Το 2003, με είχε φιλοξενήσει ένας φίλος μου και νυν συνάδελφος από την σχολή στο εξοχικό του έξω από την Λάρισα. Εκεί έμενε η μαμά του και ο μπαμπάς του...λίγο παρακάτω... 4 σπίτια απόσταση έμενε η θεία του. Ένα απόγευμα μας ζήτησε η μαμά του να πάμε να πάρουμε 3 αυγά από την θεία για στην πίτα που έφτιαχνε γιατί αυτή δεν είχε κότες . Βάζω εγώ τα σπορτεξάκια μου γιατί εκεί είναι και χωματόδρομος , παίρνουμε και τα κλειδιά της εξώπορτας και πάμε. Παίρνουμε τα αυγά γρήγορα γρήγορα γιατί τα χρειαζότανε άμεσα και ξεκινάμε με βήμα ταχύ να επιστρέψουμε στο σπίτι της μαμάς το οποίο και βλέπαμε από το σπίτι της θείας. Στα μισά της διαδρομής συνειδητοποίησα ότι δεν αισθάνομαι καλά ξαφνικά και με έπιασε ένας πανικός...μια ζαλάδα.... δεν μπορώ να το εξηγήσω...θυμάμαι μόνο ότι αισθανόμουν ότι ενώ προχωρούσα δεν μετακινιόμουν από την θέση μου...δηλαδή προχωρούσα....αλλά δεν προχωρούσε το τοπίο...δεν μπορώ να το εξηγήσω Μετά έχω ένα καινό... Το επόμενο που θυμάμαι είναι ότι συνέχισα να περπατάω προς το σπίτι μαζί με τον Γιώργο και είδα την μητέρα του στην πόρτα έξαλλη να φωνάζει που είμαστε 45 λεπτά και ανησύχησε ...είχε βγει στους δρόμους να μας ψάξει ...πήγε στην θεία και δεν μας βρήκε πουθενά...η θεία είπε ότι τα παιδιά έφυγαν πριν κάμποση ώρα και τραβήξανε κάτω προς το σπίτι....αλλά εμάς δεν μας είδε που ήμασταν στο δρόμο; Εγώ της είπα ότι ήμασταν στο δρόμο και δεν ξέρω τι έγινε και δεν αισθάνομαι καθόλου καλά και μετά σωριάστηκα κάτω. Ο Γιώργος ήτανε κατάχλομος και έκανε εμετό ...δεν θυμότανε τίποτα...λιγότερα από μένα...Την άλλη μέρα μου είπε ότι αισθανότανε σαν να μην τελειώνει ο δρόμος, σαν το σπίτι να μην πλησίαζε και μετά ...κενό . όταν τον ρώτησα επίμονα μου είπε ότι θυμάται να του έχει ξανασυμβεί αλλά όχι τόσο έντονα και όχι στον ίδιο δρόμο αλλά σε έναν παρακάτω. Νόμιζε ότι ήτανε η ιδέα του και δε είχε δώσει τόση σημασία....