Μια Κυριακή του Αυγούστου του 1929, ο 29χρονος αγρότης Θεόδωρος Μουστάκας προχωρούσε με το κάρο του στην ύπαιθρο μεταφέροντας αλεύρι. Ήταν μεσάνυχτα και το τοπίο φωτιζόταν από το φως των άστρων και του φεγγαριού. Ξαφνικά ο Μουστάκας είδε κάτι το απίστευτο. Ένα αντικείμενο που έμοιαζε με " αλεξίπτωτο " βρισκόταν προσεδαφισμένο σ' ένα χωράφι. Δίπλα του στεκόταν τρία κοντόσωμα ανθρωποειδή που μιλούσαν σε μια άγνωστη γλώσσα. Τα πλάσματα ήταν κατάλευκα : φορούσαν λευκά ρούχα με κουκούλες, ή το δέρμα τους ήταν λευκό. Εκεί κοντά βρισκόταν ένας φράκτης τον οποίο τα " ανθρωπάκια " πήδηξαν με ευκολία πολλές φορές. Ο αγρότης τρομοκρατήθηκε και επέστρεψε στη Κρήνη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν ανακοίνωσε το γεγονός στη πλατεία του χωριού, οι συγχωριανοί του έδωσαν την κλασσική ερμηνεία : ο Μουστάκας είχε δει δαίμονες ενώ μερικοί πίστεψαν ότι ήταν τρελός.