "απεκαλύφθη ότι είχε φονεύσει άνω των εκατόν Τούρκων δολοφονικώς..."!
Η ιστορία φαίνεται, όπως είπα, απίστευτη. Είναι μια από ανάλογες ιστορίες που καταχώρισε ο Νικόλαος Ρενιέρης στα ανέκδοτα χειρόγραφά του. Αλλά ο Ρενιέρης δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος, ένας ανεύθυνος παραμυθάς. Ήτο μια από τις σοβαρότερες και πολύπλευρες προσωπικότητες του νέου ελληνικού κράτους.
Συνεπώς...
www.istoria.gr
0 Σχόλια: