Η πόρτα στο κελάρι του Μοναστηρίου κάποια στιγμή δεν άνοιγε. Το μεγάλο κλειδί δεν γύριζε στην κλειδαριά, κι έτσι οι μοναχές δεν μπορούσαν να μπουν μέσα για ένα απόγευμα. Την άλλη μέρα το πρωί, ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα ξαναπροσπάθησε, αλλά πάλι δίχως αποτέλεσμα. Όποτε πήρε το κλειδί, ανέβηκε στο κελί του και ζήτησε να το σταυρώσει. Εκείνος το πήρε στα χέρια του με φυσικότητα, προσευχήθηκε για λίγο σιωπηλά, το σταύρωσε και το έδωσε πίσω. Πήγαινε ν' ανοίξεις! είπε με βεβαιότητα. Ό άνθρωπος έβαλε μετάνοια εκ νέου και κατέβηκε. Με το πού γύρισε το κλειδί, ή κλειδαριά άνοιξε αμέσως. Ωστόσο, όταν λίγο μετά την άλλαξαν και έβαλαν καινούρια, διαπίστωσαν πώς όλα ήταν σπασμένα μέσα της και λογικά δεν μπορούσε να λειτουργεί.