Αυτός που βρίσκεται μέσα στην πόλη της Ξάνθης, ή έρχεται προς την Ξάνθη από την πεδιάδα, βλέπει πάντα κάποια, ή όλα, από τα τρία μοναστήρια της. Η θέα των μοναστηριών συμπληρώνει τη γοητευτική εικόνα της Παλιάς Πόλης και στεφανώνει τα γύρω υψώματα, τα οποία χωρίς τα μοναστήρια θα φαινόταν άξενα και απειλητικά. Σήμερα, με την ανέγερση σύγχρονων πολυόροφων οικοδομών, τα μοναστήρια της Ξάνθης δεν είναι πια αμέσως ορατά. Ωστόσο, η παρουσία των μοναστηριών συνεχίζει να εντυπωσιάζει. Τόσο, που ο ευαίσθητος επισκέπτης έχει τη βεβαιότητα πως περιβάλλεται από ιερή προστασία, ενώ ο κάτοικος της πόλης ασυναίσθητα αντιλαμβάνεται την παρουσία των μοναστηριών ως πηγή οικείωσης και σιγουριάς. Σύμφωνα με παλιές τοπικές προφορικές παραδόσεις οι χριστιανοί κάτοικοι της Ξάνθης θέλουν την πόλη τους αγγελοφύλακτη. Τα μοναστήρια της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισας, της Παναγίας της Καλαμούς και των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, καθώς και το μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου στα αβαθή της λιμνοθάλασσας της Βιστωνίδας, σχηματίζουν σταυρό και καθαγιάζουν το χώρο, εξασφαλίζοντας μόνιμη θεία παρουσία και ιερή προστασία. Ολόκληρη η ευρεία περιφέρεια της πόλης καθαγιάζεται, αφού, σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη και η περιφέρεια της προστατεύονται από τον Τίμιο Σταυρό. Η πόλη είναι «σταυρωμένη» και τα μοναστήρια της είναι «σταυράτα». Το «σταύρωμα» σημαίνει την καθαγίαση από τον σταυρό, ενώ τα «σταυράτα» είναι τα κτίσματα και τα σημεία που φέρουν τον σταυρό. Αυτό δεν είναι μόνο μία τοπική παράδοση, αλλά κάτι γενικότερο, το οποίο μας συνδέει με τη βυζαντινή Ξάνθεια και τη βυζαντινή πολεοδομική αντίληψη. Βαθύ μυστήριο καλύπτει τη βυζαντινή Ξάνθεια και τα ίχνη της είναι ελάχιστα. Μας είναι άγνωστη η ιστορία των μοναστηριών της σημερινής Ξάνθης, τα οποία κτίζονται και ξανακτίζονται στις ίδιες βάσεις μετά από καταστροφές και θεομηνίες. Η γνωστή σε μας ανοικοδόμηση τους γίνεται μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1829, οι οποίοι ισοπέδωσαν ολόκληρη την πόλη. Τα μοναστήρια της Ξάνθης πρέπει να χρονολογούνται από τη μεσοβυζαντινή ή την υστεροβυζαντινή περίοδο, όπως φαίνεται από ίχνη στα καθολικά τους. Οι παρατηρήσεις μας δεν σταματούν εδώ στα μοναστήρια, έξω από την πόλη, αλλά πρέπει να επεκταθούν και στον χώρο της πόλης. Στον ιστορικό οικισμό, λοιπόν, που σήμερα ονομάζουμε «Παλιά Πόλη», δεν υπάρχουν κτίσματα παλιότερα από τη δεκαετία του 1830. Πρόκειται για μία νέα πόλη, που κτίζεται, μετά την ισοπέδωσή της από τους σεισμούς, πάνω στα περιγράμματα των δρόμων και των οχυρώσεων, τα οποία διατηρούνται για αιώνες. Η Ξάνθεια, ως τειχισμένος οικισμός, έχει κυκλική περίμετρο με ακρόπολη στο βόρειο άκρο. Ένας κύριος δρόμος φαίνεται να διασχίζει την Παλιά Πόλη από την Ανατολή προς τη Δύση, ενώ ένας δεύτερος κύριος δρόμος κάθετος του προηγούμενου, οδηγεί προς τον Βορρά. Εκεί που οι δύο δρόμοι τέμνονται κάθετα, βρίσκεται το κέντρο της πόλης και η κύρια εκκλησία της πόλης. Πρόκειται για τη ρωμαιοβυζαντινή «μέση» οδό, πού μαζί με τον κάθετό της δρόμο από το Νότο προς τον Βορρά σχηματίζουν σταυρό. Στο σημείο τομής των δρόμων ορίζεται ο «ομφαλός» της πόλης. Ο «ομφαλός» είναι συνήθως η πλατεία της πόλης, όπου και η κύρια εκκλησία. Εκεί, με πόλο τον σταυρό της εκκλησίας, προεκτείνεται μυστικώς ένας κατακόρυφος νοερός άξονας πάνω προς τον ουρανό και κάτω προς το Ναδίρ. Ένα κοσμολογικό σταυρικό σύμβολο σε τρεις διαστάσεις σχηματίζεται και περιλαμβάνει το χωρικό και το ουράνιο σύμπαν. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τυπικό βυζαντινό μυστικό συμβολισμό, γνωστό από τις μεγαλειώδεις συλλήψεις τού Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τον σχεδιασμό της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης. Έχουμε εδώ, μία ιερή και όχι αντικειμενική-επιστημονική γεωγραφία. Ο βυζαντινός άνθρωπος ζητά να συνδέσει τον κοσμικό χώρο με το ουράνιο επέκεινα και να ιεροποιήσει τον κόσμο. Ανάλογο πολεοδομικό συμβολικό-μυστικό σχεδιασμό συναντάμε σε πολλές πόλεις της βυζαντινής εποχής, όπως π.χ., στη Θεσσαλονίκη, τη Νίκαια της Βιθυνίας, την Αδριανούπολη, την κάτω πόλη της Μονεμβασίας και τη Ραιδεστό. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία φύση, περιβάλλον και άνθρωπος θεωρούνται ως ενότητα και καθαγιάζονται. Δεν υπάρχει η κυρίαρχη στη Δύση διάσταση του πραγματικού και του υπερβατικού κόσμου. Είναι όπως η βυζαντινή ζωγραφική παράδοση, κατά την οποία εικονίζεται μία πνευματική μετουσίωση σε αντίθεση προς τη ζωγραφική της Δύσης, κατά την οποία τα πράγματα εικονίζονται φυσιοκρατικά και αισθητικά. Τέτοιες απλές, πλην ασυνήθιστες, παρατηρήσεις και διαπιστώσεις ίσως ξενίσουν. Συχνά αποκτούμε τη βεβαιότητα ότι ο εκσυγχρονισμός και ο παγκοσμιοποιημένος συρμός μας υποχρεώνουν να περιφρονούμε, ή να απορρίπτουμε ό,τι μας φαίνεται ξεπερασμένο ή ό,τι δεν θέλουμε, ή δεν μπορούμε πια, να καταλάβουμε. Άλλοτε πάλι, μας κυριεύει η εντύπωση ότι χάσαμε τα χαρακτηριστικά μας ως ιστορικός λαός, και αυτό μας στεναχωρεί. Πίσω από αυτές τις στάσεις βρίσκεται το γεγονός της αποϊεροποίησης του χώρου, που επιχειρεί ο Δυτικός Πολιτισμός με αποκορύφωμα τη δημιουργία του μη-τόπου και την αποξένωση του ανθρώπου. Ωστόσο, η καθημερινή πραγματικότητα, όπως η αίσθηση της παρουσίας των αγγέλων στην ευρεία περίμετρο της πόλης της Ξάνθης, δημιουργεί παρήγορη, ελπιδοφόρα διάθεση και μας υπενθυμίζει το βυζαντινό μας παρελθόν.