Η ευλαβής μοναχή Άννα με ιδιαίτερη συγκίνηση διηγείται πως κάποτε ο Γέροντας ζήτησε να κάνουν τα πνευματικά του τέκνα, που έμεναν στη Θεσσαλονίκη, μία αγρυπνία, κατά την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Πράγματι συνάχθηκαν αρκετά πνευματικά του τέκνα και μαζί με την μοναχή Άννα έκαναν αγρυπνία στο ναό του Αγίου Μηνά Θεσσαλονίκης. Την ώρα της θ. Λειτουργίας η μοναχή Άννα καθώς και άλλα πνευματικά τέκνα του Γέροντος είδαν τον Γέροντα συλλειτουργούντα στο άγιο βήμα με τον εφημέριο του ναού. Αφού στο τέλος της λειτουργίας διαπίστωσαν από τον ιερέα πως δεν υπήρχε άλλος ιερεύς στο άγιο βήμα εκτός του ιδίου, χάρηκαν και θαύμασαν τη μυστική παρουσία και ενίσχυση του Γέροντος στʼ αγρυπνούντα τέκνα του. Όταν η μοναχή Άννα επισκέφτηκε τον Γέροντα και του εξιστόρησε το γεγονός, ο Γέροντας αρκέσθηκε σʼ ένα απλό μειδίαμα, που φανέρωνε όμως την ακριβή γνώση του συμβάντος. Και της είπε : «Αυτό που έγινε, έγινε για να συμμορφώσω τα τέκνα σου. Τα τέκνα της συνοδείας σου δεν είναι εντάξει. Άλλη είναι ως Φαρισαίος, ότι κάνει το κάνει για να καυχηθεί. Άλλη δίνει ελεημοσύνη φανερά, της οποίας τον μισθό χάνει αμέσως. Άλλη είναι ζηλόφθονη και επιθυμεί ότι δει στην άλλη. Άλλη είναι απελπισμένη στο κάθε τι. Να τις καλέσεις και να τις πεις, η αγρυπνία έγινε για όλες. Να τους τα πεις καθαρά, αν τους τα έλεγα εγώ δεν θα με άκουγαν, αυστηρός θα έλεγαν είναι. Δεν είμαι αυστηρός. Τα πουλάκια να τους πεις ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν και δεν χάνονται. Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η απελπισία είναι σχεδόν απιστία…»