Ο Νίκος Γουλιάς, ο παρουσιαστής της εκπομπής CINEMANIA (ET-3) μας λέει για μια σειρά παράξενων ονείρων που είχε : «Το περιστατικό που θα σου διηγηθώ ξεκίνησε στα φοιτητικά μου χρόνια. Εκείνο τον καιρό λοιπόν, έβλεπα συνέχεια ένα συγκεκριμένο όνειρο, όχι όπως τα συνηθισμένα. Ήταν μια παράλληλη ζωή όπου όταν εγώ έκλεινα τα μάτια μου τη νύχτα στη Θεσσαλονίκη, ξυπνούσα ταυτόχρονα σε μία άλλη σύγχρονη πόλη. Εκεί κατοικούσα σε ένα συγκεκριμένο σπίτι, σε μία συγκεκριμένη γειτονιά, με τα ίδια κάθε φορά γειτονικά σπίτια, μαγαζιά και ανθρώπους. Έκανα μία κανονική ζωή στο όνειρό μου, όπου κάθε μέρα πήγαινα στη δουλειά μου, έπινα καφέ με τους φίλους μου ή συμμετείχα σε διάφορες δραστηριότητες. Αναρωτήθηκα σε ποιο μέρος μπορεί να βρίσκομαι. Στα όνειρα όμως ποτέ δεν χρησιμοποιείς μία συγκεκριμένη γλώσσα για να μιλήσεις στον άλλο ή δεν υπάρχουν υπότιτλοι για να καταλάβεις σε ποιο τόπο βρίσκεσαι. Πολλές φορές μπορεί να μην ακούς ούτε καν φωνή. Ίσως να συνεννοείσαι τηλεπαθητικά. Σκέφτηκα λοιπόν, μήπως η πόλη είναι η Καβάλα ή η Θεσσαλονίκη, γιατί υπήρχαν πολλές ομοιότητες, αλλά έκανα λάθος. Μάλιστα, εκείνη την εποχή ήταν της μόδας ένας υπνωτιστής στην Αθήνα, ο οποίος αναγνώριζε τις μετανσαρκώσεις του πελάτη του και έβρισκε τις προηγούμενες ζωές του. Πήγα λοιπόν εκεί και μου είπε πως το φαινόμενο αυτό είναι αρκετά σπάνιο. Αυτό που συμβαίνει είναι πως εγώ συντονίζομαι κάπου σε όλο το παράξενο ονειρικό σύμπαν και ζω τις εικόνες που καταγράφει ο εγκέφαλος κάποιου άλλου ανθρώπου σε μία άλλη πόλη! Το όνειρο εν τω μεταξύ συνεχιζόταν… Πολλά χρόνια μετά, κατά το ʼ93 με ʼ94, ταξίδεψα στη Ρώμη έχοντας στο μυαλό μου να πάω ή στη Φλωρεντία ή στη Νάπολη. Αποφασισμένος εν τέλει να πάω στη Νάπολη, επειδή ήταν και πιο κοντά, το προηγούμενο βράδυ έπαθα μία ιδιαίτερα επίπονη τροφική δηλητηρίαση, κάτι που δεν μου είχε ξανασυμβεί σε τόσο άσχημο βαθμό στο παρελθόν. Κατά τις 7 η ώρα συνέρχομαι τελικά και αφού έχω πείσει τη παρέα μου πως είμαι τελείως καλά και δεν διατρέχω κανένα κίνδυνο, αποφασίζουμε να πάμε στη Νάπολη. Φτάνοντας λοιπόν εκεί διαπιστώνω αρχικά πως η πόλη μοιάζει πολύ με τη Θεσσαλονίκη. Είναι δηλαδή μία πόλη κατηφορική με βουνό και λιμάνι. Μόλις μπαίνουμε στη πόλη, βλέπω στην άκρη του λιμανιού ένα δρόμο που πηγαίνει ανηφορικά και ελικοειδώς. Αμέσως καταλαβαίνω πως αυτός ήταν ο δρόμος στον οποίο περπατούσα κάθε νύχτα στο όνειρό μου και πως η Νάπολη ήταν η πόλη που έμενα. Από τη στιγμή εκείνη και μετά γνώριζα χωρίς να έχω ξαναπάει εκεί, το κάθε σπίτι, το κάθε μαγαζί και όλη τη γειτονιά. Λέγοντας στους φίλους μου που είναι το καθετί, πριν καν το δούμε από μακριά, τους έχω εκπλήξει ιδιαίτερα. Πηγαίνουμε στη συνέχεια προς το σπίτι όπου έμενα στην ονειρική μου ζωή. Φοβόμουν αρκετά για το τι θα αντίκριζα εκεί, γιατί το μέντιουμ μου είχε πει πως είναι πιθανόν ο αντίστοιχος άνθρωπος να βλέπει στο όνειρό του ότι βλέπω εγώ στη κανονική μου ζωή. Θα μπορούσε κάποιο περίεργο διακοσμικό δίκτυο να μετέφερε αυτές τις παραστάσεις., οι οποίες αποτυπώνονται και ανασυντίθενται το βράδυ. Τελικά δεν είδα κανένα έξω από το σπίτι ούτε ο ίδιος πλησίασα περισσότερο. Από εκείνη τη μέρα και μετά δεν ξαναείδα αυτό το όνειρο. Όλοι ανεξαιρέτως έχουν να σου διηγηθούν μία τέτοια ιστορία που δεν υπακούει στους κανόνες της λογικής. Άρα σίγουρα υπάρχει ένας άλλος κόσμος που μας περιβάλλει με δικούς του κανόνες, που δεν ξέρω αν θα μπορέσουμε ποτέ να αντιληφθούμε και οι οποίοι ίσως εξηγούσαν πολλά πράγματα που χιλιετίες τώρα ο άνθρωπος προσπαθεί να καταλάβει».