Λίγο μετά την κοίμηση του αγαπημένου φίλου του, του μακαριστού Επισκόπου Σισανίου και Σιατίστης Αντωνίου, μία γυναίκα πού τους αγαπούσε πολύ και τους ευλαβείτο, ανέβηκε στη Μονή Δαδιού. Ήταν έγκυος στον 5ο μήνα και ήθελε τη συμβουλή του σχετικά με μια θεραπεία πού της είχε συστήσει ο γιατρός. Ό Γέροντας ήταν άρρωστος και κλινήρης. Της είπε: - Εγώ θα φύγω για το νοσοκομείο σήμερα. Εσύ θα μείνεις έως το βράδυ, για να διαβάσεις. - Καλά, Γέροντα, απάντησε αυτή, χωρίς να καταλαβαίνει, Και κατέβηκε στην κουζίνα, για ν' ασχοληθεί με κάτι. Πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά, τον αισθάνθηκε ολοζώντανο δίπλα της να της λέει: - Ανέβα επάνω, να με χαιρετίσεις. Φεύγω. Ή γυναίκα δεν έδωσε σημασία, γιατί νόμισε ότι είναι πειρασμικό, και συνέχισε να καθαρίζει χόρτα. Όμως σε λίγο τον άκουσε ξανά: - Παιδί μου, δεν ακούς; Ανέβα να με χαιρετίσεις. Εκείνη έκανε πάλι να μη δώσει σημασία, όμως την τρίτη φορά ή φωνή του στ' αυτιά της ήταν επιτακτική: - Ανέβα επάνω τώρα! Τότε έσπευσε να τον συναντήσει. Είχε έρθει το ασθενοφόρο, τον είχαν βάλει στο φορείο και μόλις τον έβγαζαν από το κελί. Καθώς την είδε, την τράβηξε από το χέρι και τη ρώτησε: - Τι θέλεις; - Τίποτα, Γέροντα. - Τι θέλεις; επανέλαβε γνωρίζοντας τον λόγο πού ήθελε πολύ να τον δει. Τα πνευματικά του παιδιά τα πρόσεχε και τα φρόντιζε, αλλά ήθελε και να εκφράζεται το αίτημα. - Ξέρεις, μου είπε ο γιατρός να κάνω μια συγκεκριμένη θεραπεία, αλλά εγώ φοβάμαι, απάντησε τότε αύτη. - Θα κάνεις ότι σου είπε ο γιατρός, της είπε και φεύγοντας την ευλόγησε. Πράγματι, έτσι έγινε. Ή γυναίκα ακολούθησε τη θεραπεία του γιατρού, αυτή ήταν επιτυχημένη, και τώρα χαίρεται στην αγκαλιά της τον μικρό της γιο.