Να πω και εγώ μια προσωπική μου εμπειρία. Πρέπει να ήταν το 1954, ήμουν 5 ετών, κατοικούσαμε τότε μαζί με την οικογένεια μου στην Καλλιθέα Θεσσαλονίκης σε ένα παλιό μονώροφο, στο ισόγειο είχε ένα ξυλουργείο και για ανεβεί κάποιος στην κατοικία έπρεπε πρώτα να ανοίξει την είσοδο δίπλα στο ξυλουργείο και να πατήσει πάνω σε καμιά εικοσαριά ξύλινα σκαλοπάτια που κάναν φοβερό θόρυβο. Η κατοικία είχε δύο δωμάτια, στο ένα για τους γονείς μου και στο άλλο για μένα και τον 2χρονο αδελφό μου. Εκείνη τη νύχτα και όπως κάθε νύχτα πέσαμε νωρίς για ύπνο, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είχα μια ανησυχία και το ίδιο και ο αδελφός μου, τον άκουγα να στριφογυρνά στο κρεβατάκι του, δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε με αυτήν την κατάσταση όταν ξαφνικά απέξω στο δρόμο άρχισε να ουρλιάζει κάποιος σκύλος. Το ουρλιαχτό ήταν συνεχόμενο και τρομακτικό, ο αδελφός μου άρχισε να κλαψουρίζει, όποτε τρομοκρατημένοι και οι δύο πάμε και ζητάμε προστασία στο κρεβάτι των γονιών μας, κατάλαβα πως ούτε και οι γονείς μου μπορούσαν να κοιμηθούν, ο πατέρας βρίζοντας τον σκύλο ήταν έτοιμος να σηκωθεί για να πάει να τον διώξει, ξαφνικά στην πόρτα του δωματίου ακούμε δύο πολύ δυνατούς χτύπους, όλοι πεταχτήκαμε από το κρεβάτι, η μητέρα μου μας κάνει σουσσσσσς και χαμηλόφωνα μας λέει, μη μιλάτε, είναι η κακιά ώρα. Ο πατέρας δεν καταλαβαίνει τίποτα, ανάβει το φως και ανοίγει την πόρτα, δεν ήταν κανείς πίσω από αυτήν. Κατεβαίνει την σκάλα, τίποτα ψυχή δεν υπήρχε! Ήταν αδύνατον να ανέβει κάποιος την σκάλα χωρίς να τον αντιληφθούμε με τέτοιο φοβερό θόρυβο που κάναν τα ξύλινα σκαλοπάτια! Έτσι για την ιστορία, δίπλα ακριβώς από το σπίτι μας είχε κάποια χαλάσματα μιας μονοκατοικίας, σε αυτά, όταν ήταν ακόμα σπίτι, στο τέλος του εμφυλίου είχε ταμπουρωθεί μια ομάδα ανταρτών, και επειδή δεν παρέδωσαν τα όπλα, ένα τανκ έριξε μερικές βολές γκρεμίζοντας και σκοτώνοντας τους αντάρτες.