Μια σπουδαιοτάτη αρχαιολογική ανακάλυψις εσημειώθη εις την επαρχίαν του Ληξουρίου, μεσούντων των κυνικών καυμάτων, εν μηνί Ιουλίω του 1937. Η ανακάλυψις περιβάλλεται υπό του μυστηρίου του τρόμου, όπως τρομερός υπήρξε και ο βίος του μυθικού ήρωος, του οποίου το προτραίτο ανευρέθη: Κατάδικοι των φυλακών Λιβαδίου, ειργάζοντο εις μέγα βάθος εις τα λατομεία της θέσεως "Σκαβδολίτης", η οποία, ώς γνωστόν, και σήμερον έτι, θεωρείται εκ παραδόσεως το εντευκτήριον των βρυκολάκων, των παγανών και των λοιπών κακοποιών πνευμάτων. Ήτο μεσημέρι, ο ήλιος εφλόγιζε το σύμπαν και όλα τα ζωντανά όντα ήσαν κρυμμένα. Η Γη έκαιε και η αναμμένη ατμόσφαιρα εμάρμαιρε. Τα πάντα ήσαν έρημα. Είναι, ως γνωστόν, η ώρα, η οποία μαζί με το μεσονύκτιον, ανακαλεί τας ακαθάρτους σκιάς επί της Γής. Αίφνης οι εργαζόμενοι βαρυποινίται ησθάνθησαν υποχθόνιον και υπόκωφον γδούπον, ο οποίος τους έκαμε να ριγήσουν. Εντός ολίγου εβεβαιώθησαν ότι ευρίσκοντο ενώπιον κοιλότητος, η οποία αντηχούσε πενθίμως υπό τα πλήγματα των κασμάδων. Βαθύτατα, μέσα εις το συμπαγές πέτρωμα, ανεκαλύφθη καθαρά ολίγον κατ΄ ολίγον είς τάφος, ο οποίος κατά τρόπον μυστηριώδη ευρέθη εκεί, ανάμεσα εις τα πελώρια και σκληρά ασβεστολιθικά ριζώματα του βουνού. Ο τάφος είχε σχήμα ακανονίστου σπηλαίου, του οποίου το στόμιον εφράσσετο από πελωρίας πλάκας. Οι κατάδικοι αφήρεσαν τας πλάκας και τότε νέος τρόμος κατέλαβε και αυτάς ακόμη τας κολασμένας ψυχάς των. Η σύγχυσίς των ήτο τοιαύτη, ώστε, δυστυχώς, δεν έχομενς ακριβείς περιγραφάς του θεάματος, το οποίον αντίκρυσαν οι οφθαλμοί των. Πάντως όμως εις τας γενικάς γραμμάς κατέχομεν ασφαλή την περιγραφήν του εσωτερικού του τάφου: Εντός αυτού ανεπαύετο εις θέσιν υπτίαν, με τους βραχίονας ανοικτούς, σκελετός πελωρίου ανδρός, ο οποίος, κατά τας αφηγήσεις των αξιοπιστοτέρων και ψυχραιμοτέρων εκ των καταδίκων, υπερέβαινεν ασφαλώς τα 2 1/2μ. Εντύπωσιν επροξένησεν ιδίως το πάχος των οστών και η πελωρία κεφαλή του νεκρού. Πέριξ του σκελετού, ανεκαλύφθησαν άφθονα οστά και οδόντες προβάτων, χοίρων και μοσχαριών. Ταύτα ηρμήνευσαν βραδύτερον οι κατάδικοι ως διαρπαγέντα και κλοπιμαία ζώα, τα οποία είχον τεθεί ως θυσία εις τον τάφον του νεκρού γίγαντος, και πιθανώτατα η ερμηνεία των είναι ορθή. Πλησίον της δεξιάς χειρός του σκελετού ευρέθη μια πήλινη κανάτα, η οποία περιείχε το ρακί, με το οποίον κατά τα νεκρόδειπνα εδρόσιζε τα χείλη ο νεκρός. Αλλά το σπουδαιότερον εύρημα υπήρξε πηλίνη κεφαλή, η οποία, κατά τρόπον αριστοτεχνικόν απεικονίζει τα χαρακτηριστικά του ταφέντος. Επίσης ευρέθη εν νόμισμα ανάμεσα εις τας σιαγόνας του νεκρού, το οποίον εχρησίμευε δια να πληρωθή ο Χάρων, όστις θα διεπόρθμευε εις την κόλασιν την ψυχήν του αποθανόντος. Πάντα τα ευρήματα ταύτα μετεφέρθησαν εις το Μουσείον Αργοστολίου. Εκεί τα εξήτασαν ειδικοί αρχαιολόγοι, οι οποίοι, από τα χαρακτηριστικά της πηλίνης κεφαλής και τας λοιπάς περιγραφάς των καταδίκων ανεγνώρισαν, ότι πρόκειται περί του γενάρχου των αρχαίων Ληξουρέων πορθμεύων, όστις μέχρι τούσε εθεωρείτο πρόσωπον μυθικόν. Από τα ευρήματα συνήγαγον οι ειρημένοι αρχαιολόγοι, ότι πρόκειται περί προϊστορικής εποχής, η δε απουσία παντός μετάλλου εις τον τάφον, εκτός από το περιγραφέν νόμισμα, τους ωδήγησαν εις το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί "Προμυκηναϊκής εποχής" ήτοι περίπου 1500-2000 έτη προ Χριστού. Συμφώνως προς τας ολιγοστάς ειδήσεις τας οποίας μας διέσωσαν οι αρχαίοι συγγραφείς, τας νήσους τότε κατείχε μια γενεά βαρβάρων, οι οποίοι ονομάζονται Κάρες και είσαν τρομεροί άρπαγες και πειραταί. "Καρ" σημαίνει εις την αρχαίαν γλώσσαν χονδροκέφαλος. Συμφώνως δε προς τας περιγραφάς των καταδίκων, ο ανευρεθείς σκελετός είχε πράγματι ογκώδη κεφαλήν. Το πήλινο προτραίτο, του οποίου φωτογραφίαν δημοσιεύομεν, δεικνύει μίαν κεφαλήν ξυρισμένην (όπως ξυρισμένον είναι και το γένειον και ο μύσταξ). Μια όμως σπουδαία ιδιορρυθμία είναι, ότι εις το όπισθεν μέρος του κρανίου έχει αφεθεί μια φούντα από μαλλιά αξύριστος. Το τοιούτον πράττουν σήμερον ωρισμέναι φυλαί Τατάρων και άλλων Κιτρίνων, μας διηγείται δε ο Ηρόδοτος ότι έτσι έκαμναν πράγματι και οι αρχαίοι βάρβαροι των ελληνικών νήσων. Η φούντα αυτή των μαλλιών εμεγάλωνε σιγά-σιγά και μετεβάλλετο εις πραγματικήν ουράν. Κατ΄ αυτόν τον τρόπον δυνάμεθα να εννοήσωμεν μίαν "γλώσσαν", δηλαδή σπανίαν λέξιν, την οποίαν μας απεθησαύρισεν ο αρχαίος λεξικογράφος Εύληρος ο εκ Πυλάρων. Ούτος, ως γνωστόν, ήταν Κεφαλλήν και κατήγετο από την Πύλαρον, την δε αξιοπιστίαν του απέδειξε πλήρως ο μακαρίτης διαπρεπεής παλαιογράφος Σιμωνίδης. Ο Εύληρος λοιπόν λέγει: "Λήξουρον τον εν χρω κεκαρμένον λέγουσι, σκόλλυν όπισθεν ουράς δίκην, ιερόν Ερμού επικλόπου τρέφοντα. Λέγονται δε Παλής οι εν Κεφαλληνία τούτον τον τρόπον εξευρείν". Κατά ταύτα λοιπόν Λήξουρος είναι ο λήγων εις ουράν, ίσως δε εντεύθεν έλκει την ετυμολογίαν της η πόλις "Ληξούρι". Η ανακαλυφθείσα πηλίνη κεφαλή επιβεβαιώνει κατά τρόπον λαμπρόν την ανωτέρω μαρτυρίαν (Βλέπε Γιάννη Βλαχογιάννη: "Κεφαλλωνίτες" - Ηχώ, τεύχος 65-66, σελ. 14). Ο κωμικός Ανάλιξις φαίνεται ότι εσατύριζε κατά κόρον τον ανωτέρω Λήξουρον εις μίαν κωμωδίαν του, της οποίας όμως μόνον ολίγα αποσπάσματα διετηρήθησαν. Εν απόσπασμα ομιλεί ειρωνικώς περί τινος κωμωδουμένου, όστις είχε "Λήξουρον κάλλος, την κεραλήν μεν ξυρών, κομών δε τα πέδιλα". Ήτοι ο σατυριζόμενος εξύριζε μεν το κεφάλι του, αλλά εφορούσε αξύριστα τσαρούχια, όπως ο Λήξουρος. Βλέπομεν λοιπόν ότι πρόκειται περί συνηθειών που διατηρούνται μέχρι σήμερον εις ωρισμένους κύκλους της νήσου. Εν άλλο απόσπασμα, το οποίον φαίνεται ότι αναφέρεται εις τον αυτόν Λήξουρον, τον παριστά ως αγροίκον πορθμέα, ασκούταν ύβριν και αρπαγήν, επιδιδόμενον εις πειρατικάς επιχειρήσεις και αρεσκόμενον να μη δίδη ποτέ ρέστα εις τους πελάτας του, διότι, ώς έλεγε, τους εβάρυνον τον θύλακον. Επίσης κατηγορείται ο Λήξουρος ως κατατρώγων διαρκούσης της διαπροθμεύσεως τας σταφυλάς, τα σύκα και τα λοιπά φαγώσιμα εμπορεύματα των επιβατών του. Συνδυάζοντες καταλλήλως τα οικτρά δυστυχώς, αποσπάσματα της κωμωδίας, δυνάμεθα να συναγάγωμεν το συμπέρασμα ότι, έκτοτε ήδη ησκείτο τακτικώς η πόρθμευσις μεταξύ Ληξουρίου και Αργοστολίου. Εις θέσιν Κυφάρισσα, η οποία σχεδόν μετ΄ ασφαλείας δύναται να ταυτισθή προς τα σημερινά Φάρσα, ο Λήξουρος φαίνεται ότι είχεν εγκαταστήσει τους υιούς του. Ούτοι ήσκουν το επάγγελμα του πατρός των και επεδίδοντο μαζί του εις παντός είδους υπόπτους θαλασσίας επιχειρήσεις. Ο Λήξουρος κατηγορείται ότι, αντί να πορθμεύη τους ανθρώπους κατ΄ ευθείαν, ελοξοδρόμει και έπιανε προηγουμένως όπου ήθελε και εις αυτά ακόμη τα Φάρσα. Συνεκρότει θορυβώδεις καυγάδες προς τους υιούς του και προς τους πελάτας του και γενικώς η πολιτεία του πατιστάνεται μεστή θορύβου, ύβρεως και ακοσμίας. Παρ΄ όλα ταύτα εξαίρεται η φιλοσκώμμων διάθεσις και το εύθυμον πνεύμα, με το οποίον εζητούσεν ενίοτε να καλύψη όλην αυτήν την αθλιότητα και την καταδυνάστευσιν την οποίαν ασκούσε επί των ατυχών συμπολιτών του. Δυο-τρεις από τους τελευταίους στίχους της κωμωδίας φαίνεται ότι αναφέρονται εις κατάραν του Ερμού Κλοπαίου εναντίον του Ληξούρου. Επειδή μας διασώθει και μια αρχαία επιγραφή εις "Ερμάν Κυφαρισσίταν" δυνάμεθα συνδυάζοντες τας μαρτυρίας, να συναγάγωμεν το συμπέρασμα ότι, εις τα Φάρσα είχεν ο Ερμής Βωμόν, όπου ο Λήξουρος και η δυναστεία του εκόμιζον ως θυσίαν μέρος των κλοπιμαίων. Φαίνεται λοιπόν, ότι ούτος εγέλασε και τον προστάτην του και δεν του απέδωκεν ό,τι του έταξεν, ο δε Ερμής τον καταράται να είναι και εις το μέλλον οι απόγονοί του πανούργοι και πονηροί πορθμείς, να τρώγωνται μεταξύ των, ώστε να παιδεύωνται και να παιδεύουν αμοιβαίως τους συνανθρώπους των. Ως προς το "Ληξούρου κάλλος" το οποίον ανωτέρω αναφέρομεν, αρκεί μιά ματιά εις την ευρεθείσαν κεφαλήν δια να πεισθώμεν ότι ο κωμικός έχει δίκαιον. Η σκολίωσις της ρινός, το στραβόν στόμα, τα φρύδια a la Mefistofele και τα κακοήθη αυτιά της μορφής αυτής, μας πείθουν ότι έχομεν ενώπιόν μας έναν βρακάρην της κακιάς ώρας. Το γεγονός ότι μετά τον θάνατόν του τον επήγαν οι συμπατριώται του εις τον Σκαβδολίτην και τον έθαψαν βαθιά, ανάμεσα εις τους βράχους του εντευκτηρίου αυτού των διαβόλων, αποδεικνύει ότι ζων τους είχε τυραννήσει, όπως οι Εβραίοι τον Χριστόν. Εις την κατάραν του Ερμού δέον αναμφιβόλως να αποδοθεί και η σύμπτωσις της τραγικής ειρωνείας ότι τα φθαρτά λείψανα του μιαρού πορθμέως επέπρωτο να φέρουν πάλιν εις το φως αι κολασμέναι ψυχαί των φυλακών Κεφαλληνίας. Σημείωση : Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί αντιγραφή από το βιβλίο καταγραφής ευρημάτων ανασκαφών, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου. Δεν υπάρχει καμμιά καταγραφή ή περιγραφή οστών. Α/α 1745 Γλυφάδα Λιβαδίου, ευρέθη υπό καταδίκων των αυτόθι φυλακών εν τινι λατομείω την 15ην Ιουνίου 1937 ομού μετά του επομένου αριθμού και εφθαρμένου νομίσματος. Αρύβαλλος εξ΄ απλού πηλού εν σχήματι γελοιγραφικώς κεφαλής δούλου στιγματίου. Ρις σκαλιά, στόμα μέγα και λοξόν, οφρύας λοξάς και ταχείας, μέτωπον στενόν, αυλακούμενον και εστιγματισμένον. Γένειον, μύσταξ και κεφαλή εξυρημένα, πλήν μικρού σκόλλυος όπισθεν του κρανίου. Επί της κορυφής της κεφαλής το στόμιον του αρυβάλλου μετά δυο οπών προς ανάρτησιν. Διατήρισης πολύ καλή. (ύψος 0,11 - από δεύτερο βιβλίο καταγραφών) Α/α Πρόχους εξ απλού πηλού πορώδους και ακαθάρτου. Σώμα κυλινδροειδές, χείλη στρογγύλα κατά το ήμισυ ελλιπή. Ζώναι ελαφρώς εγχάρακτοι κατά το μέσον της κοιλίας και την βάσιν του ώμου. Δύο οπαί εκ βλάβης. (0,175 - από δεύτερο βιλβίο καταγραφών)