Στα βάθη των αιώνων χάνονται οι πληροφορίες, για το ακριβές έτος που για πρώτη φορά εμφανίσθηκε το Άγιο Φώς, στο Ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων. Τα εγκαίνια του πρώτου Ναού έγιναν στις 13 Σεπτεμβρίου στα 330 μ.Χ. επί βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Στα εγκαίνια παρίστατο ασφαλώς και η Αγία Ελένη, η οποία είχε κατέβει στην Αγία Πόλη αρκετούς μήνες νωρίτερα ψάχνοντας για τον Τίμιο Σταυρό.
Ο πατριάρχης και ιστορικός Δοσίθεος Ιεροσολύμων στην Εκκλησιαστική του ιστορία "περί των Ιεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων" ( Δωδεκάβιβλος ), στο Β’ βιβλίο – κεφ. Α’ σχετικά αναφέρει:
" …η δε Βασίλισσα (Ελένη) μετά χαράς μεγάλης και φόβου ανελομένη τον ζωοποιόν Σταυρόν , και ασπασαμένη προσεκύνησε, και εξ εκείνου ήρξατο η εορτή της υψώσεως εις τα Ιεροσόλυμα μετά το ευτρεπισθήναι δηλαδή τον περιβόητο Ναόν, τής τού Χριστού Αναστάσεως ….
Ει και ύστερον, δια το ουράνιον φώς του αγίου Τάφου, μετετέθη είς τήν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν…" ( δηλ. τήν Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως).
Τι είναι όμως το Αγιο Φώς, και πως παρουσιάζεται;
Εμείς γνωρίζουμε ότι το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου , λίγο πριν αρχίσει η θεία λειτουργία της Αναστάσεως, σβήνουν όλα τα φώτα του ναού και ο ιερέας ανάβει το κερί του με φώς από την ακοίμητο κανδήλα της Αγίας Τραπέζης, δίνοντας ακολούθως το φώς αυτό στους πιστούς για το "Χριστός Ανέστη" που θα ακολουθήσει καθώς και για την Αναστάσιμη θεία Λειτουργία.
Ανάβουν λοιπόν οι πιστοί τα κεριά τους με φώς που προϋπάρχει στην Αγία Τράπεζα.
Αυτό όμως, που μια φορά τον χρόνο συμβαίνει στον Ναό της Αναστάσεως στά Ιεροσόλυμα, ξεφεύγει από τα ανθρώπινα όρια και έχει σχέση, με τήν προσωπική παρουσία του Χριστού, στον τόπο συγκεκριμένα της ταφής του , που εδώ και 2000 χρόνια συνέβη.
Στις 12 λοιπόν το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, έρχεται με μεγάλη συνοδεία ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων με τους Αρχιερείς και ιερείς των Αγίων Τόπων, παρουσία των Καθολικών, Αρμενίων, Προτεσταντών, ετεροδόξων αλλά και αλλόδοξων (Μωαμεθανών και Εβραίων), αλλά και πρεσβευτών ξένων Κρατών και Δογμάτων όπως και παρουσία της Ισραηλινής Αστυνομίας για την επιτέλεση της λεγόμενης Τελετής του Αγίου Φωτός.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι το κουβούκλιο του Πανάγιου Τάφου (εντός του οποίου υπάρχει η μαρμάρινη πλάκα επι της οποίας ο Εβραίος βουλευτής Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας εναπέθεσε το σώμα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού) έχει ελεγχθεί, σπιθαμή προς σπιθαμή από ειδική επιτροπή (ακόμη και εχθρευομένων την Ορθοδοξία) για οποιαδήποτε μορφής απάτη.
Έλεγχοι βέβαια που γίνονται για 1.670 περίπου χρόνια…..
Εχει επίσης μετά από έλεγχο σφραγισθεί, μέ ειδικές σφραγίδες, ή πόρτα τού Παναγίου Τάφου, ενώ τόσο ο Ισραηλινός πολιτικός διοικητής τής Ιερουσαλήμ όσο καί ό διευθυντής τής Ισραηλινής Αστυνομίας ελέγχουν σχολαστικά τόν Πατριάρχη όπως προαναφέραμε, ώστε νά μή έχει επάνω του οτιδήποτε μπορεί νά προκαλέσει φωτιά.
Ολα αυτά γίνονται, παρουσία τού κόσμου, καί ειδικώς παρουσία του Αρμένιου Πατριάρχου ή αντιπροσώπου αυτού, και μάλιστα "ως μάρτυρος κατηγορίας" για τήν περίπτωση και εδώ "κακόβουλου ορθοδόξου απάτης".
Μη ξεχνάμε επίσης, ότι ακόμη και σήμερα, τα κλειδιά του Ναού της Αναστάσεως δεν τα έχουν Ορθόδοξοι αλλά Μωαμεθανοί , από πάππου προς πάππου από αρχαιοτάτων χρόνων καταλήψεως υπό των Αράβων της Αγίας Πόλεως, και επί "κληρονομική διαδοχή".
Το Άγιον Φώς ούτε μια φορά δεν έχει δοθεί σε ετεροδόξους (Λατίνους και Αρμενίους) παρ’ όλες τις δολοπλοκίες των Φράγκων της πρώτης μέχρι και της ογδόης Σταυροφορίας (1096-1270), την κατοχή των Αγίων Τόπων από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο μέχρι τον Σαλαδίνο της Αιγύπτου, κι ακόμη από τις πιέσεις και "συνεργασίες" των Αρμενίων με τις τότε, κατά καιρούς δυνάμεις κατοχής, προς απόκτηση δικαιωμάτων ισχύος επί των Αγιοταφικών προσκυνημάτων.
Αυτά, από πλευράς ιστορικής αναδρομής, ελέγχου και διαφάνειας.
Εισερχόμενος τώρα ο Πατριάρχης στον Πανάγιο Τάφο γονατίζει και προσεύχεται, παρακαλώντας τόν Κύριο Ημών Ιησού Χριστό νά στείλει τό Αγιο Φώς, σάν δώρο αγιασμού γιά τούς ανθρώπους.
Σε λίγο το πέτρινο μάρμαρο του Παναγίου Τάφου αρχίζει να ιδρώνει και εμφανίζεται ένα γαλάζιο, συστρεφόμενο, ουράνιο Φώς το οποίο ανάβει αυτομάτως, τα 33 κεριά (όσα τα χρόνια του Χριστού) που κρατάει ο Πατριάρχης.
Ακολούθως το Φώς αυτό βγαίνει σαν φωτεινός ανεμοστρόβιλος έξω από το Άγιο Κουβούκλιο και ξεχύνεται στο Ναό της Αναστάσεως που είναι γεμάτος από 5.000 περίπου κόσμο, ανάβοντας μάλιστα με φωτεινές αστραπές τα σβηστά κανδήλια ψηλά στην Εκκλησία ή και τα σβησμένα κεριά, π ι σ τ ώ ν προσκυνητών που βρίσκονται γερμένοι (για να ιδούν το θέαμα) στους εσωτερικούς εξώστες – μπαλκόνια του Ιερού Ναού, όπως άλλωστε τα τελευταία χρόνια βλέπουμε και από την Ελληνική Τηλεόραση.
( σχετικά θέματα στό http://www.holylight.gr καθώς καί στό http://www.1821.gr )
ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ...
Η μαρτυρία στήν οποία τώρα θά αναφερθούμε, είναι η μόνη πού έχουμε συναντήσει νά φθάνει μέχρι τά άδυτα του χώρου του Αγίου Φωτός, εκεί πού ανθρώπινο μάτι στην δεδομένη στιγμή δεν μπορεί να εισχωρήσει, πλην ενός, πού είναι ο ίδιος ο Πατριάρχης .
Από το βιβλίο «ΕΙΔΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ », του γνωστού Κύπριου Αρχιμανδρίτου π.Σάββα Αχιλέως θα δανεισθούμε τώρα αυτή την περιγραφή.
Βασίζεται σε μία συνέντευξη πού είχε δώσει πρό ετών, ο τότε φύλακας του Παναγίου Τάφου π. Μητροφάνης (έχει κοιμηθεί ήδη), και ο οποίος, παρ΄όλο πού ήταν φύλακας εξ΄απορρήτων του Παγκόσμιου αυτού προσκυνήματος και διαρκούς θαύματος, εν τούτοις διατηρούσε κάποια ίχνη καλόπιστης αμφιβολίας, επιζητώντας όμως να βρεί την αλήθεια.
Τό περιστατικό συνέβη τό 1926 , επί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού τού Α΄.
Ας δούμε το σχετικό κείμενο.
«…Όταν οι αιρετικοί αρχηγοί των ξένων δογμάτων, πάρουν την ευλογία από τον Πατριάρχη, τότε εκείνος βγαίνει από τον Ναό της Αναστάσεως και έρχεται απέναντι τού Ιερού Κουβουκλίου. Εκεί, σε ειδικές θέσεις κάθονται όλοι οι πρεσβευτές του κόσμου, οι αρχές της πόλεως, οι πρόξενοι, οι διευθυντές και αξιωματικοί της Αστυνομίας.
Πλήθος επισήμων και ανεπισήμων ανθρώπων και εκπροσώπων του λαού. Από τις 10 η ώρα το πρωϊ του Μεγάλου Σαββάτου ως τις 11 γίνεται μεγάλος έλεγχος. Εξουσιοδοτημένα άτομα μπαίνουν μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Επάνω από το ιερό αυτό μνημείο της Ορθοδοξίας υπάρχουν κρεμασμένα 43 κανδήλια ολόχρυσα αναμμένα, ημέρα και νύχτα, εκ των οποίων:
13 κανδήλια ανήκουν στους Ορθόδοξους
13 κανδήλια ανήκουν στους Λατίνους
13 κανδήλια στους Αρμενίους
και 4 στους Κόπτες Μονοφυσίτες.
Όλα σχηματίζουν ένα παραπέτασμα από χρυσάφι. Μέσα στον Πανάγιο Τάφο μπαίνουν την τελευταία ώρα, μόνο τα εξουσιοδοτημένα άτομα. Σκοπός τους είναι να σβήσουν τα 43 αναμμένα κανδήλια. Για όλη αυτή την τάξη του Αγίου Φωτός γίνεται αυστηρός έλεγχος και διαρκής παρακολούθηση.
Παρακολουθούν τά πάντα, εκπρόσωποι των Λατίνων, των Αρμενίων και των Κοπτών μαζί με τον Ορθόδοξο επιτετραμμένο. Όλα αυτά, έχουν ένα και μόνο σκοπό. Μήπως σκοπίμως ή κατά λάθος, παραμείνη αναμμένο κανδήλι ή υπάρξει κάτι άλλο, πού είναι δυνατόν να μεταδώσει φώς.
Γίνεται πλήρης συσκότιση του Παναγίου Τάφου καί ακολουθεί δεύτερος και τρίτος έλεγχος. Πρέπει να εξακριβωθεί ότι κανένα άτομο δεν βρίσκεται μέσα στον Τάφο. Στις 11 το πρωϊ ακολουθεί η διαδικασία σφραγίσεως του Παναγίου Τάφου με δυό τεράστιες κορδέλες σε σχήμα «Χ» στις 4 γωνίες τής πόρτας, και μέ λειωμένο καθαρό κερί με τις μεγάλες σφραγίδες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων πάνω τους.
Η πράξη αυτή θυμίζει την απεγνωσμένη προσπάθεια των Εβραίων αρχόντων να σφραγίσουν τον ίδιο αυτό Τάφο, εδώ και 2000 χρόνια, για να μη κλαπεί ο Μεγάλος νεκρός.
Ζήτησαν μάλιστα κουστωδία-φρουρά από τον Πιλάτο « σφραγίσαντες τον τάφον μετά της κουστωδίας» όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά τά Ευαγγέλια. Ερχόμενος τώρα ο Πατριάρχης με μεγαλοπρεπή συνοδεία, γίνεται Λιτανεία γύρω από το Ιερό Κουβούκλιο, και ακολούθως εξονυχιστικός έλεγχός του Πατριάρχη, παρουσία των επισήμων, ενώ στίς 12 ακριβώς θα κοπούν οι σφραγίδες ελέγχου για να μπεί μέσα.
Άς δούμε όμως τις αποκαλύψεις του φύλακα του Παναγίου Τάφου, μοναχού Μητροφάνη, για το πώς είδε το Άγιο Φώς, το Μεγάλο Σάββατο του 1926.
ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ ΤΟΛΜΗΜΑ !
« Ήταν ακριβώς, δωδεκάμισυ το βράδυ τής Μεγάλης Παρασκευής προς το Μεγάλο Σάββατο. Η προετοιμασία μου ( γι΄αυτή την επιχείρηση) αποτελείτο από ένα μικρό φακό, «φαναράκι», και λίγο νερό σ΄ένα μικρό δοχείο. Ήταν τόσο λίγο, ίσα για να ξεδιψάσει κανείς στις ώρες της αγωνίας μου. Τίποτα άλλο δεν με απασχολούσε πιά, αν και ήμουνα σίγουρος για την επιτυχία μου.
Θα έλυνα μια διά παντός την απορία μου, και θα εγνώριζα ένα μυστικό πού κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορούσε να γνωρίζει. Όταν τελείωσα κάθε λεπτομέρεια φώναξα τον βοηθό μου π.Νίκανδρο, να μού φέρει την σκάλα. Είμαστε εντελώς μόνοι. Την στερέωσα, και ανέβηκα λέγοντάς του να πάρη την σκάλα, γιατί μόλις τελείωνα από τον καθαρισμό ψηλά, θα κατέβαινα πηδώντας κάτω.
Ετσι και έγινε.
Δεν είμαι σε θέση ούτε και έχω την δύναμι να περιγράψω τά αισθήματά μου. Τις ώρες εκείνες έζησα μία κατάσταση αλησμόνητη, γεμάτη φόβο και τρόμο. Κρύος ιδρώτας με περιέλουζε, τρέμοντας σε όλο μου το σώμα. Δεν θα διέφερα από μελλοθάνατο πού τον πηγαίνανε για εκτέλεση.
Ενας φόβος πρωτοφανής και πρωτόγνωρος με συγκλόνιζε, και ένα ερώτημα έντονο και ελεγκτικό με αναστάτωνε, μέσα στην κρύπτη μου στο σκοτάδι….
«Ποιος άλλος, μού έλεγε, τόλμησε ποτέ κάτι τέτοιο, στην μακρόχρονη Χριστιανική ιστορία του Παναγίου Τάφου; Εσύ, με ποιο δικαίωμα το αποφάσισες; Αν σε ανακαλύψουν εδώ πάνω κρυμμένο, π.Μητροφάνη, φαντάζεσαι τι έχει να γίνει, και ποιά άπολογία θα τολμήσεις να δώσεις ; ».
Όμως μέσα στις απαίσιες σκέψεις μου ορθωνόταν και η επιμονή μου. Επρεπε να μάθω για το Αγιο Φώς! Αν ήταν πράγματι θαύμα, ή αν ήταν κοροϊδία και απάτη…Σε λίγο άρχισα πάλι να πέφτω σε μεταμέλεια.
Σαν κάποιος να με έσπρωχνε λέγοντάς μου. «κατέβα κάτω γρήγορα, όσο έχεις καιρό. Γιατί σε λίγο θα αρχίσει η λειτουργία των Ορθοδόξων, μέχρι τις 4 το πρωϊ. Μετά θα έλθουν οι Αρμένιοι, κι΄εσύ θα είσαι αναγκασμένος να παραμένεις εδώ κουλουριασμένος, ακίνητος, αμίλητος, και ατάραχος. Κι΄αν δεν αντέξεις ;
Θα ακολουθήσουν μετά οι Λατίνοι, ως τις 6.30 το πρωϊ. Θα είσαι ακίνητος; Κι΄αν βήξεις; Αλλοίμονό σου τι έχεις να πάθεις, π. Μητροφάνη, έλεγα, ελεεινολογώντας τον εαυτό μου. Όλος ο κόσμος πιστεύει στό θαύμα αυτό, εσύ μόνο δεν πιστεύεις, κι΄είσαι και φύλακας του Παναγίου Τάφου, άθλιε…».
Επί τέλους, στις 2 μετά τά μεσάνυκτα προς το Μεγάλο Σάββατο ο Ορθόδοξος ιερέας άρχισε την λειτουργία. Μετά, στις 4 κατέφθασαν οι Αρμένιοι, με την μονότονη, χωρίς αλλαγή ήχων ψαλμωδία τους. Στο τέλος, ήλθαν και οι Λατίνοι. Με στόμα κατάξερο από την αγωνία μου, πού το δρόσιζα βάζοντας λίγο νερό στα χείλη μου, και υποχρεωμένος να ακούω τά πάντα κρυμμένος, περίμενα την συνέχεια.
Τέλος, αποχωρώντας και ο τελευταίος Λατίνος, κατέφθασε ο γέροντάς μου, ο π. Ανατόλιος.
Παρακολουθούσα με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις του, προσπαθώντας να επισημάνω τίποτα ύποπτο. Κι΄ όταν στις 11 το πρωϊ σφραγίσθηκε ο Τάφος και μέσα στο Αγιο Κουβούκλιο πού ήμουν κρυμμένος απλώθηκε βαθύ σκοτάδι, άναψα το φακό μου.
Πάνω στο Πανάγιο μνήμα του Χριστού, ήταν η Ιερή των ευχών φυλλάδα. Μέσα της ένα χονδρό, σβησμένο κερί. Και δίπλα, σβηστή και έτοιμη, η Αγία Κανδήλα περίμενε…
Θα άναβε από τον Χριστό, ή, μέ φωτιά κάλπικη, από τον Πατριάρχη;
Έσβυσα τον φακό και περίμενα…
ΠΩΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ...
Μέσα στο πέλαγος εκείνης της αγωνίας, άρχισα σιγανά να προσεύχομαι.
«Χριστέ μου, εσύ γνωρίζεις τις συνθήκες και την απόφασή μου να βρεθώ σ΄αυτήν την θέση. Όλα πηγάζουν από μία απορία, και από μία αδύνατη και κλονισμένη πίστη. Εγώ Κύριε, πιο αδύνατος από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, πού δεν πίστευε κι΄αυτός στην αρχή, ότι πραγματικά αναστήθηκες, ζητώ σήμερα να ιδώ με τά μάτια μου τι ακριβώς γίνεται εδώ μέσα, με το Άγιο Φώς…».
Σταμάτησα την προσευχή μου, και άναψα τον φακό. Εβλεπα καθαρά το μυστηριώδες «κερί» μέσα στο βιβλίο προσευχών, και οι υποψίες μου μεγάλωναν.
«Αχ! αυτό το «κερί» μονολόγησα. Τι γυρεύει εδώ μέσα, αυτό το κερί;
Διέκοψα απότομα τις σκέψεις μου, καθώς η πόρτα του Παναγίου Τάφου άνοιξε και μπήκε στα σκοτεινά ο ίδιος ο Πατριάρχης.
Κρυμμένος από πάνω τον έβλεπα!
Ήταν 12 ακριβώς το μεσημέρι. Η αγωνία μου μεγάλωνε, ενώ ένα σφίξιμο άρχισε να απειλεί την καρδιά μου, έτοιμος να λιποθυμίσω. Άκουγα ήδη τά πρώτα βήματα του Πατριάρχη, στον χώρο του Ιερού Λίθου. Διέκρινα την σιλουέτα του καθώς έσκυψε για να μπεί στο Ζωοδόχο Μνήμα.
Αρχισε νά προσεύχεται...
Εκείνη ακριβώς την στιγμή, μέσα στην απέραντη νεκρική σιωπή πού μόλις αισθανόμουν την αναπνοή μου, άκουσα ένα ελαφρό σφύριγμα. Ήταν παρόμοιο με λεπτή αύρα, πνοής ανέμου. Και αμέσως μετά, ένα αλησμόνητο θέαμα με συγκλόνισε.
Είδα, ένα γαλάζιο Φώς να απλώνεται σιγά-σιγά, σ΄ ολόκληρο τον Ιερό χώρο του Τάφου.
Το γαλάζιο αυτό Φώς, το έβλεπα να στριφογυρίζει σαν ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος πού με ορμή ξεριζώνει πανύψηλα δέντρα και τα αρπάζει πηγαίνοντάς τα, μίλια μακρυά. Πόση ανησυχία είχε, εκείνο το παράξενο Φώς!
Μέσα από το Φώς αυτό, έβλεπα καθαρά τον Πατριάρχη και χοντρές σταλαγματιές ιδρώτα να κυλούν στο πρόσωπό του. Όπως ήταν γονατιστός, έφερε το χέρι του στο κενό πού δημιουργούσε το «κερί» στο βιβλίο.
Πάνω στο μάρμαρο του Μνήματος ακούμπησε τις 4 δεσμίδες των 33 λευκών κεριών, όσα τά χρόνια του Χριστού, και φωτιζόμενος από το μυστηριώδες εκείνο Φώς άρχισε να διαβάζει τις ευχές.
Τότε, το κάπως ήρεμο εκείνο γαλάζιο Φώς άρχισε να κινείται ανήσυχα. Ήταν ένα αφάνταστο και απερίγραπτο στριφογύρισμα, δυνατότερο από το πρώτο. Και αμέσως μετά, άρχισε να μεταβάλλεται σε ένα λαμπερό ολόλευκο Φώς, όπως περιγράφεται από τον Ευαγγελιστή, στην τού Χριστού Μεταμόρφωση!
Το Φώς αυτό, μεταμορφώθηκε σε λίγο σε έναν ολοφώτεινο δίσκο Ήλιου, σταματημένο πάνω από τον Πατριάρχη. Τον είδα να υψώνει κατόπιν τις δεσμίδες των κεριών στον αέρα, περιμένοντας «κάτι». Ήταν η βοήθεια του Θεού πού περίμενε!
Και όπως σιγά-σιγά ύψωνε παρακλητικά στον ουρανό τά χέρια του, λίγο πρίν φθάσουν στο ύψος της κεφαλής του, εν ριπή οφθαλμού, σαν να άγγιξαν τά κεριά σε αναμμένο καμίνι, πήραν φωτιά, μαζί και η Αγία Κανδήλα!
Και ξαφνικά, χωρίς κάν να το καταλάβω, χάθηκε από τά μάτια μου ο ολόλαμπρος αυτός δίσκος…
Τά μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Το σώμα μου καιγόταν ολόκληρο. Μια αίσθηση πυρακτωμένης καμίνου με περιέζωνε. Ο Άγιος εκείνος γέροντας Πατριάρχης, φανερά συγκινημένος, οπισθοχώρησε με τα αναμμένα κεριά προς την έξοδο, σεβόμενος να γυρίσει την πλάτη στον Ιερό εκείνο χώρο.
Βγήκε στον προθάλαμο του Αγίου Λίθου δίνοντας την μία δεσμίδα αναμμένων κεριών στον Αρμένιο Πατριάρχη, (σύμφωνα με τά προνόμια), πού τον περίμενε αμίλητος στην πόρτα.
Έπειτα, από την δεξιά οπή του Αγίου Κουβουκλίου έδωσε πρώτος το Άγιον Φώς στον Ορθόδοξο Αρχιερέα, πού περίμενε.
Και εκείνος, βασταζόμενος στους ώμους των Ορθοδόξων πιστών πού φώναζαν από ενθουσιασμό " ο Χριστός είναι Θεός δικός μας καί αληθινός ", το μετέφερε στον Ναό της Αναστάσεως δίπλα, γιά να μεταφερθεί από εκεί, οδικώς, αεροπορικώς, ή με καμήλες, σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο πού τό περίμενε γιά τήν Ανάσταση....
Μέσα στις φωνές ενθουσιασμού και χαράς για το Άγιο Φώς, πήδησα κάτω από την κρύπτη μου, και παρουσιάσθηκα στον γέροντά μου, τον π.Ανατόλιο. Πολύ αργότερα εξομολογήθηκα την πράξη μου αυτή στον ίδιο τον Πατριάρχη, βάζοντάς μου κανόνα για αυτή την παρακοή μου…».
Σύμφωνα με την τάξη των προνομίων στους Αγίους Τόπους, πού πηγάζει από την δογματική αλήθεια πίστεως, μόνο Ορθόδοξος Πατριάρχης επιτρέπεται να μεταδώσει σε πιστούς, το ζωντανό αυτό Φώς! Από το χέρι του θα το πάρουν οι αιρετικοί.
Πρώτα ο Αρμένιος, και μετά ο Λατίνος, άν τό ζητήσει...
Γίνεται αυτό, για να έλθουν κάποτε σε συναίσθηση πίστεως, για να καταλάβουν ότι βρίσκονται σε «λάθος δρόμο», και να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία, από την οποία έφυγαν, το 1054 οι Παπικοί, και το 1517 οι Διαμαρτυρόμενοι.
Και αφού πιστέψουν, να εκπληρωθούν οι αιώνιοι λόγοι του Χριστού, «... καί τότε γεννήσεται μία ποίμνη, είς ποιμήν» (Ιωάν.ι΄16)
Περισσότερα γιά τό Άγιο Φώς, καί σχετικά βιβλία:
http://www.kivotoshelp.gr/Pages/agiofos1.htm
http://www.youtube.com/watch?feature=pl ... zDaVyWEjtQ
ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ (ΠΑΝΑΓΙΟΣ ΤΑΦΟΣ) ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΟΥ MEGA CHANNEL TO 2001 ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΧΙΛΑΚΗ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ΜΟΝΤΑΖ ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ
Καί τέλος μία άποψη για την πιθανή απαρχή του φαινομένου της αφής του φωτός από τον Νικόλαο Μαργιωρή σε μία από τις διδασκαλίες του που αναφέρονται στα Ελευσίνια μυστήρια ",,,,Τότε εν μέσω μεσονυκτίου, ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης και το φως του τύφλωνε από την ένταση του τους μυούμενος. Ένα ζωντανό φως. Ένα φως ανέσπερο, που μέσα του γεννούσε λέξεις και υποθήκες, σ' εκείνους που κατά τη λάμψη του συναντούσε.
Τα πάντα φωτίζονταν και οι φλόγες του διαπερνούσαν τα καταβάσια και τους λίθινους τοίχους και φώτιζαν την περιοχή του ναού της Δήμητρας και των γύρω κήπων και υψωμάτων, όπου τα πλήθη και οι συγγενείς των μυουμένων, περίμεναν το σημείο, που θα επισφράγιζε την μύηση. Ό προαναφερθείς Κλήμης ο Αλεξανδρείας στο έργο του «Στρωματείς» (V 689 έκδοση POTTER) γράφει. «Μετά ταύτα δ' εστί τα μικρά μυστήρια διδασκαλίας τινά υπόθεσιν έχοντα και προπαρασκευής των μελλόντων, τα δε μεγάλα περί των συμπάντων ου μανθάνειν έτι υπολείπεται, εποπτεύειν δε και περινοείν την τε φύσιν και τα πράγματα». ......"
Το άγιο φως και η πιθανή σύνδεσή του με τα Ελευσίνια μυστήρια
Ημερομηνία: 08/04/2012
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: http://www.fourakis-kea.com/forum/viewtopic.php?f=42&t=5335
1 Σχόλια:
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ*
Από τις ιερές τελετές που τελούνται μεγαλόπρεπα τη Μ. Εβδομάδα στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, η περισσότερο σημαντική τόσο για τη σημασία της όσο και για την παλαιότητά της, η οποία τυχαίνει να είναι τόσο ποθητή και παρηγορητική για τους πιστούς, είναι η ιερή και σεβάσμια τελετή του αγίου φωτός, που τελείται κατά το μεγάλο και υπερευλογημένο Σάββατο στον ίδιο τόπο που έγινε η ταφή και η ανάσταση του Σωτήρα Χριστού. Η ιερή αυτή τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πρώτος ιεράρχης της Σιωνίτιδος Εκκλησίας ή κάποιος άλλος από τους ιεράρχες της δίνει στους πιστούς το άγιο φως που προέρχεται από το Πανάγιο Τάφο, καθιερώθηκε από τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού.
Α'.
Ιστορία της τελετής του αγίου φωτός.
Η πρώτη αφορμή της τελετής του αγίου φωτός, αν δεν υποθέσουμε πως είναι υπερφυσική, ήταν σίγουρα η συμβολική ανάμνηση και της ανάστασης του Σωτήρα μας και αυτών που έζησαν από κοντά τα γεγονότα.
Από το ιερό Ευαγγέλιο μαθαίνουμε πρώτα ότι κατά τον καιρό της ανάστασης του Κυρίου ο άγγελος που παρουσιάστηκε στις Μυροφόρες και έσπρωξε την πέτρα από την είσοδο του Τάφου, καθόταν πάνω σε αυτήν και έλαμπε ολόκληρος: «Ην δέ η ιδέα αυτού ως αστραπή» (Ματθ. κη' 3.) (Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν σαν αστραπή). Έπειτα, όταν πάλι ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήρθαν στον τάφο, ενώ υπήρχε ακόμα σκοτάδι και δεν ήταν παρών κανένας άγγελος, είδαν τις λωρίδες από σεντόνια που είχαν χρησιμοποιηθεί ως σάβανο και την πετσέτα με την οποία είχαν σκεπάσει το κεφάλι του Κυρίου και πίστεψαν (Ιωάν. κ'.)∙ είδαν όμως αυτά, ενώ υπήρχε ακόμα σκοτάδι, διότι όλος ο Τάφος του Κυρίου ήταν τότε διάχυτος από ουράνιο φως. Γι' αυτό ψάλλει και ο θείος Δαμασκηνός: «Καί τό φως εν τω τάφω ορών (ο Πέτρος) κατεπλήττετο, όθεν καί κατειδε τά οθόνια μόνα, ουδείς γάρ βλέπειν δύναται εν νυκτί τά προκείμενα» (=και βλέποντας (ο Πέτρος) το φως στον τάφο έμεινε κατάπληκτος , γι' αυτό και είδε μόνο τις λωρίδες από τα σεντόνια, γιατί κανείς δεν μπορεί να δει μέσα στο σκοτάδι αυτά που βρίσκονται μπροστά του). Και ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος της Νύσσης λέει: «Και ταυτα (τά οθόνια καί τά σουδάρια) ιδόντες οι περί τόν Πέτρον επίστευσαν... πλήρης γάρ ην ο Τάφος φωτός, ώστε καί νυκτός ούσης έτι, διπλως θεάσασθαι τά ένδον, καί αισθητως καί πνευματικως» (για την ανάσταση του Χριστού, λόγος β' σελ. 406 τόμος γ'.) (=Και αφού είδαν αυτά [τις λωρίδες από τα σεντόνια και τις πετσέτες] οι σύντροφοι του Πέτρου πίστεψαν...γιατί ο Τάφος ήταν γεμάτος με φως, ώστε, αν και ήταν νύχτα ακόμα, δύο φορές είδαν αυτά που βρίσκονταν μέσα στον Τάφο, και με τις αισθήσεις τους και με το πνεύμα τους).
Αυτά βέβαια ενέπνευσαν στην τελετουργία της Εκκλησίας μας από τους πρώτους αιώνες (ίσως σύμφωνα με την Αποστολική παράδοση) το έθιμο να κρατάμε λαμπάδες κατά τη γιορτή του Πάσχα. Η διαδεδομένη σε όλες τις Ορθόδοξους Εκκλησίες τελετή της διανομής του φωτός από τον εκκλησιαστικό προϊστάμενο στο λαό κατά τη νύχτα της Κυριακής του Πάσχα, ψάλλοντας «Δευτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και ασπάσασθε Χριστόν τόν αναστάντα εκ νεκρων» (=ελάτε πάρτε φως από το άσβεστο φως και ασπαστείτε τον Χριστό που αναστήθηκε από τους νεκρούς), είναι αναντίρρητα πάρα πολύ παλιά. Αυτήν την ανέκαθεν φωταγωγία της Εκκλησίας, σύμβολο της χαράς, της δόξας και του ουράνιου φωτός, μαρτυρούν πολύ παλιά παραδείγματα. Όταν Επίσκοπος της Ιερουσαλήμ ήταν ο Νάρκισσος, το 162, κατά το βράδυ της ανάστασης, στην ίδια την Ιερουσαλήμ, άναψαν όλα τα καντήλια της Εκκλησίας με το θαυματουργό λάδι, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος ο Παμφίλου: «Κάποτε, κατά το μεγάλο βράδυ του Πάσχα, λένε ότι είχε εξαντληθεί το λάδι από τους διακόνους (της εκκλησίας). Επειδή, εξαιτίας αυτού, φοβερή απογοήτευση συντάραξε όλο το πλήθος, ο Νάρκισσος διέταξε να ετοιμάσουν τα φώτα, και αφού άντλησε νερό από κάποιο κοντινό πηγάδι, το μετέφερε ο ίδιος. Ενώ έγινε αυτό αμέσως, προσευχόταν και παρακαλούσε με πίστη προς τον Κύριο το νερό να χυθεί στους λύχνους. Αφού έγιναν και αυτά, ενάντια σε κάθε λογική και με παράδοξη και θεϊκή δύναμη μετέβαλε το νερό σε λάδι∙ αυτό διαφυλάχτηκε από τους περισσότερους από τους αδελφούς για μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε και σε μας έχει απομείνει ένα μικρό δείγμα από το τότε θαύμα»1.
Και πού υπήρχε τότε η εκκλησία αυτή στην άγια πόλη, όπου ήταν παρών και ο Επίσκοπος και πλήθος εκκλησιαζομένων, δεν είναι γνωστό∙ βέβαιο, όμως, είναι ότι, και μετά την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον Αδριανό, υπήρχε στην πόλη και η εκκλησία για την οποία έγινε λόγος, όπως πιθανόν και άλλοι τόποι προσευχής, στους οποίους μαζεύονταν οι πιστοί και μέσα και έξω από αυτούς, ειδικά αυτοί που είχαν πάει στην πόλη κατά την εορτή του Πάσχα. Ο Μ. Κωνσταντίνος, κάνοντας πιο λαμπερή τη φωταγωγία και τη λαμπαδηφορία της Εκκλησίας, διέταξε να φωτιστεί όλη η πόλη. «Την ιερή αγρυπνία μετέβαλε σε φώτα της ημέρας δένοντας πάρα πολύ ψηλούς κίονες από κερί σε όλη την πόλη, πάνω στους ήδη υπάρχοντες στύλους∙ οι λαμπάδες ήταν αναμμένες και φώτιζαν όλον τον τόπο, ώστε η αγρυπνία να ακτινοβολεί πιο πολύ και από τη λαμπερή ημέρα»2.
Και ο Γρηγόριος ο θεολόγος λέει: «το άγιο Πάσχα και περιβόητο, η πιο μεγάλη μέρα όλων των ημερών και η λαμπρή νύχτα, αυτή που έδιωξε το σκοτάδι της αμαρτίας, κατά την οποία εμείς γιορτάζουμε τη σωτηρία μας κάτω από το πλούσιο φως» (λόγ. ιθ'.). Αυτό, όμως, το φως που φωτίζει όλες τις εκκλησίες της νύχτας της Αναστάσεως πώς το αντιλαμβάνεται και πώς το ονομάζει η γλώσσα του Γρηγορίου του θεολόγου; «Αυτό, λέει, το αντίγραφο του μεγάλου φωτός, όσο και ο ουρανός από πάνω λάμπει, φωτίζοντας όλο τον κόσμο με τις δικές του ομορφιές, και όσο υπερουράνιο, και με την πρώτη φωτεινή φύση στους αγγέλους, και όσο στην Τριάδα, από την οποία όλο το φως έχει έρθει, από το αδιαίρετο φως που θεωρείται μέρος του και τιμάται∙ και αυτό είναι πρόδρομος του μεγάλου φωτός που υπάρχει, το (φως της διανυκτέρευσης κατά την εορτή του Πάσχα)»∙ (λόγ. εις τό Πάσχα). «Εάν, όμως, και εξολοκλήρου το φως που φωτίζει δυνατά κατά τη νύχτα της Αναστάσεως κάθε Εκκλησία (η οποία είναι η απεικόνιση της Σιών, όπως και η θεία Τράπεζα είναι η απεικόνιση του Μνήματος της Αναστάσεως), γράφει ο Κωνσταντίνος ο πρεσβύτερος ο εξ Οικονόμων, έτσι είναι ιερό και τιμώμενο, πόσο περισσότερο αξιοσέβαστο και κατεξοχήν πρόδρομος του μεγάλου φωτός εκλάμπει, αυτό που πηγάζει ευθύς από το ίδιο το πρωτότυπο και ζωηφόρο Μνήμα και, όπως θα μπορούσες να πεις φανερά και κατανοητά, αυτό που θεωρείται μέρος του αδιαίρετου φωτός; Ω νύχτα εκείνη ιερότατη και μεγάλη εορτή και μυστηριώδης, κατά την οποία το αμέτρητο πλήθος των προσκυνητών, όλα τα έθνη, όλοι με υψωμένες τις ψυχές και γεμάτοι με πίστη και ευλάβεια γιορτάζουν τη σωτηρία του σύμπαντος, στεκούμενοι απέναντι στον Τάφο που δέχτηκε τον Κύριο και παρατηρώντας από αυτό να ανατέλλει το αντίγραφο του μεγάλου φωτός και το πρόδρομο φως! Ω εκείνης της χαράς, με τη συνοδεία της οποίας προσέρχονται με χαρούμενο πόδι και νου, κρατώντας λαμπάδες, για να συναντήσουν από κοντά τον νυμφίο τον νικητή του θανάτου, παρακολουθώντας με τα μάτια της πίστης να βγαίνει από το ίδιο εκείνο θείο Μνήμα, απ' όπου αναστήθηκε και σωματικά»3. Γι' αυτό, από πολύ παλιά καθιερώθηκε ξεχωριστή ιερή τελετή του αγίου φωτός το απόγευμα του Μ. Σαββάτου στον ίδιο τόπο που έγινε η Ταφή και η Ανάσταση του Σωτήρα Χριστού, όπως μαρτυρούν πολλά ιστορικά μνημεία, στα οποία βρίσκουμε περιγραφές της τελετής του αγίου φωτός. Στο «Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο» (Τυπικό της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων), το οποίο ανάγεται χρονικά στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, η τελετή του αγίου φωτός περιγράφεται έτσι: «Το Μεγάλο Σάββατο το απόγευμα, κατά τη δύση του ηλίου, ο επίσκοπος, οι ιερείς και οι διάκονοι εισέρχονται στην αγία Ανάσταση και κλείνουν τις πόρτες. Ετοιμάζουν τρία θυμιατήρια και απαγγέλλουν εκτενή και ευχή. Ο επίσκοπος βάζει στο θυμιατήριο θυμίαμα και ο ίδιος θυμιατίζει. Προηγείται ο επίσκοπος, μετά από αυτόν ακολουθούν οι ιερείς και οι διάκονοι και, ψάλλοντας τον ψαλμό «Άσατε τω Κυρίω ασμα καινόν, ψάλατε τω Κυρίω πάσα η γη» (όλη η γη ας τραγουδήσει προς τον Κύριο τραγούδι καινούριο, ας ψάλλει προς τιμή του Κυρίου), κάνουν πομπή γύρω από την Εκκλησία. Μπαίνοντας στο άγιο Βήμα απαγγέλλουν εκτενή και ευχή με γονυκλισίες, όπου ο επίσκοπος λέει το παρακάτω: «Νυν αναστήσομαι, λέγει Κύριος, νυν δοξασθήσομαι, νυν υψωθήσομαι» (Τώρα θα αναστηθώ, λέει ο Κύριος, τώρα θα δοξαστώ, τώρα θα υψωθώ). Πηγαίνουν γύρω από την Εκκλησία για δεύτερη φορά ψάλλοντας το εξής: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ας είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο). Αφού έρθουν μπροστά από την είσοδο του αγίου Βήματος, απαγγέλλουν εκτενή και ευχή και ψάλλοντας τον ψαλμό «Άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν» με πομπή γυρνούν γύρω από την Εκκλησία για τρίτη φορά. Αφού επιστρέψουν εκεί, μπροστά στην είσοδο του αγίου Βήματος, απαγγέλλουν εκτενή και ευχή. Ο επίσκοπος ασπάζεται τους ιερείς και τους διακόνους, ευλογούν τα κεριά και ανάβουν τις λυχνίες. Ανοίγουν τις πόρτες και μπαίνουν στην καθολική Εκκλησία ψάλλοντας το «Κύριε, εκέκραξα» μαζί με το στιχηρό «Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ...». Μετά το «φως ιλαρόν...», τα δώδεκα αναγνώσματα και η Λειτουργία»4. Το Τυπικό του Ναού της Αναστάσεως, το οποίο γράφτηκε το 1122, αλλά βρισκόταν εν χρήσει στη Σιωνίτιδα Εκκλησία ήδη από τον 8ο και 9ο αιώνα5, περιγράφει την τελετή του αγίου φωτός λεπτομερέστατα ως εξής: «Και κατά τη δεύτερη ώρα της αγίας αυτής ημέρας (του Μ. Σαββάτου) έρχονται οι μυροφόρες και αρχίζουν να πλένουν τα καντήλια και τα τακτοποιούν μέσα στον πανάγιο και ζωοποιό Τάφο, ενώ βρίσκονται παρόντες ο Πατριάρχης και ο αρχιδιάκονος και ο δευτεράριος και ο παραμονάριος και τρεις διάκονοι και ψάλτες∙ και ενώ εκτελούν το έργο τους οι μυροφόρες ψάλλουν τον κανόνα και την ακολουθία των ωρών σύντομα. Και όταν τελειώσουν με το πλύσιμο των καντηλιών και την τακτοποίησή τους, τότε κλειδώνει ο Πατριάρχης τον άγιο Τάφο και παίρνει τα κλειδιά μαζί του, και τότε σβήνουν όλα τα καντήλια του ναού∙ και ανεβαίνει ο Πατριάρχης στα Κατηχούμενα, για να ψάλλει τις ώρες. Και όταν γίνεται εννιά η ώρα, ο Πατριάρχης κατεβαίνει μαζί με τον κλήρο ντυμένοι στα άσπρα στην αγία Ανάσταση χωρίς φωταψίες και θυμιατό και τότε αρχίζουν τον εσπερινό πίσω από τον άγιο Τάφο μέσα σε κλίμα γαληνότητας... Αμέσως μετά το τέλος των Προφητειών εισέρχεται ο Πατριάρχης στο άγιο Βήμα και κόβει το θυμίαμα των μητροπολιτών, των επισκόπων και των πρεσβυτέρων, και αρχίζουν να θυμιατίζουν ο ίδιος (ο Πατριάρχης) και οι αρχιερείς και οι ιερείς μαζί του∙ θυμιατίζουν το Ναό έξω από τον άγιο Τάφο και περιέρχονται γύρω από αυτόν τρεις φορές, ενώ είναι κλειστός. Αμέσως έρχονται και ανεβαίνουν στον άγιο Γολγοθά και αφου έχουν θυμιατίσει κάτω, όπως και στον άγιο κήπο και στον άγιο Κωνσταντίνο και στην αγία Φυλακή, μέχρι να έρθουν στην πύλη της αγίας Αναστάσεως, η οποία ονομάζεται η πύλη των Μυροφόρων. Τότε παίρνουν οι υποδιάκονοι τα θυμιατά από τους αρχιερείς και τους ιερείς και μπαίνουν όλοι στο άγιο Βήμα και αρχίζει ο Πατριάρχης το «Κύριε ελέησον» εκτενώς και χωρίς παύση και τότε εξέρχεται ο Πατριάρχης από το Βήμα ο ίδιος και ο αρχιδιάκονος και ο πρωτοδιάκονος-κρατούν τα χέρια του Πατριάρχη από τη μια και από την άλλη μεριά-και προπορεύεται μπροστά από αυτούς ο σακελλάριος και τον ακολουθεί από πίσω ο παραμονάριος και ο καστρίνσιος∙ και τότε πέφτει ο Πατριάρχης μπροστά από το άγιο Βήμα με το πρόσωπο στο έδαφος και προσεύχεται με δάκρυα για τις αμαρτίες του λαού∙ και σηκώνει τα χέρια του ψηλά∙ έτσι κάνει τρεις φορές, το ίδιο και αυτοί που είναι μαζί του∙ και ο λαός ψάλλει το «Κύριε ελέησον» δυνατά και ακατάπαυστα. Και τότε με την είσοδο του Πατριάρχη και των ακολούθων του στον άγιο Τάφο, κάνει τρεις μετάνοιες και προσεύχεται και παρακαλεί για τον ίδιο και για το λαό και τότε ανάβει από το άγιο Φως και το δίνει στον αρχιδιάκονο και ο αρχιδιάκονος στο λαό και μετά από αυτό βγαίνει ο Πατριάρχης και η συνοδεία του ψάλλοντας το στιχηρό: «Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ»6.
Εκτός από τα Τυπικά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και διάφοροι επισκέπτες των αγίων Τόπων αναφέρονται στο άγιο φως, όπως ο Βασίλειος ο επίσκοπος της Εμέσης κατά το πρώτο μισό του 9ου αιώνα στο βίο του αγίου Θεοδώρου που ήταν γνωστός για την ασκητική του ζωή στη λαύρα του αγίου Σάββα. Ο διαπρεπής αυτός μοναχός, αφού εκλέχτηκε εκείνη την εποχή από τους δύο πατριάρχες Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Εδέσσης από αυτούς στο Ναό της Αναστάσεως κατά τη Μ. Πέμπτη. «Αφού συνέφαγε, λέει ο βιογράφος του Βασίλειος, με τους Πατριάρχες και λειτούργησε μαζί τους και τη Μ. Παρασκευή και το άγιο Σάββατο και μετά το άναμμα των καντηλιών από το ουράνιο φως της Αγίας Αναστάσεως συλλειτούργησε μαζί με τους Πατριάρχες, το ίδιο και την αγία και μεγάλη Κυριακή αφού τέλεσε την λαμπρή εορτή, έφυγε για τη Βαβυλώνα»7.
Για την τελετή του αγίου φωτός και της μετάδοσής του από τον Πατριάρχη «στους επισκόπους και στον υπόλοιπο λαό, για να φωτίσει με αυτό ο καθένας το σπίτι του» κάνει μνεία και ο Μοναχός Βερνάρδος ο σοφός που επισκέφτηκε την άγια Πόλη το 870 8.
Αξιοσημείωτη τυχαίνει να είναι η επιστολή του Νικήτα, βασιλικού κληρικού της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, σχετικά με τη φωτοφάνεια (εμφάνιση του φωτός) από τον άγιο Τάφο κατά το Μ. Σάββατο. Αυτός επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ το 947, για να προσκυνήσει τους αγίους Τόπους, όταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Χριστόδουλος ο Α'(937-950), φέρνοντάς του δώρα από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο τον Ζ', όπως γράφει ο ίδιος στην επιστολή προς τον ίδιο τον Αυτοκράτορα9. Αυτή η επιστολή έχει ως εξής: «Άρα επρόκειτο, Θειότατε βασιλιά, η ζωή μας να μην είναι χωρίς σημασία εξαιτίας της μεγαλειότητας του Θεού, αλλά να δοξάζεται ο πραγματικά κυρίαρχος και μόνος αληθινός Θεός μας με την προς το Χριστό ταπείνωσή σου στα εξέχοντα10 θαύματα και στις εμφανίσεις του φωτός, σαν να μην πρόκειται μόνο για τα παλιά εξαίσια θαύματα, αλλά και να ευφραίνεται και να δοξάζεται μέσω των τελετών που γίνονται κατά την εν Χριστώ βασιλεία σου· γιατί όλοι οι πολίτες και οι νεοφερμένοι γνωρίζουν τα γεγονότα σχετικά με την έλευση του φωτός την ημέρα της Ανάστασης κατά την ιερή ταφή του Κυρίου, αρκετά παράδοξα-αναφέρομαι στη λάμψη της φωτοφάνειας-ότι γίνεται με τη Θεία έμπνευση· γιατί παλιότερα με μεγάλη επιθυμία ποθούσα να παρατηρήσω αυτήν (τη φωτοφάνεια) και να προσκυνήσω το ιερότατο εκείνο και σεβάσμιο έδαφος, όμως δεν πραγματοποίησε αυτήν την παράκλησή μου η Θεοφρούρητος βασιλεία σου που παρέχει και δώρο χρυσού, αλλά με έστειλε προηγουμένως στον Θεοφιλή αρχιεπίσκοπο που βρίσκεται εκεί· γι' αυτό, λοιπόν, ο Θεός, επειδή γνωρίζει την εξολοκλήρου αφοσίωσή σου προς αυτόν, σε προστάτεψε από κάθε φθορά των ανόσιων Αγαρηνών. Στις 7, λοιπόν, Απριλίου, με την πρόνοια του Θεού, αφού συνάντησα τον αρχιεπίσκοπο της αγίας πόλης Χριστόδουλο, έμεινα μαζί του και είδα τη θεϊκή επιφάνεια της αναστάσιμης ημέρας· και ενώ πλησίαζε το άγιο και μεγάλο Σάββατο, ο διάβολος που φθονεί πάντα τους καλούς δε μας άφησε ήρεμους, αλλά έτσι στεφανωμένος προσέκρουσε στον ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό, όμως ο ίδιος περισσότερο συντρίφτηκε παρά συνέτριψε. Γιατί, κάποιος Αμηράς από το Παγδάτι κατά την πρώτη ώρα του αγίου και μεγάλου Σαββάτου, ενώ βρισκόταν εκεί γύρω, μπήκε γεμάτος θυμό και μανία στον Αμηραίο τόπο στο πραιτώριο· τότε, αμέσως, κάποιοι φοβεροί και σκληροί αγγελιοφόροι ανακοίνωσαν την άφιξή του στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και όδευαν προς το πραιτώριο· όταν, όμως, έφτασε εκεί ο Θεοφιλής και πραγματικά πολύτιμος αρχιεπίσκοπος, ο φοβερός και κατάπληκτος Αμηραίος είπε: «δεν μπορείς, αρχιεπίσκοπε, να τελέσεις τώρα την εορτή, γι' αυτό έχω έρθει εδώ, γιατί με μαγικό και δόλιο τέχνασμα κάνεις το θαύμα για το οποίο γίνεται πολύς λόγος και έχεις γεμίσει όλη τη Συρία με τη θρησκεία των χριστιανών· και σχεδόν έχεις αποτελειώσει τη Ρωμανία εξαφανίζοντας τα δικά μας ήθη»· ο θεοφιλής τότε αρχιεπίσκοπος, με ήρεμη τη φωνή του απάντησε: «εάν μία φορά, ή και δύο φορές κάνατε προσπάθεια, από αυτά τα έργα δε γίνατε αξιόπιστος αμέτρητες φορές· θα μας φαινόταν πιο ανεκτό να πούμε ότι τάχα αυτό τελείται με κάποιο μαγικό και δόλιο τέχνασμα». Και επειδή πέταξε μπροστά στον προϊστάμενο αρχιεπίσκοπο σίδηρο αντί φυτίλι στο καντήλι που βρισκόταν στον άγιο Τάφο και επειδή είδαμε αυτό να ανάβει ολόκληρο σαν κερί με τη θεϊκή συναίνεση, μέχρι ποιο σημείο επιχειρούμε να θαυμάζουμε το ανήκουστο από τις τυραννίες; Οι γραφείς που στέκονταν εκεί,-έτσι ονομάζονται αυτοί που προσφέρουν υπηρεσίες στον Αμηραίο τόπο και είναι μέτοχοι στη δική μας ακέραιη πίστη, έλεγαν στον μαιοφόνο Αμιρά ¨¨»» «δεν κάνεις καλά που εμποδίζεις τον αρχιεπίσκοπο να τελέσει την εορτή που γίνονταν σύμφωνα με τα ήθη σε αυτόν τον τόπο· γιατί με ποιον τρόπο εισπράττεται το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων φόρων, εάν δεν επιτρέπεται να τελούνται οι καθιερωμένες εορτές εδώ; Και επειδή, εάν εμμείνεις σε αυτό το λογισμό, μπορούμε να κάνουμε αναφορά στον πρώτο σύμβουλο της Συρίας, δε θα προξενήσεις στον εαυτό σου κάποια τυχαία αγανάκτηση»· επειδή, λοιπόν, οργίστηκε με τα λεγόμενα, ο δυστυχής αποβλέπει σε άλλο καινούριο τέχνασμα, γεμάτος με θυμό και μανία αφαιρεί με τη βία από τον αρχιεπίσκοπο 7000 χρυσά· και λέει ότι, εάν δεν πάρει τα χρήματα, δε θα επιτρέψει με κάθε τρόπο στον αρχιεπίσκοπο να τελέσει την αγία και καθολική εορτή της Ανάστασης του Χριστού· ο αρχιεπίσκοπος τότε πολύ στεναχωρημένος αναστέναξε βαθιά και εκβίασε τους φονιάδες ότι θα απαλλαγεί ο ίδιος από την παρούσα ζωή με ένα ξίφος, γιατί θεωρούσε ότι ήταν συμφέρον για τον εαυτό του αυτό, ότι δηλαδή θα απαλλασσόταν από την κακία αυτών· ο Θεός, όμως, που επινοεί για αυτούς που βρίσκονται σε δυσκολίες και που δίνει δύναμη στον ασθενή, εξάλειψε αυτήν την σκέψη· γιατί, αφού έδωσαν δύο χιλιάδες (2000) χρυσά οι γραφείς-οι οποίοι μνημονεύτηκαν παραπάνω-εγγυήθηκαν στον αρχιεπίσκοπο να δώσουν τις πέντε χιλιάδες (5000) και έτσι ματαίωσαν το σχέδιο του ασεβούς Αμηραίου.
Ενώ ο αρχιεπίσκοπος πιεζόταν με αυτά στο Πραιτώριο, ο Θεός των αξιοθαύμαστων έργων, με την ακατανόητη και ακαταμάχητη δύναμή του, γέμισε με τρίφωτο θείο φως δύο από τα καντήλια, σε εκείνον τον τόπο που έγινε η Σταύρωση, όπου λέγεται ότι, αφού κατέβασαν το τίμιο Σώμα του Κυρίου και Θεού μας, από το Σταυρό, το έπλυναν· αυτό, λοιπόν, το παράδοξο, μόλις αναγγέλθηκε στο πραιτώριο, αμέσως το πλήθος των χριστιανών και των ασεβών Αγαρηνών, αναμειγμένο, συνέρρεε στην αγία Εκκλησία του Θεού, οι μεν Ορθόδοξοι εξαιτίας του έντονου πόθου τους και της διάπυρης πίστης, οι δε άθεοι Αγαρηνοί με φονική διάθεση και με καταστροφικό φρόνημα, κρατώντας άλλοι μαχαίρια και άλλοι από αυτούς λόγχες, ώστε, εάν ανακαλυφθεί ότι κάποιος από τους χριστιανούς έχει λαμπάδα φωτός, να φονευθεί μέσα στο ναό· ο πάνσοφος, όμως, Αρχιεπίσκοπος μαζί με τους άλλους κληρικούς και τους Αγαρηνούς πήγαινε γρήγορα στον Άγιο Τάφο του Κυρίου και μάλιστα, αφού έριξε από δω και από εκεί μικρές ματιές, επειδή γνώριζε ότι ποτέ ως τότε δεν έβγαινε και εκεί η λάμψη του θείου φωτός, μαζί με τους ασεβείς Αγαρηνούς τον θεϊκό Τάφο ασφάλισε. Και κατά την ανατολή, αφού ύψωσε τα Μωσαϊκά εκείνα χέρια μαζί με το λαό των χριστιανών, ικέτευε για πολύ ώρα τον Θεό όλων. Γύρω στις έξι η ώρα της ημέρας, μόλις παρατήρησε στον θεϊκό Τάφο του Σωτήρα, βλέπει τη θεϊκή φωτοφάνεια (εμφάνιση του φωτός), καθώς η είσοδος της πόρτας δημιουργήθηκε γι' αυτόν από άγγελο· πήρε, λοιπόν, την ευκαιρία να μεταδώσει το φως στα πολύφωτα στην αγία μεγάλη Εκκλησία του Θεού, καθώς αυτό συνήθιζε να κάνει, και ξαφνικά μπορούσε να δει όλη την Εκκλησία του Θεού γεμάτη με το ανέπαφο θεϊκό φως, ώστε άλλοτε ο ευσεβής λαός να μεταφέρεται στο δεξί μέρος, άλλοτε στο αριστερό, άλλοι στα προπύλαια, άλλοι στον τόπο του Κρανίου και άλλοι στην κρεμάμενη σταυροειδή αλυσίδα, επειδή και εκείνη περικύκλωνε τα καντήλια, και λέγεται για αυτήν ότι το δικό μας κόσμο μνημονεύει και χάρη στο σημείο αυτή είναι κρεμασμένη, ώστε με την απροσδόκητη φωτοφάνεια να εκπλήξει τους πάντες· αλλά όμως, γέμισε με έκπληξη και ντροπή και τους ίδιους τους άθεους Αγαρηνούς· γιατί από την Ανάληψη του Χριστού μέχρι τότε, σε ένα από τα καντήλια που υπάρχουν μέσα στον Άγιο Τάφο λέγεται ότι κάθε χρόνο γεννιόταν η λάμψη του θεϊκού φωτός· όμως, αυτή τη φορά η θεϊκή φωτοχυσία έλαμψε όλη την Εκκλησία, ώστε όλοι με μία φωνή είπαν: «τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών, συ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος»· και ενώ ο ασεβής Αμηραίος ήταν ανάμεσα στους Κατηχουμένους κρατώντας γυμνό ένα λαμπερό ξίφος, έπεσε μπροστά στο ναό και έγινε ένα εξαίσιο και αξιοθαύμαστο θαύμα· το καντήλι που κρεμόταν απέναντι από εκεί που έπεσε ο Αμηραίος, μεγαλύτερο και από μέγεθος κρατήρα, με κάποια οικονομία του Θεού, συνέβη να μείνει άδειο από νερό και λάδι, και αμέσως να γεμίσει με θεϊκό φως, χωρίς να υπάρχει κανένα φυτίλι σε αυτό· ο φονικός και δύστυχος, λοιπόν, Αμηραίος μπροστά σε αυτό το παράδοξο θέαμα έμεινε άναυδος, ώστε φανερά μπροστά σε όλους προτίμησε να βλέπει το χέρι σαν φωτιά και έτσι έγιναν αυτά τα παράδοξα και εξαίσια· αυτό, όμως, το κατά το δρακόντιο σταυρό ήδη παράδοξο που τελέστηκε, ας μη θεωρηθεί από τους πολλούς ότι έχει κάποιο ίχνος ψεύδους, γιατί σε κανέναν άλλον δεν αναθέτω τη δική μου αμαρτωλή συνείδηση, εάν δεν ερευνήσει τα βάθη της λογικής με το ακοίμητο μάτι· εκεί, λοιπόν, από τα δρακόντια που υπήρχαν στο δεξί μέρος της αγίας Εκκλησίας του Θεού, στο σταυρό που είχαν στο πάνω μέρος τους, αφού εμφανίστηκε αστέρι στο μέσο, ακτινοβολούσε σαν τον ήλιο, μετά, όμως, από λίγη ώρα, αφού διαιρέθηκε στα τέσσερα, φάνηκε ψηλά να λάμπει σε σχήμα σταυρού, ώστε όλοι να μαζί να τρέχουν προς αυτόν, και να ανακράζουν νικητήριους ύμνους για τον Θεό που προνοεί για τα δικά μας, αλλά δε νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι φανερό, αλλά ότι η δύναμη της πιστής προς τον Θεό αγίας βασιλείας σου θα καθυποτάξει τον μισητό Ισμαήλ, θα αμαυρώσει, όμως, και τη μιαρή θρησκεία των Αγαρηνών, ακριβώς όπως αυτό έχει ομολογηθεί και από τους βέβηλους και ασεβείς Αγαρηνούς· ο Θεός μέσω του σταυρού έδωσε τη νίκη στον φημισμένο από τους βασιλείς Κωνσταντίνο, αφού δώρισε ομώνυμο και όμοιο σταυρό, αναφέροντας μέσω του αστεριού την αγία βασιλεία σου, ο ίδιος και τώρα καθυπόταξε, ενδυνάμωσε και ενίσχυσε, δέσποτα, την κεφαλή όλου του έθνους, αποκαθιστώντας τη δύναμη της σιδηράς σου βασιλείας».
Ο πιο αμαρτωλός από τους κληρικούς Νικήτας έχω παραδώσει αυτά γραμμένα, κατά το έτος Αδάμ, στυε'. (=947 μ.Χ.).
Ακόμα πιο λεπτομερή και γεμάτη ενδιαφέρον περιγραφή για την τελετή του αγίου φωτός συναντούμε στο Οδοιπορικό του Ρώσου ηγουμένου Δανιήλ, ο οποίος επισκέφτηκε την αγία Γη το 1106-7, όταν η περιοχή ήταν στα χέρια των Σταυροφόρων.
«Εκθέτω, λέει, την αλήθεια, όπως την είδα. Την αγία Παρασκευή σφουγγαρίζουν τον άγιο Τάφο και πλένουν τα καντήλια που βρίσκονται εκεί, έπειτα τα γεμίζουν με καθαρό λάδι, χωρίς νερό, και αφού βάλλουν μέσα σε αυτά τα φυτίλια, τα αφήνουν με αυτόν τον τρόπο προετοιμασμένα· και κατά τη δεύτερη ώρα της νύχτας σφραγίζουν τον Άγιο Τάφο. Τότε σβήνουν όλα τα καντήλια και τα κεριά, όχι μόνο αυτά που είναι μέσα στο ναό, αλλά και τα άλλα που βρίσκονται σε όλες τις Εκκλησίες της Ιερουσαλήμ. Την ίδια μέρα, τη μεγάλη Παρασκευή, κατά την πρώτη ώρα της ημέρας, εγώ ο αμαρτωλός, αφού παρουσιάστηκα μπροστά στον ηγεμόνα Βαλδουίνο, τον προσκύνησα. Ο ηγεμόνας χαρούμενος με πλησίασε και μου είπε: «Τι επιθυμείς, Ρώσε ηγούμενε;» Ο ηγεμόνας όντας αγαθός και καθόλου υπερήφανος με γνώριζε ήδη καλά και με αγαπούσε. Τότε, λοιπόν, απάντησα σε αυτόν: «καλοκάγαθε ηγεμόνα, στο όνομα του Θεού και της αφοσίωσης, την οποία εγώ εξακολουθώ να έχω από τους Ρώσους ηγεμόνες, σε παρακαλώ να εισακούσεις σε αυτήν την παράκλησή μου. Επιθυμώ να βάλλω με το ίδιο μου το χέρι το καντήλι μου στον άγιο Τάφο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εκ μέρους όλης της Ρωσικής γης, για τους δικούς μας ηγεμόνες και χριστιανούς της Ρωσίας». Στο λόγο αυτό ο ηγεμόνας με ιδιάζουσα καλοκαγαθία μου το επέτρεψε και μου έδωσε τον καλύτερο ακόλουθό του, για να με οδηγήσει στον οικονόμο του Ναού της Αναστάσεως και στον κλειδοφύλακα του αγίου Τάφου. Ο οικονόμος τότε και ο κλειδοφύλακας με διέταξαν να φέρω το καντήλι μου με λάδι, κι εγώ, αφού τους ευχαρίστησα, γεμάτος χαρά έτρεχα στην αγορά· αφού αγόρασα το πιο μεγάλο κρυστάλλινο καντήλι και το γέμισα με καθαρό λάδι, χωρίς νερό, γύρισα το απόγευμα στον άγιο τάφο κρατώντας το. Βρήκα μόνο τον κλειδοφύλακα στο εσωτερικό του μικρού ναού του Αγίου Τάφου (του ιερού Κουβουκλίου). Αυτός, αμέσως μετά τη δική μου παράκληση, άνοιξε τις πύλες και αφού με παρακάλεσε να αφήσω τα σανδάλια μου, με έβαλε μέσα στον Άγιο Τάφο με γυμνά τα πόδια μου και έχοντας στα χέρια το καντήλι. Μου είπε να το αφήσω με τα ίδια μου τα χέρια πάνω στον άγιο Τάφο· το άφησα στο μέρος όπου κείτονταν τα ιερά πόδια του Σωτήρα μας. Το καντήλι των Ελλήνων ήταν τοποθετημένο προς το μέρος του κεφαλιού, ενώ του μοναστηριού του αγίου Σάββα και των υπόλοιπων μονών βρίσκονταν στο μέρος του στήθους. Είναι συνήθεια να βάζουν εδώ καντήλι των Ελλήνων και μεμονωμένα ένα άλλο για το μοναστήρι του αγίου Σάββα... Αφού έβαλα το δικό μας καντήλι πάνω στον άγιο Τάφο, προσκύνησα στη γη μπροστά στον άγιο αυτό τόπο, φίλησα και έβρεξα με τα δάκρυά μου τον ιερό τόπο, όπου το αγιότατο σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού κειτόταν· έπειτα, βγήκα γεμάτος με ανείπωτη χαρά από το εσωτερικό του αγίου Τάφου και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου.
Το πρωί του μεγάλου Σαββάτου, κατά την έκτη ώρα της ημέρας, μεγάλο πλήθος λαού μαζεύτηκε μπροστά στο Ναό της Αναστάσεως. Οι κάτοικοι της χώρας, οι περιηγητές και οι προσκυνητές που είχαν έρθει γι αυτό από τη Βαβυλώνα, την Αίγυπτο και την Αντιόχεια και από άλλες χώρες μαζεύτηκαν την ίδια μέρα. Αμέτρητο πλήθος γέμισε την πλατεία γύρω από τον Ναό και τον Γολγοθά· τόσο στριμωγμένοι, όμως, ήταν, που έβλεπε κανείς ανθρώπους να πνίγονται από την πίεση των ανθρώπων, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους κεριά σβησμένα και περίμεναν τη στιγμή που θα ανοίξουν οι πόρτες της Εκκλησίας. Στο εσωτερικό της Εκκλησίας βρίσκονταν μόνο ιερείς, περιμένοντας τον ερχομό του ηγεμόνα Βαλδουίνου και της ακολουθίας του. Μόλις φάνηκε αυτός, οι πόρτες της Εκκλησίας άνοιξαν και ο λαός όρμησε τότε όλος μαζί, γεμίζοντας όλη την Εκκλησία και τα διπλανά μέρη, τον Γολγοθά και τον τόπο της σταύρωσης και περισσότερο το μέρος όπου βρίσκεται ο σταυρός του σωτήρα μας. Αυτοί που δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στην Εκκλησία στέκονταν έξω. Όλος αυτός ο λαός έλεγε μόνο τις λέξεις «Κύριε ελέησον». Αυτές οι ζωηρές και αδιάκοπες αναφωνήσεις δημιουργούσαν θόρυβο που δονούσε τις γύρω περιοχές... Έτσι στέκονταν οι πιστοί. Οι καρδιές τους ήταν συγκινημένες, τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα. Έβλεπε κανείς και τον ηγεμόνα Βαλδουίνο να αισθάνεται συγκίνηση και να κλαίει, ενώ οι ακόλουθοί του περικύκλωναν το αρχικό θυσιαστήριο που βρισκόταν απέναντι ακριβώς από τον άγιο Τάφο (από τη βασιλική κάμαρα, όπως λέγεται σήμερα). Κατά την έβδομη ώρα της ημέρας του μεγάλου Σαββάτου ο ηγεμόνας Βαλδουίνος και οι ακόλουθοί του όδευαν ξυπόλητοι από το σπίτι του προς τον άγιο Τάφο. Προσκάλεσε και από το μετόχι του αγίου Σάββα τον ηγούμενο και τους αδελφούς μοναχούς του, οι οποίοι με όμοιο τρόπο κατευθύνονταν προς τον Τάφο του Κυρίου, μαζί με αυτούς ήμουν και εγώ ο αμαρτωλός. Όλοι βρεθήκαμε μπροστά στον ηγεμόνα και τον χαιρετήσαμε, ο ίδιος χαιρέτησε τον ηγούμενο και τους αδελφούς που ήταν μαζί του και υποχρέωσε τον ηγούμενο του αγίου Σάββα και εμένα τον αμαρτωλό να πλησιάσουμε και να σταθούμε δίπλα σε αυτόν, όπως ακριβώς και κάναμε. Επιπλέον, υποχρέωσε τους υπόλοιπους ηγουμένους και τους άλλους μοναχούς να προηγηθούν, ενώ η συνοδεία του ακολουθούσε την πομπή της τελετής. Φτάσαμε, τέλος, στη δυτική πόρτα του Ναού της Αναστάσεως, αλλά το πλήθος που ήταν μαζεμένο μας εμπόδιζε να μπούμε.
Τότε, λοιπόν, ο ηγεμόνας Βαλδουίνος διέταξε το στράτευμά του να διασκορπίσει το πλήθος και μας άνοιξαν δίοδο ανάμεσα στο πλήθος μέχρι τον άγιο Τάφο και έτσι, αφού μπορέσαμε να περάσουμε, φτάσαμε στην ανατολική πόρτα του αγίου Τάφου. Ο ηγεμόνας μπήκε μαζί μας και κάθισε στο δεξί μέρος, κοντά στον τοίχο που χωρίζει το αρχικό θυσιαστήριο, μπροστά στην ανατολική πόρτα, σε μία ψηλή θέση που προορίζεται για τον ηγεμόνα. Διέταξε, λοιπόν, τον ηγούμενο του αγίου Σάββα να σταθεί μαζί με τους μοναχούς του και τους Ορθόδοξους ιερείς πάνω στον άγιο Τάφο, ενώ εμένα με διέταξε να σταθώ ψηλότερα, επάνω (απέναντι) από τις πόρτες του αγίου Τάφου, μπροστά από το αρχικό θυσιαστήριο, ώστε να μπορώ να βλέπω στην πόρτα του Αγίου Τάφου, του οποίου και οι τρεις πόρτες ήταν σφραγισμένες με τη βασιλική σφραγίδα. Οι Λατίνοι ιερείς βρίσκονταν στο αρχικό θυσιαστήριο. Κατά την όγδοη ώρα της ημέρας οι Ορθόδοξοι ιερείς, οι οποίοι βρίσκονταν πάνω, βέβαια, στον Άγιο Τάφο, άρχισαν την ακολουθία του εσπερινού· μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών και μοναχών βρίσκονταν μαζί τους. Οι Λατίνοι, επίσης, έψαλλαν την ακολουθία σύμφωνα με το δικό τους Τυπικό... Όταν άρχισε η ανάγνωση των Παροιμιών του αγίου Σαββάτου, ο επίσκοπος, ακολουθούμενος από τον διάκονο, άφησε το αρχικό θυσιαστήριο και αφού πλησίασε στις πόρτες του Αγίου Τάφου, παρατήρησε μέσα από τα κάγκελα των θυρών και, αφού δεν είδε φως στον Ἀγιο Τάφο, γύρισε στο θυσιαστήριο. Ενώ γινόταν η ανάγνωση της στ' Παροιμίας, ο ίδιος ο Επίσκοπος, ακολουθούμενος από τον διάκονο, έρχεται και πάλι, για να δει μέσα από την πόρτα του Αγίου Τάφου, εάν δεν υπάρχει εδώ φως. Όλος ο λαός δακρυσμένος άρχισε να αναφωνεί «Κύριε ελέησον». Αφού πέρασε και η ενάτη ώρα, ο χορός άρχισε να ψάλλει το άσμα της διάβασης της ερυθράς θάλασσας «Άσωμεν τω Κυρίω». Αυτήν την ώρα φαίνεται να έρχεται από την ανατολή μικρό σύννεφο και να στέκεται πάνω από τον υπερυψωμένο Τρούλο της Εκκλησίας, πέφτει βροχή πάνω στον άγιο Τάφο και λάμψη φοβερή και λαμπερή βγαίνει από αυτόν. Τότε ο Επίσκοπος συνοδευόμενος από τέσσερις διακόνους, έρχεται, για να ανοίξει τις πόρτες του αγίου Τάφου και αφού πήρε τα κεριά, τα οποία κρατούσε ο ηγεμόνας Βαλδουίνος, μπήκε στον Άγιο Τάφο και, αφού άναψε πρώτα τα κεριά του ηγεμόνα, βγήκε δίνοντας τα αναμμένα κεριά στον ηγεμόνα Βαλδουίνο, ο οποίος επανήλθε στη θέση του με μεγάλη χαρά και έχοντας τα κεριά στα χέρια.
Εμείς ανάψαμε τα κεριά από τον ηγεμόνα και έπειτα δώσαμε το φως σε αυτούς που βρίσκονταν εκεί και στον λαό. Το άγιο φως μου φάνηκε ότι διέφερε από το συνηθισμένο φως· η λάμψη του είχε κάτι το ιδιαίτερο και η φλόγα του ήταν κόκκινη. Όλος ο λαός κρατώντας τα κεριά στα χέρια, συγκινημένος και γεμάτος χαρά στην όψη του αγίου φωτός, δε σταμάτησε να επαναλαμβάνει «Κύριε ελέησον». ...έπειτα άναψαν με το άγιο φως όλα τα καντήλια των Εκκλησιών και τα κεριά και τέλεσαν την ακολουθία του εσπερινού σε αυτές τις Εκκλησίες. Στη μεγάλη Εκκλησία του αγίου Τάφου έμειναν μόνο ιερείς, για να τελέσουν την ακολουθία του εσπερινού, ενώ ο λαός έφυγε. Εμείς επιστρέψαμε στο μοναστήρι μας μαζί με τον ηγούμενο και τους αδελφούς, κρατώντας τα κεριά αναμμένα, όταν τελειώσαμε την ακολουθία. Αφού αναγνώσαμε τις εσπερινές ευχές, ο καθένας αποχώρησε για το δωμάτιό του, δοξάζοντας τον Θεό που μας καταξίωσε να δούμε τη χάρη του»11.
Και άλλος Ρώσος προσκυνητής, ο Αρχιμανδρίτης Αγρεθένιος το 1375 αναφέρει για την τελετή του αγίου φωτός τα παρακάτω: «Σύμφωνα με το έθιμο, γράφει στο Οδοιπορικό του, ο Πατριάρχης κάνει λιτανεία γύρω από τον Άγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου για το άγιο φως. Βγήκε ο Πατριάρχης και μαζί του ο Μητροπολίτης Γερμανός από την Αίγυπτο και ο Μάρκος ο Επίσκοπος από τη Δαμασκό. ...και ο ηγούμενος Στέφανος του αγίου Σάββα μαζί με όλο τον κλήρο και έκαναν περιφορά γύρω από τον Τάφο του Κυρίου δύο φορές και κατά τον τρίτο κύκλο φάνηκε πάνω από τον άγιο Τάφο λεπτός καπνός. Έπειτα άνοιξαν τον Τάφο (το Κουβούκλιο) και μπήκε ο Πατριάρχης, μαζί με αυτόν και ο Αρμένιος Επίσκοπος, γιατί γέμισε με φως το ιερό σπήλαιο και άναψαν όλα τα καντήλια, που είχαν σβηστεί από τη Μ. Πέμπτη και ήταν έτοιμα (να ανάψουν). Και άναψε ο Πατριάρχης τα κεριά από το άγιο φως, από τον Πατριάρχη (άναψε τα κεριά) όλη η Εκκλησία και έγινε φοβερός αναστεναγμός σε όλη την Εκκλησία στη θέα του φωτός. Μετά από λίγο έσβησαν τα κεριά, τα οποία ο καθένας φυλάει για ευλογία. Έπειτα ο πατριάρχης αρχίζει τη λειτουργία του Μ. Σαββάτου»12.
Κατά τον ίδιο τρόπο περιγράφουν την τελετή του αγίου φωτός κατά τον 16ο και 17ο αιώνα και άλλοι Ρώσοι προσκυνητές, ο Ποζνιακώφ και ο Αρσένιος Σουχάνωφ, που επισκέφτηκαν τους Αγίους Τόπους, ο πρώτος το 1582, όταν Πατριάρχης ήταν ο Σωφρόνιος (1579-1608), και ο δεύτερος το 1652, όταν Πατριάρχης ήταν ο Παϊσιος (1645-1661). Ο τελευταίος στο Προσκυνητάριό του γράφει τα ακόλουθα: «Κατά το απόγευμα του Μ. Σαββάτου ο Πατριάρχης με τη συνοδεία του εισέρχεται στον Ναό (της Αναστάσεως) και εκεί αναπαύεται στο κελί του. Αργότερα εμφανίστηκαν δύο Μουσουλμάνοι (θυρωροί του Ναού) και, αφού ξεκουράστηκαν για λίγο, μπήκαν στον Άγιο Τάφο μαζί με τους Έλληνες μοναχούς και έσβησαν όλα τα καντήλια που βρίσκονταν μέσα σε αυτόν και βγαίνοντας τον σφράγισαν. Γίνεται αμέσως μετά λιτανεία γύρω από το Κουβούκλιο· προηγούνται οι Ορθόδοξοι και ακολουθούν οι Αρμένιοι, μαζί με αυτούς οι Κόπτες, οι Αιθίοπες και οι Νεστοριανοί. Μετά τον τρίτο κύκλο ο Πατριάρχης Παϊσιος στάθηκε μπροστά στην πόρτα του Αγίου Τάφου και έβγαλε τον σάκκο και τη μίτρα, το ίδιο έκανε και ο Αρμένιος Πατριάρχης, ο οποίος ήρθε και στάθηκε κοντά στον δικό μας Πατριάρχη, που βρισκόταν κοντά στην κλειστή πόρτα του Κουβουκλίου. Μπήκε μέσα και ο Τούρκος και την ξεσφράγισε. Ο Πατριάρχης Παϊσιος, αφού πήρε δύο δεσμίδες κεριών και άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και την έκλεισε πάλι, χωρίς να επιτρέψει τον Αρμένιο Πατριάρχη να μπει. Ο Παϊσιος έμεινε κλεισμένος στον Τάφο ένα τέταρτο της ώρας και, αφού άνοιξε την πόρτα, βγήκε κρατώντας σε κάθε χέρι δεσμίδα αναμμένων κεριών. Ο Πατριάρχης Παϊσιος στεκόταν σε υπερυψωμένο σημείο, εκεί όπου ήταν η αγία Τράπεζα των Σέρβων13, κάτω από τη λεγόμενη μεγάλη καμάρα, απέναντι από το άγιο Κουβούκλιο· εκεί όλος ο λαός άναψε τα κεριά από αυτόν. Όταν όλοι άναψαν (τα κεριά τους), κατέβηκε ο Πατριάρχης από εκείνο το μέρος, μπήκε στο Καθολικό, φόρεσε το σάκκο και τη μίτρα και τέλεσε τη λειτουργία του Μ. Βασιλείου»14. Για την τελετή του αγίου φωτός κατά το Μ. Σάββατο και της μετάδοσής του στο λαό από τον Πατριάρχη, που στέκεται κοντά στην τράπεζα, απέναντι από το Ιερό Κουβούκλιο, γίνεται αναφορά και στα Ελληνικά Προσκυνητάρια του 16ου και 17ου αιώνα15.
Όταν ήταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Σωφρόνιος, το 1580, έγινε το εξής παράδοξο θαύμα κατά το Μ. Σάββατο. Το άγιο φως βγήκε δίπλα από την Πύλη του Ναού της Αναστάσεως, αφού ράγισε η κολόνα, κάτι το οποίο φαίνεται και τώρα. Η αιτία ήταν η εξής: Οι Αρμένιοι, κατά την εποχή εκείνη, ήταν εχθρικοί απέναντι στους Ορθοδόξους και υποσχέθηκαν να δώσουν στον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ αρκετά χρήματα, για να εμποδίσει τον Πατριάρχη και τους Ορθοδόξους να μπουν στον Ναό της Αναστάσεως κατά το άγιο και μεγάλο Σάββατο. Ο ηγεμόνας, αφού πήρε τα χρήματα, πρόσταξε και έγινε αυτό (που ήθελαν οι Αρμένιοι). Μπήκαν, λοιπόν, στον Ναό μόνο οι Αρμένιοι χαρούμενοι, ελπίζοντας ότι θα πάρουν το άγιο φως, οι Ορθόδοξοι, όμως, στέκονταν έξω από τον Ναό, στην αυλή, περίλυποι και παρακαλούσαν μαζί με τον Πατριάρχη τον άγιο Θεό, με δάκρυα και συντετριμμένη την καρδιά, να δείξει το έλεος της ευσπλαχνίας (γενναιοψυχίας) του· κι ενώ προσεύχονταν, σχίστηκε η αναφερόμενη παραπάνω ραγισμένη κολόνα και βγήκε από εκεί το άγιο φως. Μόλις είδε αυτό ο Πατριάρχης έτρεξε με μεγάλη προθυμία και ευλάβεια και άναψε τα κεριά που είχε στα χέρια του και μοίρασε το φως στους Ορθοδόξους για να τους αγιάσει. Οι Μωαμεθανοί θυρωροί βλέποντας αυτό το θαύμα άνοιξαν αμέσως την αγία Πόρτα και μπήκε μέσα στον Ναό και ο Πατριάρχης και όλο το πλήθος των Ορθοδόξων ψάλλοντας το «Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημων» και τέλεσε τη λειτουργία. Εξαιτίας αυτού του θαύματος ένας από τους θυρωρούς του Ναού παραδέχτηκε μεγαλόφωνα τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, και πίστεψε σε αυτόν. Οι άλλοι Μωαμεθανοί, μόλις άκουσαν αυτά, θύμωσαν και τον έκαψαν μέσα στην αγία Αυλή και έτσι είχε μαρτυρικό θάνατο16.
Όταν Πατριάρχης ήταν ο Θεοφάνης (1608-1645), και πάλι οι Αρμένιοι προκάλεσαν ταραχές το Πάσχα του 1634 στον Ναό της Αναστάσεως κατά την απουσία του Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας ως σκοπό να αφαιρέσουν από τους Ορθοδόξους το πρωτείο που είχαν στην τελετή του αγίου φωτός. «Επειδή δεν ήξεραν τι να κάνουν, έγραφε ο Πατριάρχης Θεοφάν