Ένας κυνηγός από την Πάνω Στενή, που κυνηγούσε κοντά στη Δέλφη, στην τοποθεσία Αλατερές, ανέβηκε σε ένα έλατο ψηλά να κόψει«μελά» (καρπό ελάτου που είναι η καλύτερη τροφή για τις αγελάδες).

Όμως, μόλις ανέβηκε, άκουσε ψηλά από την κορφή της Δέλφης όργανα, γέλια, σφυρίγματα, χαλασμός Κυρίου!...

Σκέφτηκε πως κάποιος γάμος θα 'ρχόταν από το χωριό Τσέργες, κάποιο χωριό της Δέλφης.
Όμως όσο πήγαιναν, οι φωνές και τα όργανα πλησίαζαν πολύ κοντά του κι έρχονταν ίσα κατά πάνω του, χωρίς εκεί που ήταν να περνάει μονοπάτι. Άκουσε ακόμα να φωνάζουν και τ' όνομα του δυνατά.

Καθώς λοιπόν τον πλησίασαν πολύ κοντά οι φωνές κι είπε από μέσα του πως επιτέλους θα 'βλέπε τι ήταν αυτό, τον πήρε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος που ξερίζωσε δίπλα του μέχρι δέντρα μικρά.

Ευτυχώς που πρόλαβε και κρατήθηκε καλά από το κορμί του έλατου αλλιώς θα τον έπαιρνε.
Κι ευτυχώς ακόμα, όπως έλεγε ο ίδιος, που θυμήθηκε κείνη την ώρα το «Πάτερ ημών».

Κι έφυγαν γρήγορα η ανεμούρα και τα κακά πνεύματα.

Από τότε δεν ξανάδε τέτοια πράγματα, έλεγε, γιατί η γυναίκα του του φόρεσε κατάσαρκα ειδικό χαϊμαλί (φυλαχτό) για τις ξωθιές!...

Σύνθεση χαϊμαλιού

Μπαρούτι, απήγανο, λίγες τρίχες από πεθαμένο, μανόγαλο (γάλα αποξεραμένο από πρωτάρα γυναίκα), σαπούνι μαύρο και της νυχτερίδας το κοκαλάκι.
Όλα αυτά τα μελετούσε η ειδική μάγισσα για κείνο ακριβώς το άτομο που θα το φόραγε.

Τα 'ραβαν μετά μέσα σ' ένα τρίγωνο σακουλάκι από μαύρο πανί (προφανώς για να μη φαίνεται η λέρα), γιατί δεν έπρεπε να πλυθεί καθόλου.

Το φορούσαν κατάσαρκα στ' αριστερό στήθος.