Τη Πρωτοχρονία του 1927, στις έξι το απόγευμα, ένα καφενείο υφίστατο πετροβολισμούς επί μισή ώρα. Η απόσταση που χώριζε το καφενείο από οτιδήποτε άλλο κτίσμα δεν ξεπερνούσε τα πενήντα μέτρα και δεν υπήρχε κάποιο μέρος να κρυφτελι κανείς. Όλες οι πέτρες προκαλούσαν ένα ξερό κρότο και δεν αναπηδούσαν. Οι θαμώνες εγκατέλειψαν το καφενείο τρομαγμένοι και το μαγαζί έκλεισε. Ο Ιωάννης Μπαρμπετάκης μαζί με άλλα επτά άτομα έμειναν εκεί προκειμένου να εξακριβώσουν τι ακριβώς συνέβαινε. Γύρω στις 7.30 μ.μ. πέρασε από μπροστά τους ένα παιδί τεσσάρων έως πέντε χρονών βαδίζοντας αργά. Όταν πέρασε από κοντά του ο Μπαρμπετάκης το ρώτησε που πήγαινε αλλά εκείνο δεν απάντησε. Το παιδί κίνησε το ενδιαφέρον της παρέας η οποία το ακολούθησε από απόσταση τριών μέτρων υποψιαζόμενη ότι είχε κάποια σχέση με την πετροβροχή. Όμως κάποια στιγμή έμειναν έκπληκτοι όταν το παιδί έγινε κατά μυστηριώδη τρόπο άφαντο.