Μια μέρα ήταν του αγίου Ανδρέου και πήγε η μαμά μου εις τους αγίους Πάντας. Μόλις σκοτείνιασε είδε εις τον ουρανό να αστράφτη και να φωτίζη, σαν να ήταν μέρα. Καθώς κοιτούσε εις τον ουρανό έβλεπε σαν κάτι να ξετυλίγεται, σαν άγγελοι, σαν άστρα, επί πολλήν ώραν, χωρίς να ξέρη τι ήταν. Τρέχει, πηγαίνει εις την γερόντισσα Θέκλα. Της λέει: «Τί τρέχει;» Και εκείνη δεν ήξερε. Έτρεξαν να δουν τι κάνει ο π. Σάββας και τον βλέπουν να έχη τα χέρια του ψηλά και να προσεύχηται γονατιστός. Μόλις τας εντελήφθη, τας είπε: «Γονατίστε, παιδιά μου και προσευχηθείτε αυτήν την ώρα». Έμειναν μέχρι τας ένδεκα, το βράδυ, διότι κατέβηκε εις το σπίτι. Το πρωί ανέβηκε πάλι εις το μοναστήρι και τον είδε να προσεύχηται μέχρις ότου ξέφεξε και τας είπε: «Άνοιξαν τα ουράνια, διότι η ώρα ήτο κρίσιμος». Αυτό έγινε περί το 1932.