Η «Ινδοευρωπαϊκή» θεωρία στηρίζεται στην ύπαρξη κάποιας φυλής φαντάσματος, που μιλούσε την γλώσσα φάντασμα, της οποίας κανένα γραπτό μνημείο δεν έχει βρεθεί, επειδή απλά ποτέ δεν έχει γραφτεί, όπως κατηγορηματικά δηλώνει και ο Γάλλος Μπουφαρτίγκ. Βλέπε Ελευθεροτυπία /8/1997 και National Geographic, Δεκ.1999 Ο καθηγητής Γ.Χουρμουζιάδης, ο οποίος ανέσυρε την πινακίδα του Δισπηλιού της Καστοριάς (του 5.250 πχ.) λέει: «Aνήκω σ? αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει κάποια στιγμή να ανατρέψουμε το περίφημο παραμύθι των Ινδοευρωπαίων? Όταν έχουμε έναν πλήρη πολιτισμό, όπως ο νεολιθικός του Δισπηλιού, με γνώση του χώρου, της αρχιτεκτονικής, της οικονομίας, της ιδεολογίας, αναρωτιέμαι τι τελικά έφεραν οι Ινδοευρωπαίοι. Υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια στον ελληνικό πολιτισμό, χωρίς τομές.»? ? Εδώ έχουμε από την 6η χιλιετία, μια μορφή της Γραμμικής Α στον Ελλαδικό χώρο, έναν τρόπο επικοινωνίας γραπτό. Άρα αυτός επένδυε μια γλώσσα, ήθελε δηλαδή να καταγράψει λέξεις, επένδυε έναν πολιτισμό.» Η εν λόγω θεωρία προήλθε ως γνωστόν από την παρατήρηση ότι αρχαίες και νεώτερες γλώσσες(Σανσκριτικη, Ελληνική, Κελτική, Λατινική, Γερμανική κλπ κλπ) παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες. Ο πρώτος που παρατήρησε την ομοιότητα των ριζών είναι ο Θεόφ.Μπάγιερ (1690-1738), καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αγ.Πετρούπολης, καταλήγοντας όμως στο συμπέρασμα ότι τα Σανσκριτικά(=αρχαία ινδικά) προέρχονται από τα Ελληνικά. Αργότερα, το 1758, ο Γ.Τζώνς διεφώνησε και το 1813 η «Ομογλωσσία» βαπτίστηκε «Ινδοευρωπαϊκή», ή «Ινδογερμανική»-«Ινδοκελτική» από τους Γερμανούς, για ευνόητους λόγους (ενώ είχε προταθεί και ο όρος «Αρία» ή «Ιαπετική», σε συσχετισμό με τον Ιαπετό, τον πατέρα του τλαντος και του Προμηθέως, τον γενάρχη των Ελλήνων.) Το γερμανικό ετυμολογικό λεξικό Duden επιμένει στον όρο «Ινδογερμανική ρίζα», παρ? όλο ότι ο γερμανός γλωσσολόγος Φράντς Μπόπ στην «Συγκριτική Γραμματική» του του 1857 σημείωνε: ?Δεν μπορώ να επιδοκιμάσω την έκφραση «Ινδογερμανική» επειδή δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να θεωρήσουμε τους Γερμανούς ως εκπροσώπους των λαών της ηπείρου μας?» Οι Ρώσοι Σβίτυτς και Ντολγκοπόλσκι, την υποθετική πρωτογλώσσα την ονομάζουν «Νοστρατική», ενώ ο COLIN RENFREW (Archaeology and Language? Oxford 1987) δεν διστάζει να αποκαλέσει την πρωτογλώσσα, «Πρωτοελληνική»: «proto Greek?. ?Αλλοι χρησιμοποιούν απλώς τον όρο «Σανσκριτική» ρίζα, που στην ουσία είναι η λεγόμενη «Ινδοευρωπαϊκή», δηλ. Ελληνική, πχ. «Σανσκριτικά» miira= ο ωκεανός, (Ελληνικά μύρα = θάλασσα, βλέπε αλμύρα, πλημμύρα), εκ του μαρμαίρω = λάμπω, απαστράπτω. Στα Σανσκριτικά γράφτηκε η κλασσική Ινδική Φιλολογία, τα γνωστά έπη Μαχαμπαράτα, Ραμαγιάνα, Βαρτριχάρι, Αμαρού, Ριχ-Βέδα κ.ά? Η σανσκριτική χωρίζεται σε δύο περιόδους: την Βεδική, προ του 500 π.χ. (σημειωτέον ότι γραπτή φιλολογία δεν υπήρχε κατά την βεδική περίοδο. Βλέπε Παγκ.Ιστορία πρώην ΕΣΣΔ τ.α2 σελ.954), και την νεώτερη μεταβεδική. Υπήρξε μια γλώσσα αποκρυφιστική, μια γλώσσα κλειστού ιερατείου, γραπτή, η οποία ουδέποτε μιλήθηκε. «?μόνους τους ιερείς γινώσκειν.» (Διόδωρος Σικ. Γ?) Με ποιο τρόπο λοιπόν οι Έλληνες των προϊστορικών και των μυκηναϊκών χρόνων (με την ήδη διαμορφωμένη και γραπτώς γλώσσα τους) υποτίθεται ότι ήλθαν σε επαφή με αυτές τις απόκρυφες ρίζες, την στιγμή μάλιστα που τα πρώτα επιγραφικά μνημεία των Ινδών, τα περίφημα διατάγματα του Ασόκα, ανάγονται μόλις στον Γ? αιώνα π.χ. Βασικό σφάλμα της συγκριτικής αυτής γλωσσολογίας υπήρξε το ότι δεν πήρε καθόλου υπ? όψη την ιστορική εποχή των γλωσσικών καταστάσεων τις οποίες συνέκρινε. ¨Όπως γράφει και ο Ζώρζ Μουνέν στα «Κλειδιά της Γλωσσολογίας» (έκδοση μορφωτ.Ιδρύμ. της Εθνικής Τράπεζας) «Συνέκριναν τα Σανσκριτικά της πρώτης χιλιετίας, τα Ελληνικά του 8ου αιώνος πχ., τα Λατινικά του 5ου αι.πχ., τα Γοτθικά του 4ου αι.μχ. κλπ κλπ. Όμως η γλωσσική σύγκριση για να είναι έγκυρη και ακριβής πρέπει να είναι συγχρονική (ΜΕΤΗΟDE SYN-CHRONIQUE) και όχι διαχρονική. «Λίαν γαρ ευηθές», «πλάνη γεννώσα πλάνην, ή μέσω της διαχρονικής ομοιότητος απόδειξις»: «Εν αποδείξει και επιστήμη και νους» - «η δε επιστήμη, το καθ? όλου γνωρίζειν εστί». (Αριστοτέλης). Προκύπτει δηλαδή σφάλμα εις την Λογική Μέθοδο, εκ της μη ταυτοχρόνου γνώσεως των πραγμάτων. «Δέον όλον τι θεωρήσαι και μη τι μέρος μόνον». (Αριστοτέλης). Η ομογλωσσία «ινδοευρωπαϊκή» αποτελείται από ανισόχρονες γλώσσες, που η μία απέχει χρονικά από την άλλη πολλούς αιώνες. Τι συνέβη λοιπόν με τους «ινδοευρωπαϊστές».: ?To ψεύδος ως αληθές προμαθόντες εκ παίδων, και σύντροφον έχοντες, εξαμαρτήσονται». (Φίλων ο Αλεξανδρεύς περί ειδικών Νόμων, 1,53). Προκύπτει δηλαδή «απατεών λόγος». Ένα τόσο μεγάλο σφάλμα, στις μέρες μας, μοιάζει σαν επιδίωξη να δοθεί λίγη «βοήθεια» στην ιστορία ως προς τη χρονολογία, προκειμένου να υποστηριχθεί η θεωρία αυτή. Ο Γερμανός ΒΟΡΡ, ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα είχε διευκρινίσει ότι η Σανσκριτική στηρίζεται στην Ελληνική και όχι η Ελληνική στην Σανσκριτική. Μια αλήθεια που επαληθεύεται από τις μελέτες σύγχρονων ερευνητών: H ?JAKINTZA BAITHA?, η ερευνητική ομάδα η οποία εκδίδει στο BILBAO την Ελληνιστική επιθεώρηση HALCON ? ΙΕΡΑΞ, σε άρθρο του προέδρου της KRUTWIG SAGREDO (Iαν.1993) είναι κατηγορηματική: ?H μυστική Ινδική λογοτεχνία στην πραγματικότητα ανεπτύχθη ως καθαρή λογοτεχνία μόνο κατά τον Γ? ή Ε? αιώνα μ.Χ. Οι αναφορές σε αρχαιότατες ημερομηνίες ως προς τις Βέδες (εκ του Fοίδα = γνωρίζω) είναι μόνο μια θεωρία, αφού οι Βέδες δεν διαδόθηκαν παρά μόνο κατά τρόπο περιορισμένο και προφορικά. Μία και μοναδική έκδοση των Βεδών έχει γίνει στην Ινδία τον 19ο μ.Χ. αι. από τον Γερμανό ινδολόγο Μάξ Μύλλερ ? (σημειωτέον ότι η σανσκριτική γραφή είναι συλλαβική) ο οποίος αναφέρει: «Συγκρίνοντας καλά την Σανσκριτική με την αρχαία Ελληνική, εύκολα αντιλαμβανόμεθα ότι η Ελληνική όχι μόνο είναι πιο αρχαία, αλλά και ότι, επί πλέον, όλοι οι συντακτικοί και γραμματικοί τύποι της είναι ανώτεροι και μεγαλυτέρας αξίας. Η δε σύνταξις καθ? υπόταξιν είναι καθαρά Ελληνική.» Tις θέσεις του αυτές ο αείμνηστος Φ.Σαγκρέδο τις τεκμηριώνει όχι μόνο αντιπαραθέτοντας χρονολογίες, αλλά συγκρίνοντας την γραμματική των δύο γλωσσών: ρήματα, φωνές, εγκλίσεις (κυρίως την Ευκτική), καταλήξεις, λεξιλόγιο κλπ. Τα συμπεράσματά του διαθέτουν πρόσθετη βαρύτητα και εγκυρότητα αφού, εκτός από καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας, υπήρξε ειδικός γνώστης των ανατολικών γλωσσών, έχοντας μελετήσει εις βάθος Αραβικά, Περσικά, Ιντού, Μπεγκάλι, Ταμίλ, Τουρκικά κλπ. Συνολικά 17 ανατολικές γλώσσες. Γίνεται φανερό ότι η Σανσκριτική γλώσσα δεν είναι και τόσο αρχαία όσο χρειάζεται για να της αποδοθεί η μητρότητα της Ελληνικής. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, κάτι που το παραδέχονται και οι ίδιο οι Ινδοί και μάλιστα υπερηφανεύονται γι? αυτό. Η Ινδική εφημερίδα «ΠΟΥΡΝΙΜΑ ΣΑΜΕΛΑΝ» της Καλκούτας (φύλλο 21-09-1994) δημοσιεύει το ποίημα «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ», από το περιεχόμενο του οποίου καταφαίνεται ότι στη σημερινή Ινδία δέχονται ως πραγματικότητα το ότι ο Ηρακλής, κατευθυνόμενος προς τον Καύκασο, πέρασε από τη χώρα τους όπου άφησε απογόνους και πολιτισμό. J.Casttergic, Σύγχρονος Ινδός αρχαιολόγος «Οι ρίζες μου προέρχονται από τους Αιγαίους? πατρίδα των Δραβιτών είναι η Κρήτη. Από τα Ελληνικά νησιά ξεκίνησαν Πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοί τους και ρίζωσαν σε όλη την Ινδία. Ο ινδικός πολιτισμός στην εξέλιξή του, οφείλει τα μέγιστα στους Δραβίτες». Γράφει ο Βικτώρ Μπεράρ: ?Το μνημονικό μας πρέπει να ξεκαθαρίσει από όλη αυτή την λύμη της «ινδοευρωπαϊκής» θεωρίας, η οποία επέβαλε στην Μεσογειακή Μυθολογία και Προϊστορία μία γένεση αναγόμενη σε μεταναστεύσεις Αρίων των οποίων η κοιτίδα υπήρξε τάχα εις τα οροπέδια της Κεντρικής Ασίας, αγνοώντας την Μυθολογία και Προϊστορία των αυτοχθόνων Ελλήνων.» Πράγματι και από αρχαίες αναφορές βρίσκουμε (παραθέτω ένα μικρό μέρος): «ότι μεν ουν πρώτοι κατώκησαν την νήσον (Κρήτην) οι πρασαγορευθέντες μεν Ετεόκρητες, αυτόχθονες, προειρήκαμεν (Διόδ.Σικελ. 5,80,1) Μετάφραση: ότι λοιπόν πρώτοι κατοίκησαν το νησί (δηλαδή την Κρήτη), οι λεγόμενοι Ετεόκρητες (γνήσιοι, αληθινοί Κρήτες, από το Ετεός= ο αληθής). «Ετεοκρήτες οι αυτόχθονες και γνησιώτατοι Κρήτες.» (Απολλώνιος: -Λεξικόν Ομηρικόν- 78,12) «Ταύτην γαρ οικούμεν ουχ ετέρους εκβαλόντες ουδ? ερήμην καταλαβόντες ουδ? εκ πολλών εθνών μιγάδες συλλεγέντες, αλλ? ούτω καλώς και γνησίως γεγόναμεν ώστ? εξ ήσπερ έφυμεν, ταύτην έχοντες άπαντα τον χρόνον διατελούμεν, αυτόχθονες όντες και των ονομάτων τοις αυτοίς οίσπερ τους οικειοτάτους την πόλιν έχοντες προσειπείν.» (Ισοκράτους «Πανηγυρικός», 2d-24) Μετάφραση: Γιατί εμείς κατοικούμε σ? αυτήν την πόλη, χωρίς να διώξουμε από εδώ άλλους, ούτε την βρήκαμε έρημη, ούτε έχουμε συγκεντρωθεί μιγάδες από πολλά έθνη, αλλά η καταγωγή μας είναι τόσο καλή και γνήσια, ώστε την γη από την οποία γεννηθήκαμε, την ίδια κατέχουμε χωρίς καμμιά διακοπή επειδή είμαστε αυτόχθονες, και μπορούμε να ονομάσουμε την πόλη με τα ίδια ονόματα που δίνει κάποιος στους πλησιέστερους συγγενείς του. Σχετικά με την προϊστορική διείσδυση των Ελλήνων o Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, (Αποδ.Ιστορ.Α? 1) αναφέρει: Έλληνες μεν ουν όσα αποδεικνύμενοι έργα μεγάλα τε και περιφανή επί μέγα αφίκοντο κλέος κατά τε άλλα και Ευρώπην και δη και Λιβύην, επί Γάγγην τε και Ωκεανόν και επί Καύκασον έτι ελαύνοντες, επί ταύτα δε προεληλυθότων άλλων τε πολλών και δή και Ηρακλέους και έτι πρότερον Διονύσου του Σεμέλης υιέος και προς γε έτι Λακεδαιμονίων και Αθηναίων, μετά δε ταύτα Μακεδόνων του βασιλέως και την τούτου ύστερον ηγεμονίαν εχόντων, πολλοί πολλαχή έκαστα, ως εγένοντο, άλλοι επιμνησάμενοι και συνεγράψαντο, Ελληνες μεν ούν ταύτα διεπράττοντο επί πολύ ως μάλιστα του χρόνου διαγενόμενοι και επί συχνάς γενεάς? Πράγματι, εξετάζοντας το θέμα μέσα από τις μαρτυρίες των αρχαίων Κειμένων, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν συνεχείς αναφορές για την προϊστορική διείσδυση Ελλήνων προς Ανατολάς, μέχρι την Ινδία, και ουδέποτε Ινδών προς την Ελλάδα και την Ευρώπη. Σαν αρχαιότατες επαφές αναφέρονται η εκπολιτιστική εκστρατεία του Διόνυσου, του Περσέως, του Ηρακλέους, τα ίχνη των οποίων ακολούθησε αργότερα ο Μ. Αλέξανδρος Διόνυσου: «πρώτον μεν παύσαι της αλληλοφαγίας των ανθρώπων γένος» (Διόδ.Α? 14,1) Περσέως: «ου απόγονος ο Αχαιμένης, πάππος Καμβύσου. Αχαιμενίδαι εθεωρήθησαν δε αεί, η ευγενεστέρα των Περσών γενεά.» (Αχαιμένης ετυμολ.: το των Αχαιών μένος) Ηρακλέους: «Νυν δε Ηρακλέα μιμούμαι και Περσέα ζηλώ, και τα Διονύσου μετιών (= μετέρχομαι, ακολουθώ) ίχνη (Θεού γενάρχου και προπάτορος), βούλομαι (εγώ, ο Αλέξανδρος) πάλιν εν Ινδία νικώντας Έλληνας εγχορεύσαι (= να νικήσουν οι Έλληνες και να χορέψουν), και τους υπέρ Καύκασον ορείους και αγρίους, των βακχικών κώμων (= τελετών) αναμνήσαι.» (Πλουτάρχου, Περί Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Β.1) O Αρριανός αναφέρει: Νυσαίοι δε, ουκ Ινδικόν γένος εστίν, αλλά των άμα Διονύσω ελθόντων ες την γην των Ινδών? Και προ Αλεξάνδρου, περί Διονύσου μεν πολύς λόγος κατέχει, ως και τούτου στρατεύσαντος ες Ινδούς? «Οι Σίβαι ταις βουσίν αυτών, ρόπαλον επικέκαυται, και τούτο ες μνήμην του ροπάλου του Ηρακλέους? και τούτω άρσενας παίδας πολλούς γενέσθαι εν τη Ινδών γή? τάδε -οι Ινδοί ? περί Ηρακλέους λέγουσιν, επελθόντα αυτόν πάσαν γην και θάλασσαν, και καθήραντα (= καθάρισε) ό,τι κακόν ? Πρεσβύτερον Διόνυσον Ηρακλέους, δέκα και πέντε γενεαίς Ινδοί λέγουσιν.» (Αρριανού - Ινδική, 9) O Θεόφραστος αναφέρει: « Εν Ινδοίς φανήναι κισσόν εν τω όρει? όθεν δη και τον Διόνυσον είναι?» (Θεοφράστου Φυς.Ιστ. 4.41) O Διοδ. Σικελιώτης αναφέρει: «? και θεόν νομισθήναι ? τον Διόνυσον -, τυχείν αθανάτων τιμών? τον τε Ηρακλέα φασί (= λένε) παρ? αυτοίς γεγενήσθαι, και παραπλησίως τοις Έλλησι το τε ρόπαλον και την λεοντήν αυτώ προσάπτουσι? ? Δείκνυσθαι δε παρ? Ινδοίς μέχρι του νυν (= τώρα), τον τε τόπον εν ω συνέβη γενέσθαι, και προσηγορίας πόλεων απ? αυτού κατά την των εγχωρίων διάλεκτον.» (Διοδ. Σικελιώτης Β?) Ο Αρριανός, συν τοις άλλοις, προβληματίζεται (στην «Ινδική» , 5) γιατί ο Διόνυσος, όταν δίδαξε στους Ινδούς την καλλιέργεια της αμπέλου, τους δίδαξε συγχρόνως και να σπέρνουν τη γή «διδόντα αυτόν και σπέρματα», (θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε: και σπέρματα λόγου). ρα ή ο Τριπτόλεμος δεν έφτασε μέχρι τους Ινδούς όταν στάλθηκε από την Δήμητρα να σπείρη την οικουμένην γήν, ή ο Διόνυσος προηγήθηκε του Τριπτόλεμου («ή προ Τριπτολέμου Διόνυσος επελθών την Ινδών γην σπέρματα έδωσε καρπού ημέρου?»). Ο δε Φιλόστρατος (Βίος Απολ. Τυανέως Γ? , ΧΙV) αφηγείται ότι τον καιρό που ο Απολλώνιος ο Τυανεύς επεσκέφθη την Ινδία συνάντησε αγάλματα όχι Ινδικά, αλλά αρχαιότατα Ελληνικά (Αθηνάς Πολιάδος, Διονύσου Λιμναίου, Απόλλωνος Δηλίου) τα οποία οι Ινδοί λάτρευαν κατά τα Ελληνικά ήθη (Ελληνικοίς ήθεσι). Για όλα αυτά, ο Γάλλος Godefroi Herman, μεταφραστής των Διονυσιακών του Νόννου, παρατηρεί: ?Oι εθνογραφικές αναφορές του Νόννου, ίσως ρίξουν κάποιο φως σε πολλά σκοτεινά μέχρι σήμερα σημεία της ιστορίας των εθνών» Βλέπε Νόννου «Διονυσιακά» Ακόμη να τονιστεί ότι ουδέποτε οι Έλληνες μετέφρασαν Ινδικά κείμενα εις «φωνήν Ελλανίαν». Ο Αιλιανός (Αιλ.Ποικ.Ιστορ.12.48 γράφει ότι: «Ινδοί τη παρά σφίσιν επιχωρίω φωνή τα Ομήρου έπη μεταγράψαντες, άδουσιν ου μόνοι, αλλά και οι Περσών βασιλείς.» Ο Πλούταρχος (περί Αλεξ.Τύχης ή Αρετής, Α?.5) γράφει: ?Aλεξάνδρου την Ασίαν εξημερούντος, Όμηρος ην ανάγνωσμα, και Περσών και Σουσιανών και Γεδρωσίων παίδες, τας Ευριπίδου και Σοφοκλέους τραγωδίας ήδον (= έψαλλον).» Η Παγκόσμιος Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ συνοψίζει: «Από τις πολυάριθμες γλώσσες των λαών των Ινδιών, οι περισσότερες ανήκουν σε δύο ομάδες που διαφέρουν ουσιωδώς η μία από την άλλη, στην «ινδοευρωπαϊκή» και στην δραβιδική που αντιπροσωπεύει ξεχωριστή γλωσσική οικογένεια, άσχετη προς τις άλλες. Οι γλώσσες της πρώτης ομάδας επικρατούν στο μεγαλύτερο μέρος των Ινδιών, ενώ οι δραβιδικές μόνο στο νότιο μισό της Ινδικής χερσονήσου? Πως σχηματίσθηκε το εθνολογικό αυτό μωσαϊκό? Το γεγονός ότι ο πληθυσμός των Βορ.Ινδιών, στην εξωτερική μορφή και στην γλώσσα ομοιάζει πιο πολύ με τους λαούς που κατοικούν στο Ιράν και στην Κεντρική Ασία, παρά με τον πληθυσμό των Νοτ.Ινδιών, ωδήγησε τους ευρωπαίους επιστήμονες του 19ου αι. στο συμπέρασμα πως οι Ινδίες δέχτηκαν κάποτε την εισβολή μιας ομάδας φυλών που μιλούσαν μια γλώσσα της «Ινδοευρωπαϊκής» οικογένειας? Γραπτή φιλολογία δεν υπήρχε και είναι άγνωστο μάλιστα αν οι Ινδοί, στην βεδική περίοδο, ήξεραν την ανεπτυγμένη γραφή.»