(Απόσπασμα από την ανέκδοτη υπο τίτλο «Λεπουραϊκά» Ιστοριολαογραφική εργασία του Κ. Μπαϊρακτάρη.




Αναζητώντας την καταγωγή του περί Λάμιας μύθου, ο οποίος μας έτερπε, αλλά και μας τρόμαζε κατά την παιδική μας ηλικία, αντλήσαμε πληροφορίες από διάφορα συγγράμματα καθώς και την αποτυπωμένη λαϊκή μνήμη - των χιλιετιών που προηγήθηκαν – στο πρόσωπο ηλικιωμένων συμπατριωτών μας της περιοχής Λεπούρων, κάποιοι εκ των οποίων πλέον δε βρίσκονται στη ζωή .

Η έρευνα και η καταγραφή αυτών των στοιχείων ξεκίνησε προ δεκαετίας περίπου και συμπληρώθηκε πρόσφατα για να παρουσιαστεί μέσα από τις σελίδες του εύηχου και πολύηχου «Γοήτρου» της περιοχής Αυλωναρίου, στην οποία διατηρούνται άσβεστες ως τις μέρες μας οι πανάρχαιες δοξασίες της Σίβυλλας Λάμιας που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με την περιοχή μας. Η εργασία ετούτη στο πρώτο μέρος περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με την μάντισσα Σίβυλλα – Λάμια που αντλήθηκαν από διάφορα συγγράμματα και στο δεύτερο αφηγήσεις κατοίκων της περιοχής μας για τη νεραιδοκόρη – Αμαδρυάδα – Λάμια. Σχετικά, ο αείμνηστος εκπαιδευτικός Ιωάννης Τσαούσης στην «Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια» του γράφει:



1.« Η Σίβυλλα ήταν μάντισσα, χρησμοδόχος. Με το όνομα αυτό ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα κάθε γυναίκα που είχε το χάρισμα να προλέγει τα μέλλοντα, με την έμπνευση κάποιας θεότητας και ιδιαίτερα του Θεού Απόλλωνα. Χρησμοδοτούσε ευρισκόμενη σε κατάσταση έκστασης με δυσνόητες φράσεις τους προφητικούς χρησμούς της που ερμηνεύονταν από τους ιερείς που την περιστοίχιζαν και καταγράφονταν σε εξάμετρους στίχους. (...) Σίβυλλες στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές. Μόνο κατά τον 4ο αιώνα π.χ. αριθμούνταν δέκα. Πρώτη ήταν η Πυθία η προϊστορική , που προφήτευσε την καταστροφή της Τροίας και σ’ ένα βράχο των Δελφών έψαλλε τους χρησμούς. Δεύτερη ήταν η Λϊβυσα, κόρη του Δία και της Λάμιας και εγγονή του Ποσειδώνα. Άλλες ήταν (...) η Δημώ η Κυμαία ή Δημοφίλη ή Ηροφίλη (κατά τον Βιργίλιο, Δηιφόβη), η Αμάλθεια, κ.α.»


2. «Οι Λάμιες ήταν τερατόμορφες μυθικές γυναίκες, που προσελκύουν τους ανθρώπους και τους δελεάζουν με τα εξαίσια θέλγητρά τους. Είναι οι νεράιδες της νύχτας. Ζούν σε σκοτεινά μέρη, κοντά σε πηγές, σε απόμερες δροσόλουστες ρεματιές και σε δάση με βελανιδές. Είναι ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών. Στα παλιά χρόνια πολλοί ξαφνικοί θάνατοι παιδιών αποδίδονταν στη δαιμονική επήρεια της Λάμιας».



3. « Στο λήμμα για τις εκδοχές της ονοματοδοσίας της Ευβοϊκής Κύμης αναφέρονται τα ακόλουθα: «Στα ΝΔ του Αυλωναρίου, προς το μέρος του Γαβαλά, στη θέση Παλιοχώρι (Παλαιοβαρυμπόμπιο), κατοικούσε μέσα σε σκιερό δάσος δρυών – κατά την παράδοση – η αμαζόνα Λάμια. Από την ένωσή της με το θεό Ποσειδώνα γεννήθηκε η ηρωίδα Αμαζόνα Κύμη, από την οποία πήρε τ’ όνομά της η πόλη Κύμη».



Για το ίδιο θέμα η επίκουρος καθηγήτρια της λατινικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κα Αριστέα Σιδέρη – Τόλια στο με τίτλο άρθρο της «Κύμη: Η συμπόρευση Μητρόπολης και Αποικίας στη λατινική γραμματεία», γράφει:

« Το 17 π.χ. ορίστηκε κατάλληλο έτος για να εορταστούν οι εκατονταέτηροι αγώνες και ο Οράτιος ανέλαβε να γράψει τον ύμνο γι’ αυτήν την γιορτή για να ψάλει το κράτος της Ρώμης, το Λάτιο, για να τονίσει την έναρξη ενός νέου αιώνα για να επιβεβαιώσει τις παλιές προφητείες και το νέο οιωνό : «Φοίβε και Άρτεμη, χαρίστε μας αυτό που ζητάμε, αυτό που οι προφητείες της Κυμαίας Σίβυλλας όρισαν».

Και σ’ αυτή τη μεγάλη στιγμή της Ρώμης η αποικιακή Κύμη με τη σεμνή ιέρεια τίμησε τη μητροπολιτική Κύμη, χαρίζοντά της αιώνια διατήρηση του ονόματός της. (...) Η Κύμη της Καμπανίας, η αποικιακή Κύμη, έγινε ο φύλακας ο φορέας αυτών των παραδόσεων, χαρακτηριστική δε είναι η παρουσία της Κυμαίας Σίβυλλας στην αυγούστεια ποίηση. (...) Ο ποιητής Τίβουλος παρακαλεί τον Απόλλωνα να γίνει συμπαραστάτης του νέου ιερέα Μεσσαλίνου και να μυήσει στους χρησμούς της Κυμαίας Σίβυλλας που πάντα συμπαραστάθηκε στους Ρωμαίους, που ποτέ δεν εξαπάτησε και που προφήτευσε στον Αινεία την ίδρυση και το μεγαλείο της Ρώμης. (...) Εμείς μπορούμε να αποτιμήσουμε αυτήν την παράδοση που κληροδότησαν οι πρώτοι Έλληνες στη Δύση, αυτήν την Κυμαία Σϊβυλλλα, αλλά και την ίδια την Κύμη που η φιλολογία τίμησε με το να την περιβάλει με τον δημιουργικό εκείνο θαυμασμό από όπου γεννιέται ο μύθος».


Δανειζόμενοι τώρα πληροφορίες – για το θέμα που παρουσιάζουμε – από το σύγγραμμα του αείμνηστου Νικολάου Ξενοφών Καράπα, που έχει τίτλο «Κύμη, ο εξώστης του Αιγαίου», μεταγράφουμε: «Δέον δε να λάβωμεν υπ’ όψιν, ότι εις τον πόλεμον κατά των Αμαζόνων έλαβεν μέρος και ο Ηρακλής, ο οποίος ήλθεν εις την Εϋβοια και κατέστρεψαν την Οιχαλίαν, την ετέραν προϊστορικήν πόλιν της Εύβοιας, καθώς και την διασωθείσαν παράδοσιν της Λάμιας, εγγύς του Αυλωναρίου. Εις σχετικόν άρθρον του τοπικού – Ευβοϊκού φύλλου «Καβοντόρος» αναφέρεται πως από την εκ του Ποσειδώνος και της Λάμιας, γέννησιν της Αμαζόνας Κύμης, δυνάμεθα να είπωμεν ότι ίσως από την Αμαζόνα Κύμην εδόθη το όνομα τούτο εις την πόλιν μας. (...) Οι Ρωμαίοι τα ιερά βιβλία της Κυμαίας Σίβυλλας εφύλασον εις το Καπιτώλιον. Έφερε δε το όνομα Αμάλθεια – Δημοφίλη, έγραφε δε τους χρησμούς της εις φύλλα δρυός. (...) Η περιοχή της Κύμης γέμει σήμερον πολλών δρυών και τα εγγύς αυτής βυρσοδεψεία αποδεικνύουσι την εκμετάλλευσιν του επιλεγομένου βαλανιδίου του χρησιμοποιουμένου δια την βαφήν δερμάτων. Πολλάς όμως δρυς εχει η περιοχή των υψιπέδων, η ευρισκομένη εις τα όρια των Δήμων Αυλώνος και Ταμινείων , όπου και στοά εκτίσθη το Παλαιοχωρίω της ιδιαιτέρας μου γενετείρας (Βαρυπόμπη). (...) Αφού εκόπησαν οι δρυς, (ιερό δέντρο όπου εκατοικούσε η Λάμια) εξηνάγκασαν ταύτην ν’ ανέλθη εις έναν υπερμεγέθη βράχον και να εξαγγείλη τας περιφήμους αράς της, εγκαταλείπουσα την περιοχήν και μεταβάσει εις άλλα μέρη».


Παρόμοια και η θέση του Αλέξανδρου Καλέμη στην «Αποκάλυψη της Εύβοιας» στο λήμμα Κύμη: « Η Αμαζόνα Λάμια, που κατοικούσε μέσα σε δάσος δρυών στη θέση Παλιοχώρι προς το μέρος του Γαβαλά, γέννησε (μετά την ένωσή της με τον Ποσειδώνα) την Αμαζόνα Κύμη. Η περιοχή και η πόλη πήραν ως εκ τούτου το όνομά της κόρης του Ποσειδώνα και της Λάμιας. Έτσι, η Ευβοϊκή Κύμη είναι η Μητρόπολη της Αιολικής και της Ιταλικής Κύμης, στις οποίες έδωσε τ’ όνομά της».



Διαφορετική η περί Λάμιας άποψη. Δάνειο από τον 5ο τόμο της «Μυθολογίας» της «Εκδοτικής Αθηνών» στο λήμμα «Σειρήνες» σελ. 33-35 : « Η αραχοβίτικη παράδοση μιλάει για τις Λάμιες της Θάλασσας, που με τα τραγούδια τους ξέσερναν τα καράβια στις ξέρες. (Ν. Πολίτης, Παραδόσεις, α. 821)» Από το βιβλίο δοκιμίων «Η Σίβυλλα» του Πολλωνού Θαδαίου Ζελίνσκι μεταγράφουμε: « Η τρωική Σίβυλλα ήταν η κόρη του Πριάμου Κασσάνδρα, αγαπημένη του Απόλλωνα. Η Σίβυλλα είχε προβλέψει ένα τέλος και μια ανανέωση, αυτό της Τροίας». « Η Σίβυλλα, κατά τον Ηράκλειτο, με το εμπνευσμένο στόμα της, μιλώντας αγέλαστη χωρίς ψιμύθια, χωρίς μυρωδιές, σκεπάζει με τη φωνή της χίλια χρόνια (προφητείας) χάρη στο θεό της τον Απόλλωνα». «Ο χρησμός της Απολλώνιας Σϊβυλλας στη Δωδώνη διακήρυσσε: «Ο Δίας υπήρχε, ο Δίας υπάρχει, ο Δίας θα υπάρχει. Μέγας είσαι Δία! Η Γή γεννά τους καρπούς. Σεβαστείτε, λοιπόν, τη Γή σαν τη μητέρα σας!». Ποιος αλήθεια σέβεται την ιερότητα της Γης, όπως διακήρυσσε αυτή η Ελληνίδα μάντισσα, νύμφη, νεράιδα, θεότητα; Ποιος αλήθεια σεβάστηκε τα Ιερά της δένδρα, τις δρυς, που άλλοτε κάλυπταν τα δασωμένα όρη της Εύβοιας , τους κατάφυτους λόφους της Οιχαλίας, της Κύμης, της Αυλώνος, και της Ταμύνας; Τι απέγιναν τα ιερά όπου χρησμοδοτούσε και προφήτευε σε βάθος χρόνου 10 αιώνων; Κι ο τόπος μας είχε διάσπαρτα πάμπολλα Απολλώνια ιερά: Δαφνηφόρος Απόλλωνας στην Ερέτρια, Ταμυναίος Απόλλωνας κ.τ.λ. Απομεινάρι πλέον της καταστροφικής λαίλαπας που αφάνισε κι απαγόρευσε ό,τι ελληνικό για αιώνες: οι μύθοι , οι θρύλοι, οι παραδόσεις της περιοχής μας για τη Σίβυλλα Λάμια, όπως διασώθηκαν μέσα από τις αφηγήσεις που καταγράψαμε.

Οι περί Λάμιας, λοιπόν, διηγήσεις των Λεπουριωτών τοποθετούν την κατοικία της , το άντρο της, στην περιοχή της Μίκαρης, η οποία βρίσκεται ΒΑ της εκκλησίας (νεκροταφείο) του Αγίου Αθανασίου Λεπούρων με τις ελάχιστες εναπομείνασες πλέον βελανιδιές (τα «δένδρα» όπως αλλιώς αποκαλούνται) γύρω του. Άλλοτε, στο σημείο όπου εστιάζεται η ύπαρξή της, υπήρχε πηγή απ’ όπου ανάβλυζε νερό σε όλη τη διάρκεια του έτους.


Ο αποβιώσας προ διετίας, 91χρονος τότε, Κωνσταντίνος Αθανασίου Ηλίας, γνωστός με το παρωνύμι Κωτσορούσαλης, αφηγείται: «Από παλιά εδώ στη Μίκαρη υπήρχε μια γυναίκα .Κατόπιν πήγε στο βαρυμπόμπι, στο βόρειο μέρος του χωριού. Εκεί, υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο. Σ’ αυτό το σημείο εμφανιζόταν μια σκόρφα με 15 γουρουνόπουλα. Το δέντρο, που λέγαμε, ήτανε μια βελανιδιά και την είχε για σπίτι της. Κάθε μεσημέρι, λοιπόν, χτυπούσε το δέντρο κι έκανε: μπομ, μπομ. Έτσι, το χωριό ονομάστηκε Βαρυμπόμπι. Κάποτε, που λες, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της να τη διώξουν κόψανε το δέντρο κι έφυγε. Έπειτα, της φτιάξαμε μια σπηλιά και ζούσε εκεί μέσα. Αργότερα έφυγε από ’κει στεναχωρημένη, γιατί της κόψανε τα ιερά της δένδρα κι ανέβηκε πάνω σ’ ένα ψηλό βουνό, μάλλον της Οχτωνιάς, κοίταξε γύρω τα χωριά και είπε: «Αχλαδεριώτες, Κουτσοχλαδεριώτες» .
Από τότε οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού γεννιούνται κουτσοί. «Μπουζαίοι, στρίκι», δηλ. ορφανοί να είστε. Έτσι, στο Λοφίσκο υπάρχουν πολλοί ορφανοί. «Γκαβαλιώτες, τραστιμάδες, (ταγαράδες), κουμουτσάδες». Από τότε τους λένε κουμουτσάδες, χωμοζήτες. «Βύρα.... Να βουλιάξετε!’ «Ζάρκα... Να ζαρώσετε!» «Αρμυρμό, το χωριό μου! Αυτό να προκόψει» Τα ’πε, που λες, και χάθηκε. Έγινε άφαντη! Μετά από χρόνια πήγε σε μια πηγή στα Περιβόλια. Καθόταν εκεί και χτενιζόταν. Τη βλέπει ένας περαστικός. Τρομάζει. Η Λάμια τον αντιλαμβάνεται. «Είσαι τυχερός, του λέει, γιατί χτενίζομαι, αλλιώς!!. Από τότε έγινε για πάντα άφαντη»


Διαφορετική είναι η αφήγηση του αποβιώσαντος προ εξαετίας, στα 78 του χρόνια, Κλεάνθη Σ. Μπαϊρακτάρη ο οποίος καταγόταν από το Νεοχώρι: «Ήτανε μεγάλη σαν αρκούδα. Ήτανε ένα μαύρο πράμα, κατάμαυρο! Έμοιαζε με αρκούδα. Τότε, πριν 50 τόσα χρόνια, τη βλέπαμε να κατεβαίνει από τη Μίκαρη στη Λαμπούσα. Δέκα λεπτά δρόμος.... Μετά από λίγα χρόνια χάθηκε. Πέθανε; Εξαφανίστηκε; Ποιος ξέρει!...»



Άλλη εκδοχή παρατηρείται στην αφήγηση της Σταυρούλας (90χρονης περίπου σήμερα) συζύγου του αποβιώσαντος εν τω μεταξύ Δημητρίου Κουβαρά (Πετράκη): «Ήτανε ένας τσοπάνος από το Νεοχώρι, ο Βασίλης ο Παπουτσής που είχε το παρατσούκλι Βλάχος, γιατί καταγόταν από βλάχικο μέρος. Αυτός, που λές Κώστα, έβοσκε τα πρόβατα στη Μίκαρη. Μάλιστα, συνήθιζε να κλέβει και, για να τρομοκρατήσει τον κόσμο, έλεγε πως το ’κανε η Λάμια! Τότε, ο πολύς κόσμος πίστευε πως πράγματι στη Μίκαρη έβγαινε η Λάμια. Τώρα, πως ήτανε; Να, Λαμιέ. Μάλλον σαν άνθρωπος. Γυναίκα Λάμια. Οι γριές άμα ήταν καμιά γυναίκα σκληρή, έλεγαν: «Α, Λαμιέ!..» Αν κάποιος έπινε πολύ νερό χωρίς σταματημό, λέγανε τότε: «Α αυτός ρουφάει νερό σα Λάμια»! Τώρα, πως ακριβώς ήτανε, που να ξέρω!... Σάμπως την είδα!..»



Η Σοφία Μάλλιου το γένος Καράπα καταγόμενη από το Βαρυμπόμπι (Δάφνη) όπου γεννήθηκε το 1908 και αποβιώσασα προ τριετίας στα Κουτουμουλά, όπου διέμενε, μας έδωσε το 2000 τη δική της περί Λάμιας εκδοχή, η οποία συμβαδίζει αρκετά μ’ αυτήν του συντοπίτη της καθηγητή Ν. Ξ. Καράπα: «Στον Αϊ – Δημήτρη, στο Παλιοχώρι της Δάφνης, εμφανιζόταν παλιά μια ψηλή, ξανθιά, μακρυμαλλούσα νεαρή κοπέλα, η οποία συνήθιζε να μένει ανεβασμένη πάνω σ’ ένα ψηλό πλατάνι. Εκεί πάνω χτενιζόταν και όταν περνούσαν τα παιδιά από κάτω, τους πετούσε καραμέλες. Μια μέρα, που έλειπε, κάποιοι συγχωριανοί μου της κόψανε το δέντρο. Όταν γύρισε, στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που πήρε τα μάτια της κι έφυγε μακριά. Τράβηξε, λοιπόν, ανατολικά του χωριού, ανέβηκε σ’ ένα ύψωμα στους λόφους της Οκτωνιάς και φώναζε ζητώντας να της φτιάξουν κάτι, να μένει. Αυτοί την άκουσαν και της φτιάξανε ένα μικρό σπιτάκι σαν τοξωτό γεφύρι που το λέγαμε «Η γέφυρα της Λάμιας». Λέγανε ακόμη οι γεροντότεροι πως όταν ανέβηκε πάνω στο βουνό, τους απειλούσε με κατάρες, λέγοντας πως άμα δεν της φτιάξουνε το σπιτάκι που ζητούσε, θα κάψει όλα τα γύρω χωριά. Άλλοι πάλι λέγανε πως στους Γαβαλαίους έδωσε κατάρα να είναι πάντα πεινασμένοι, λέγοντάς τους στ’ αρβανίτικα : « Γαβαλιώτε, λικουνέα στρατμάδετ», δηλ.: «Γαβαλαίοι, να κρατάτε μεγάλο ταγάρι, το οποίο να είναι πάντα άδειο και να είστε μονίμως πεινασμένοι». Ακόμη λέγανε, πως τους Βερυμπομαίους καταράστηκε να μη στεριώνουν στη ζωή, λέγοντάς τους «Βαρυμπομιώτε, στριγκουνία», δηλ. να πεθαίνουν νέοι. Τους Αχλαδεριώτες, τέλος, τους καταράστηκε να κάνουν όλο νόθα, μπάσταρδα παιδιά. Μετά από χρόνια, λένε, χάθηκε ξαφνικά. Την ψάχναν παντού. Έγινε άφαντη! Ύστερα από καιρό είπανε πως εμφανίστηκε στην Κάρυστο. Είχε πιάσει ένα μέρος με τρεχούμενα νερά. Εκεί, έζησε κάμποσα χρόνια, μα ξαφνικά, χωρίς κανείς να το πάρει είδηση, εξαφανίστηκε για πάντα. Που πήγε, κανείς δεν έμαθε!...» Μπορεί κανείς να μην την ματαείδε, μα η λαϊκή μούσα κάπου στις νερολαγαδιές και τα μουρμουρητά των ηλιόχαρων νερών των ακτών του Ευβοϊκού, έπιασε χρό μαζί της από τους ήχους της φλογέρας και το γλυκολάλημα της αημόνας: Η λάμια Εννιά χιλιάδες πρόβατα, εννιά χιλιάδες γίδια, εννια ’δερφάκια τα φυλούν κι εννιά τα μοσχοβόσκουν. Πέντε πήγαν στο πόλεμο, τρία τα παίρνει ο Χάρος κι έμεινε ο Γιάννος μοναχός, τσοπάνης των γιδιώνε 5 κι η μάνα τον ορμήνευε, η μάνα του του λέει: - Γιάννο μ’ σαν θέλεις την ευχή, σαν θέλεις να προκόψεις, σε πεύκο να μην κοιμηθείς, σε βάτο μη σταλίσεις και σε νεραϊδολίβαδο καλάμη μη βαρέσεις κι ακούσει η λάμια του γιαλού και πάρει τη λαλιά του. 10 Κι αυτός επεριφρόνησε της μάνας του τα λόγια, ε πεύκο πήγε κι έκατσε, σε βάτο να σταλίσει αι σε νεραϊδολίβαδο καλάμι κελαηδάει. Τ’ ακούν οι λάμιες του γιαλου και παίρνουν τη λαλιά σου, Και μια λάμια, καλή λάμια, στέκεται και του λέει: 15 - Λάλα το, Γιάννο, λάλα το τρείς μέρες και τρείς νύχτες κι αν αποστάσω στο χωρό, άντρα θέ να σε πάρω. Λάλησε ο μαύρος, λάλησε, τρεις μέρες και τρείς νύχτες Σαπίσαν τα χεράκια του και πέσαν στην ποδιά του. Κοπήσαν τα χεράκια του, βαρώντας το ------------------------------ και η λάμια έφυγε».





Από τη « Συλλογή Δημοτικών Τραγουδιών στη Νότια Εύβοια» των Β. Μαστροκώστα και Χρ. Μητροπέτρου. Κ. Μπαϊρακτάρης 15/5/2004