Αυτή είναι μια μικρή ιστορία που μου έχει διηγηθεί η μητέρα μου. Είχαμε πάει διακοπές στην Λευκάδα και πάντα μας άρεσε να κάνουμε υπαίθριο camping. Ένα μεσημέρι λοιπόν και ενώ εγώ και ο πατέρας μου κοιμόμασταν σε ένα κήπο ενός σπιτιού που ο ιδιοκτήτης δεν ερχόταν παρά μόνο σπανίως την μητέρα μου δεν την έπιανε ύπνος όποτε είχε σηκωθεί και ετοιμαζόταν να φτιάξει καφέ. Εκεί που έψηνε τον καφέ λοιπόν βλέπει δύο με τρεις κοπελιές στα άσπρα ντυμένες στο βάθος του κήπου να χορεύουν και να παίζουν έχοντας παρέα μικρά παιδιά. Η μητέρα μου θεώρησε καλό να κάνει απόλυτη ησυχία και απλά να παρακολουθεί τα δρώμενα. Όμως κάποια στιγμή οι κοπέλες την αντιλήφθηκαν και μία εξʼ αυτών -η αρχηγός μάλλον- άρχιζε να πλησιάζει προς το μέρος μου (σημειωτέον ότι εγώ κοιμόμουν). Τότε η μητέρα μου σηκώθηκε και μπήκε ανάμεσα σε μένα και εκείνη και λες σαν να ήξερε της απάντησε ως εξής ” Όχι δεν θα την πάρεις είναι δική μου ” και η νεράιδα της απάντησε ” Ξέρεις ότι δεν είναι έτσι αλλά αφού επιμένεις θα στην αφήσω γιατί χρειαζόμαστε και κάποιους κρίκους ανάμεσα σε σας και τον δικό μας κόσμο.” Και τότε ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν. Ξέρω ότι η ιστορία ακούγεται τρελή αλλά το μόνο που μπορώ να πω στα σίγουρα είναι ότι η μητέρα μου ποτέ δεν λέει ψέματα και για κανέναν λόγο. Μεγαλώνοντας βέβαια καταλάβαινα ότι υπήρχε το κάτι διαφορετικό μέσα μου από τα άλλα παιδιά π.χ. ο τρόπος που αντιλαμβανόμουν τα συναισθήματα των άλλων, το αν μιλούσαν την αλήθεια ή τα ψέματα, αν ήταν πραγματικά κακοί ή όχι και αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Βέβαια μένω στην πόλη οπότε είναι λίγο δύσκολο να μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί μου κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι τα όνειρά μου είναι σαν μια καθοδηγητική φωνή που μου λέει πότε πρέπει να πλησιάσω κάποιον που με έχει ανάγκη ή να απομακρυνθώ από κάποιον άλλον διότι δεν αξίζει να βρίσκομαι εκεί πια. Δεν μπορώ να ξέρω πως σας φάνηκε η ιστορία μου αλλά είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω σε κάποιους για μένα χωρίς να με κοιτάζουν σαν να έχω κατέβει από τον Άρη. Σας ευχαριστώ πολύ.