Έτσι στην ιερά μόνη Διονυσίου άκουσα και το ακόλουθο γεγονός το οποίο είχε συμβεί την περασμένη χρόνια δηλ. το 1958, και μάλιστα την εβδομάδα της Τυροφάγου, που είναι πριν την Μ. Σαρακοστή. Κάποιος μονάχος ονόματι Ιερόθεος, θέλησε να κάμει ένα τριήμερο πριν απ την Μ. Σαρακοστή, μέσα στην εβδομάδα της Τυροφάγου, με απόλυτη νηστεία και διπλασιασμό του κανόνος του. Όλη την νύχτα αγρυπνία, προσευχή, μετάνοιες, κομποσχοίνι, μελέτη, και την ημέρα δουλειά, και διακονήματα βαριά. Το τρίτο βράδυ, γύρω στις 3 - βυζαντινή ώρα, δική μας δηλαδή μεταξύ 10 και 11 πρέπει να ήτο,- την ώρα που προσηύχετο, βλέπει ξαφνικά το κελάκι του να γεμίζει από φως. Φως άπλετο, όχι λάμπες, όχι κεριά, όχι φωτάκια τέτοια, σαν κι αυτά που έχουμε, αλλά ένας ολόκληρος ήλιος θα μπορούσαμε να πούμε, με λευκότατο, ωραιότατο, καθαρό φως, το οποίον πλημμύρισε το κελάκι του και νόμιζε πως έβγαινε από μία εικόνα της Παναγίας, στην οποία είχε πολλή ευλάβεια και όταν τα εδιηγείτο ο πατήρ Ιερόθεος τον ρώτησαν': - Όταν το είδες αυτό το φως, ταράχθηκες, φοβήθηκες, δείλιασες ; - Όχι απάντησε, δεν φοβήθηκα καθόλου. Τουναντίον μάλιστα ήμουν πολύ γαληνεμένος. Είχα χαρά ανεξήγητη. Ειρήνη και στάση λογισμών. Καμία σκέψη δηλαδή εσωτερική. Απόλυτη ησυχία. Ένοιωθα τόση ευτυχία και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να ψιθυρίζω τους χαιρετισμούς της Παναγίας, την Μικρή και Μεγάλη Παράκληση την οποία και ήξερε από στήθους, από μνήμης, όσα Μεγαλυνάρια θυμόμουν και πολλές φορές το " Άξιον Εστί", το "Θεοτόκε Παρθένε" την " Ωραιότητα της Παρθενίας σου" και άλλους ύμνους που αναφέρονται στην Παναγία. Και τα έψαλα με πολλή χαρά και πολλή ευχαρίστηση. Και από την πολλή ευφροσύνη νόμιζα ότι πετούσα. Όταν το πρωτοάκουσαν οι αδελφοί εξεπλάγησαν και δόξασαν την συγκατάβασιν, την ευσπλαχνία του Αγίου Θεού, του Σωτήρας Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Παναχράντου Αυτού Μητρός, για το πόσο παρηγορούν τα παιδιά τους, τα υπάκουα όσο ταπεινά και άσημα και αν είναι αυτά. Η άκρα συγκαταβάσεις και θεία ευσπλαχνία διαλέγει με πολλή επιείκεια τους πτωχούς τω πνεύματι δηλαδή τους ταπεινούς και καθαρούς τη καρδία για να αναπαυθεί και δι αυτών να δοξαστεί. Πολλές φορές ρωτούσαν τον πατέρα Ιερόθεο : - Πόση ώρα κράτησε αυτό το υπερθαυμαστό γεγονός ; Και αυτός απαντούσε : - Τρεις με τέσσερις ώρες. Θαύμα θαυμάτων. Ένας ταπεινότατος μοναχός κυριολέχτηλκά λούστηκε μέσα στο φαεινόν άκτιστο Τριαδικόν φως. Και ασφαλώς αν υπήρχαν μάτια να δουν, θα έβλεπαν και το πρόσωπο του μοναχού να αντανακλά το θειο φως, από το οποίο και ελούζετο. Φωτοπλημμύρα αρρήτου ακτινοβολίας.