Αύγουστος ή Σεπτέμβριος του 1938. Ο 54χρονος Π.Ι. πήγε στη περιοχή Λάντζα στις όχθες τις λίμνης Βόλβης να κόψει ξύλα. Σ’ ένα ξέφωτο αντιλήφθηκε δύο ανθρώπους. Τους πλησίασε με προσοχή. Φτάνοντας σε απόσταση δεκαπέντε περίπου μέτρων τους φώναξε. Εκείνοι γύρισαν. Ήταν ψιλόσωμοι, με μεγάλα κεφάλια και κοντά μαλλιά. Το δέρμα τους ήταν «ηλιοκαμένο», «μαστιγωμένο» ή «πρησμένο» και φορούσαν στολές σαν στρατιωτικές. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα και τον κοιτούσαν πολύ περίεργα. Προφανώς, βλέποντας τον να βαστά το τσεκούρι του, οι δύο περίεργοι τύποι οπισθοχώρησαν φανερά τρομαγμένοι και τότε ο μάρτυρας συνειδητοποίησε ότι πίσω τους υπήρχε ένα «πράγμα» με σκάλα μπροστά η οποία οδηγούσε σ’ ένα άνοιγμα που έμοιαζε με πόρτα. Ολόκληρο το αντικείμενο ήταν ωοειδές και είχε ύψος 3 μέτρα, πλάτος τόσο ώστε να χωράει δύο άτομα και στηριζόταν σε μια βάση με τρία ή τέσσερα πόδια. Από τη μέση και κάτω έμοιαζε μεταλλικό ενώ από τη μέση και πάνω ήταν καμωμένο από ένα περίεργο υλικό σαν κρύσταλλο. Οι ξένοι ανέβηκαν τα σκαλιά και βρέθηκαν μέσα στο περίεργο όχημα. Ο έκπληκτος Π.Ι. τους παρατηρούσε να στέκονται πίσω από το «κρύσταλλο». Ο ένας τον κοιτούσε ενώ ο άλλος χειριζόταν κάτι. Η σκάλα έκλεισε και ακούστηκε ένας θόρυβος. Από την κορυφή φούσκωσε κάτι σαν «μπαλόνι», σαν αερόστατο και αμέσως το αντικείμενο υψώθηκε κάθετα. Καθώς ανέβηκε δεν φάνηκε ούτε καπνός ούτε φλόγα. Ο ένας, του φάνηκε ότι τον χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι του και κουνώντας το από δεξιά προς τα αριστερά. Ο Π.Ι. σαστισμένος προχώρησε προς το σημείο απ’ όπου είχε απογειωθεί το περίεργο αντικείμενο και άρχισε να ψάχνει το χώρο μήπως έβρισκε κάτι που θα αποδείκνυε την περίεργη εμπειρία του. Πράγματι ανακάλυψε ένα μικρό μπουκάλι. Το έσπρωξε με το στειλιάρι του τσεκουριού του και εκείνο έπεσε κάτω και το βούλωμά του έφυγε. Αμέσως ανάβλυσε από μέσα ένα πηχτό υγρό το οποίο αυτοαναφλέγθηκε στιγμιαία. Όπου έπεσε το υγρό έμεινε στάχτη. Κάηκαν ακόμη και τα πράσινα χόρτα και τα φύλλα. Λίγες σταγόνες πιτσίλισαν στο στειλιάρι που άρχισε να καίγεται. Έντρομος ο Π.Ι. έχωσε το στειλιάρι στην άμμο και έσβησε τη φωτιά. Γυρίζοντας σπίτι του, πέταξε το στειλιάρι από φόβο για περαιτέρω περίεργα φαινόμενα.